«Είστε η πρώτη γενιά που μεγάλωσε χωρίς θρησκεία, χωρίς επανάσταση και χωρίς ήρωες»! Αυτό ήταν μια σημαδιακή φράση του Ντάγκλας Κούπλαντ, από το ετερόκλητο, υβριδικό μυθιστόρημα του “Generation X: Tales for an Accelerated Culture” ή “Γενιά Χ: Ιστορίες για έναν επιταχυμένο πολιτισμό”, που όχι μόνο ονοματοδότησε μια ολόκληρη γενιά, αλλά και αποτύπωσε τον υπαρξιακό της παλμό με ακρίβεια που αγγίζει το προφητικό.
«Φοβάσαι τον θάνατο. Αλλά ακόμη περισσότερο, φοβάσαι πως δεν ζεις. Υπάρχει διαφορά» γράφει αλλού ο πικρός, ούτε επαναστάτης, αλλά ούτε ρομαντικός Καναδός συγγραφέας, με ματιά σχεδόν κλινικά ψυχρή, αλλά και βαθιά ανθρώπινη, εκφράζοντας εκείνους, που γεννήθηκαν μεταξύ 1965 και 1980 και που αντί για όραμα, κληρονόμησαν ειρωνεία! Στις σελίδες του Generation X, που κυκλοφόρησε και εντυπωσίασε το 1991, οι νέοι, ακόμα τότε, δεν ηρωοποιούνταν, αλλά παρουσιάζονταν γυμνοί, με ανασφάλειες, πρόωρη κόπωση και ένα διαρκές αίσθημα λίγου.
Και μ αυτή την ίδια αίσθηση μεγάλωσαν -μεγαλώσαμε!- και τον τελευταίο καιρό, σ όλο το κόσμο, πληθαίνουν αυτά τα γενικευμένα δημοσιεύματα περί σιωπηλής ή -ακόμα χειρότερα- χαμένης γενιάς. Η Daily Telegraph δημοσιεύει εκτενές αφιέρωμα με τίτλο «Η Γενιά Χ αντιμετωπίζει ένα άνευ προηγουμένου ψυχικό δίλημμα – ιδού γιατί». Η Wall Street Journal αναλύει σε μεγάλης εκάστης και αίσθησης άρθρο το θέμα «Καθώς η Γενιά Χ πλησιάζει τη συνταξιοδότηση, η πραγματικότητα παραμένει σκληρή». Η The Times δημοσιεύει το «Γενιά Χ: οι μεσήλικες ψηφοφόροι που η πολιτική ξέχασε» και η Wikipedia στην Ιαπωνία κάνει εγκυκλοπαιδικό σχεδόν λίμα το «Η χαμένη γενιά: οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της γενιάς Χ στην Ιαπωνία». Οι αρθρογράφοι των παραπάνω μέσων και άλλοι πολλοί σε όλο τον κόσμο, ανήκουν σ αυτή την ηλικιακή ομάδα και ενώ το τέλος της εργασιακής, τουλάχιστον, ημέρας πλησιάζει, όλοι συναντιούνται σε έναν κοινό τόπο διαπίστωσης για την Γενιά Χ, που δεν επαναστάτησε, αλλά έμαθε να υπομένει, νωρίς και σιωπηλά, την απώλεια των υποσχέσεων που δεν της δόθηκαν ποτέ. Διάχυτη είναι στα αμέτρητα κείμενα η παραδοχή πως υπήρξαν γεννημένοι πολύ αργά για ουτοπίες και πολύ νωρίς για hashtags. Και πως έμαθαν να μην περιμένουν πολλά. Και αυτό ίσως είναι το πιο βαθύ τους, βαθύ μας, τραύμα.
Δεν διαδηλώνουν, δεν κάνουν θόρυβο στα social media, δεν σηκώνουν πανό σε ακτιβιστικές διεκδικήσεις. Και όμως, κάπου ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη που κρατούν τις επιχειρήσεις σε τροχιά και στους ανθρώπους που σηκώνουν τις οικογένειες και τα γηρατειά στους ώμους τους, η Γενιά Χ ζει τη δική της κρίση. Σιωπηλή, επίμονη, και σχεδόν αόρατη. Η Γενιά Χ, εκείνοι που είναι από 45 έως 60 ετών, δεν είναι εύκολο να περιγραφούν με γενικεύσεις, όπως κανείς μας άλλωστε, δεν χωρά σε τέτοιες. Σχηματικά όμως, κουβαλάνε την εποχή τους με παιδικά χρόνια που έζησαν αναλογικά, εφηβεία μεταβατική και ενηλικίωση με ελπίδα. Σήμερα βρίσκονται στην «πιο παραγωγική» φάση της ζωής τους, αλλά η πραγματικότητα μοιάζει λιγότερο ελκυστική από το αφήγημα.
