Η περιβαλλοντική ρύπανση αποτελεί σήμερα έναν από τους πιο επίμονους και επικίνδυνους εχθρούς της βιώσιμης ανάπτυξης και της παγκόσμιας δημόσιας υγείας. Δεν πρόκειται για ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά για ένα σύνθετο και πολυδιάστατο πρόβλημα που επηρεάζει όλα τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος: τον αέρα που αναπνέουμε, το νερό που πίνουμε, το έδαφος που μας τρέφει.
Από την αυγή της βιομηχανικής εποχής, οι ανθρώπινες δραστηριότητες – κυρίως η παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, η βιομηχανική παραγωγή, η εντατική γεωργία και η ανεξέλεγκτη κατανάλωση – έχουν οδηγήσει στην αποδέσμευση τεράστιων ποσοτήτων ρύπων, διαταράσσοντας την ισορροπία των οικοσυστημάτων και επιβαρύνοντας ανεπανόρθωτα τη φυσική μας κληρονομιά.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση παραμένει η πιο επείγουσα και θανατηφόρα μορφή περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), περίπου 8 εκατομμύρια πρόωροι θάνατοι αποδίδονται κάθε χρόνο στην έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους, με τα αιωρούμενα μικροσωματίδια PM2.5 να θεωρούνται οι πιο επικίνδυνοι ρύποι. Λόγω του μικροσκοπικού τους μεγέθους – μικρότερα από 2,5 μικρόμετρα – αυτά τα σωματίδια μπορούν να διεισδύσουν βαθιά στους πνεύμονες και να περάσουν στην κυκλοφορία του αίματος, προκαλώντας αναπνευστικά και καρδιοαγγειακά νοσήματα, καρκίνο και σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής.
Η κατάσταση είναι ακόμη πιο κρίσιμη στις αναπτυσσόμενες χώρες. Εκεί, η εξάρτηση από ρυπογόνες πηγές ενέργειας, όπως ο άνθρακας και το πετρέλαιο, η έλλειψη περιβαλλοντικών κανονισμών και η περιορισμένη πρόσβαση σε καθαρές τεχνολογίες έχουν οδηγήσει σε ανεξέλεγκτα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Το 2024, χώρες όπως το Τσαντ, το Πακιστάν και η Ινδία κατέγραψαν τις υψηλότερες ετήσιες μέσες συγκεντρώσεις PM2.5 παγκοσμίως, φτάνοντας σε επίπεδα πέντε φορές πάνω από τα όρια ασφαλείας που θέτει ο ΠΟΥ. Ο παγκόσμιος μέσος όρος ήταν στα 24,2 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο, τη στιγμή που το ανώτατο όριο που προτείνεται για μακροχρόνια έκθεση είναι τα 5 μικρογραμμάρια.
Εξίσου ανησυχητική είναι και η ρύπανση του νερού. Το 2023, μόλις το 56% των υδάτινων σωμάτων παγκοσμίως αξιολογήθηκαν ως «καλής ποιότητας». Οι κυριότεροι παράγοντες ρύπανσης είναι οι βιομηχανικές απορρίψεις χωρίς κατάλληλη επεξεργασία, η υπερβολική χρήση αγροχημικών (όπως λιπάσματα και φυτοφάρμακα), και τα ανεπεξέργαστα αστικά λύματα. Οι επιπτώσεις αυτής της ρύπανσης δεν περιορίζονται στο περιβάλλον, αλλά επεκτείνονται στη δημόσια υγεία και στην επισιτιστική ασφάλεια,καθώς μολυσμένα ύδατα καταστρέφουν τη θαλάσσια ζωή, απειλούν την αλιεία και προκαλούν σοβαρές ασθένειες, ιδιαίτερα σε περιοχές με ανεπαρκές δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης. Σε παγκόσμιο επίπεδο, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο λόγω κατανάλωσης μολυσμένου νερού.
Η πλαστική ρύπανση έρχεται να επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση. Η ανεξέλεγκτη χρήση πλαστικών προϊόντων μιας χρήσης έχει οδηγήσει σε τεράστιες ποσότητες απορριμμάτων που καταλήγουν σε ποτάμια, λίμνες και ωκεανούς. Το 2020, υπολογίστηκε ότι 150 εκατομμύρια τόνοι μη διαχειριζόμενου πλαστικού βρίσκονταν ήδη στο υδάτινο περιβάλλον, ενώ μέχρι το 2040 αυτή η ποσότητα αναμένεται να διπλασιαστεί. Το 2023, η συνολική ποσότητα πλαστικού στα ύδατα έφτασε τους 109 εκατομμύρια τόνους, με μικροπλαστικά να ανιχνεύονται πλέον σε κάθε στάδιο της τροφικής αλυσίδας, από το πλαγκτόν έως τον ανθρώπινο οργανισμό.
Παράλληλα, η ρύπανση του εδάφους – αν και λιγότερο ορατή – είναι εξίσου σοβαρή. Χημικά υπολείμματα, βαρέα μέταλλα, απόβλητα οικοδομών και η ανεξέλεγκτη εναπόθεση απορριμμάτων σε ανεπαρκώς οργανωμένες χωματερές οδηγούν στην υποβάθμιση της γης. Αυτή η μορφή ρύπανσης επηρεάζει αρνητικά τη γεωργική παραγωγή, προκαλεί ερημοποίηση και απώλεια βιοποικιλότητας και επηρεάζει άμεσα τις τοπικές κοινωνίες. Μόνο το 2023, η παγκόσμια απώλεια δασικών εκτάσεων λόγω γεωργικών καλλιεργειών ανήλθε σε 4,46 εκατομμύρια εκτάρια, με την Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία να εμφανίζουν τον υψηλότερο ρυθμό υποβάθμισης του εδάφους.
Απέναντι σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, η διεθνής κοινότητα δεν παραμένει αδρανής. Οργανισμοί, όπως τα Ηνωμένα Έθνη, προωθούν πρωτοβουλίες για τη συλλογή, καταγραφή και ανάλυση αξιόπιστων περιβαλλοντικών δεδομένων. Το 2022, η Στατιστική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε το «Global Set of Climate Change Statistics and Indicators», ένα εργαλείο που βοηθά τα κράτη να δημιουργήσουν ή να βελτιώσουν τα εθνικά τους στατιστικά προγράμματα σχετικά με την κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική ρύπανση. Παράλληλα, μηχανισμοί όπως το CISAT (Climate Change Statistics Self-Assessment Tool) επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να εντοπίζουν αδυναμίες, να αναπτύσσουν στρατηγικές και να τεκμηριώνουν αποτελεσματικά τις παρεμβάσεις τους.
Η περιβαλλοντική ρύπανση δεν είναι πλέον πρόβλημα του μέλλοντος. Είναι εδώ, παρούσα και επιθετική, επηρεάζοντας την καθημερινότητά μας, την υγεία μας και τη δυνατότητα των επόμενων γενεών να ζήσουν σε έναν βιώσιμο πλανήτη. Η έγκυρη και συνεχής παρακολούθηση, η διεθνής συνεργασία, αλλά και η πολιτική βούληση είναι καθοριστικές για την αναχαίτιση της κρίσης.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.