Η παγκόσμια αεροπορική βιομηχανία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μία πλευρά, υπάρχει η δέσμευση για μια ριζική στροφή προς τη βιωσιμότητα, με στόχο τον μηδενισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2050. Από την άλλη, η πραγματικότητα υπενθυμίζει καθημερινά πως αυτή η μετάβαση είναι γεμάτη εμπόδια, με υψηλό κόστος, τεχνολογικές καθυστερήσεις, ανεπαρκής προσφορά «πράσινων» καυσίμων και έντονη γεωπολιτική αβεβαιότητα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κλάδου, η επίτευξη του στόχου μηδενικών ρύπων θα κοστίσει σχεδόν 4,7 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι τα μέσα του αιώνα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια οικονομική πρόκληση τεράστιου μεγέθους, που απαιτεί ετήσια επένδυση σχεδόν 174 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Και όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα μέρος του κόστους αυτού ενδέχεται να μετακυλίσει στον τελικό καταναλωτή, με αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων και γενικότερα στο κόστος των αεροπορικών μετακινήσεων.
Η φιλοδοξία της μηδενικής εκπομπής ρύπων δεν είναι καινούργια. Ωστόσο, ενώ στο παρελθόν προβαλλόταν ως επιτακτικός και κοινά αποδεκτός στόχος, τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έχει μειωθεί ο ενθουσιασμός γύρω του. Η αβεβαιότητα, η πολυπλοκότητα της εφαρμογής, αλλά και η έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς, έχουν κάνει πιο σαφές ότι αυτή η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Ένα από τα βασικά εργαλεία που προτείνεται για τη μετάβαση είναι τα βιώσιμα αεροπορικά καύσιμα (SAF), τα οποία παράγονται από πρώτες ύλες φυτικής ή ανακυκλωμένης προέλευσης. Αυτά τα καύσιμα έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν προέρχονται από ορυκτές πηγές και παράγουν σημαντικά λιγότερες εκπομπές κατά την καύση τους. Παρά την τεχνολογική τους προοπτική, όμως, η πραγματικότητα δείχνει ότι απέχουν πολύ από το να αντικαταστήσουν τα συμβατικά καύσιμα. Η τρέχουσα παραγωγή SAF καλύπτει ένα πολύ μικρό ποσοστό της παγκόσμιας ζήτησης, ενώ σε αρκετές περιοχές του πλανήτη, ειδικά εκτός Ευρώπης, δεν είναι εύκολα διαθέσιμα.
Η αεροπορική αγορά ασκεί έντονη κριτική στον ενεργειακό τομέα, υποστηρίζοντας πως δεν υπάρχει η απαιτούμενη διάθεση να επενδυθούν τα απαραίτητα κεφάλαια για την αύξηση της παραγωγής SAF. Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι πολλές αεροπορικές εταιρείες θα είναι υποχρεωμένες να εισάγουν αυτά τα καύσιμα από μεγάλες αποστάσεις, γεγονός που εν τέλει ακυρώνει το περιβαλλοντικό όφελος λόγω των μεταφορών.
Από την άλλη, οι εταιρείες ενέργειας υποστηρίζουν ότι έχει γίνει σημαντική πρόοδος, κυρίως στην Ευρώπη, όπου υπάρχουν πλέον αρκετά αποθέματα για να καλυφθούν οι ανάγκες στα αρχικά στάδια της μετάβασης. Η αλήθεια, όπως συμβαίνει συχνά, μάλλον βρίσκεται κάπου στη μέση, καθώς υπάρχει πρόοδος, αλλά η προσφορά παραμένει ασύμμετρη και μακριά από το επίπεδο που απαιτεί η καθολική υιοθέτηση του SAF.
Εκτός από τα καύσιμα, και ο τομέας της κατασκευής νέων αεροσκαφών αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες. Οι αεροπορικές εταιρείες ζητούν πιο αποδοτικά μοντέλα, με καλύτερη κατανάλωση και μειωμένες εκπομπές. Ωστόσο, οι μεγάλες εταιρείες κατασκευής δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις παραγγελίες με την ταχύτητα που απαιτείται. Αυτό έχει ως συνέπεια πολλές εταιρείες να συνεχίζουν να πετούν με αεροσκάφη παλαιότερης γενιάς, τα οποία είναι σαφώς πιο ενεργοβόρα και ρυπογόνα.
Οι διεθνείς εξελίξεις δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Η αύξηση των εμπορικών εντάσεων, η αβεβαιότητα λόγω δασμών και εμπορικών πολέμων, αλλά και η πτώση της ταξιδιωτικής ζήτησης σε ορισμένες περιοχές, κάνουν πιο επιφυλακτικές τις εταιρείες ως προς την ανάληψη κινδύνων. Αν και η πρόσφατη μείωση στην τιμή των παραδοσιακών καυσίμων έχει ενισχύσει τα οικονομικά αποτελέσματα πολλών αεροπορικών επιχειρήσεων, δεν φαίνεται να αρκεί για να εξισορροπήσει το συνολικό κόστος της πράσινης μετάβασης.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν και ενθαρρυντικές ενδείξεις. Ορισμένοι αναλυτές προτείνουν να αξιοποιηθεί η πρόσκαιρη οικονομική «ανάσα» από τα φθηνότερα καύσιμα, ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις σε SAF και νέες τεχνολογίες. Είναι μια πρόταση που βλέπει πιο μακριά και όχι μόνο στο άμεσο κέρδος.
Την ίδια ώρα, ορισμένες αναδυόμενες αγορές, όπως η Ινδία, παρουσιάζουν τεράστια δυναμική ανάπτυξης στον κλάδο των αερομεταφορών. Οι τοπικές αεροπορικές εταιρείες προχωρούν σε πάνω από δύο χιλιάδες νέες παραγγελίες, γεγονός που ενισχύει την πεποίθηση ότι η ζήτηση για αεροπορικά ταξίδια όχι μόνο θα παραμείνει, αλλά θα αυξηθεί, άρα και η ανάγκη για έναν πιο βιώσιμο τρόπο λειτουργίας θα γίνει ακόμη πιο επιτακτική.
Το μήνυμα που προκύπτει από όλες αυτές τις εξελίξεις είναι πως η μετάβαση σε μια πιο «πράσινη» αεροπορία δεν μπορεί να αφεθεί αποκλειστικά στις ίδιες τις εταιρείες. Απαιτεί συντονισμένη δράση με επενδύσεις, ξεκάθαρη στρατηγική, τεχνολογική πρόοδο και νομοθετικό πλαίσιο που θα ενθαρρύνει τη βιώσιμη επιλογή χωρίς να τιμωρεί υπερβολικά τον επιβάτη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.