Παγκοσμίως, η Γενιά Χ έχει χαρακτηριστεί ως η γενιά σάντουιτς και όχι μόνο γιατί βρίσκεται ανάμεσα στους φασαριόζους boomers και στους τεχνολογικούς και αλλόκοτους millennials, αλλά γιατί κυριολεκτικά συνθλίβεται από υποχρεώσεις. Έχει εργασία, παιδιά, γονείς, δάνεια, φροντίδα. Σύμφωνα με μελέτη της Medibank και της The Growth Distillery στην Αυστραλία, τα επίπεδα ψυχικής πίεσης είναι αυξημένα σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, ενώ η συναισθηματική φθορά παραμένει υποτιμημένη στη δημόσια σφαίρα. Οι ερευνητές αναφέρουν αυξημένα περιστατικά άγχους, ενοχής και αίσθησης «εγκλωβισμού». Δεν είναι μόνο θέμα συναισθημάτων, αλλά και αριθμών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, σχεδόν οι μισοί από τους Gen Xers θεωρούν ότι δεν θα μπορέσουν να συνταξιοδοτηθούν ποτέ με ασφάλεια, σύμφωνα με έρευνα της Prudential Financial. Η ίδια μελέτη δείχνει ότι πάνω από το 40% δηλώνει πως στηρίζουν οικονομικά τόσο τα παιδιά τους, όσο και τους ηλικιωμένους τους γονείς. Αυτό δεν είναι απλώς ένδειξη κοινωνικής αλληλεγγύης και του πόσο καλοί άνθρωποι είναι, αλλά είναι ζήτημα εξάντλησης και εξουθένωσης.
Η ανθρωπότητα τα τελευταία χρόνια γοητεύτηκε από τη γενιά των millennials, από τη ριζοσπαστικότητα των Ζ και από την ισχύ των boomers. Η Gen Χ παρέμεινε σταθερή. Ίσως πολύ σταθερή. Όπως το έθεσε κάποτε ο κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σένετ, σε μια εποχή όπου οι βιογραφίες είναι κατακερματισμένες και η σταθερότητα θεωρείται ξεπερασμένη, η ταυτότητα φθείρεται. Η Γενιά Χ το γνωρίζει καλά αυτό. Δεν έψαξε να «βρει το πάθος της», όπως συνηθίζει να προτρέπει η κουλτούρα του LinkedIn, αλλά κοίταξε να σταθεί στα πόδια της. Και αν, τελικά, αυτό αποδείχθηκε σπάνια αρετή, στάθηκε και εξουθενωτικό. Σύμφωνα με στοιχεία της Marsh McLennan, σχεδόν το 44% των εργαζομένων δηλώνουν ότι βρίσκονται σε συνεχή πίεση, με τη Γενιά Χ να βρίσκεται στην κορυφή των ηλικιακών ομάδων που βιώνουν υπερκόπωση και αμφιβολία για την επαγγελματική πορεία τους. Η εργασία δεν προσφέρει πια αναγνώριση ή ανάπτυξη, αλλά λειτουργεί συχνά ως ακόμη ένα μέτωπο μάχης.
Στην Ελλάδα, το πρόσωπο της Γενιάς Χ φέρει τα σημάδια τριών δεκαετιών χρηματοπιστωτικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης. Είναι η γενιά που εισήλθε στην αγορά εργασίας λίγο πριν την έκρηξη των Ολυμπιακών προσδοκιών και της ένταξης στην ΟΝΕ. Πίστεψε ότι θα ανέλθει κοινωνικά με τις σπουδές και την εργασία. Αντί για αυτό, ήρθε αντιμέτωπη με την απορρύθμιση της αγοράς, την ανεργία των 40άρηδων και την αδυναμία αποταμίευσης. Σύμφωνα με έρευνα του FINRA Foundation, πάνω από το 45% των Gen Xers δηλώνει ότι ζει με οικονομική ανασφάλεια, ενώ η αποταμίευση για συνταξιοδότηση παραμένει ισχνή. Η μελέτη καταγράφει πως, παρότι οι περισσότεροι έχουν επαγγελματική εμπειρία δεκαετιών, δυσκολεύονται να συντηρήσουν ένα ασφαλές οικονομικό απόθεμα. Κι όμως, η ισορροπία δεν είναι άγνωστη λέξη. Έρευνα της Zety δείχνει ότι το 86% των εργαζομένων της Γενιάς Χ δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην ισορροπία μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής. Είναι πρόθυμοι να αφήσουν μια εργασία που καταπατά τα όρια, ακόμη και χωρίς εναλλακτική. Αυτό δεν είναι αδυναμία, αλλά στάση ζωής με ωριμότητα και σοβαρότητα και με συνειδητοποίηση ότι η ζωή δεν είναι μόνο καριέρα, ούτε μόνο καθήκον.
Ίσως το πρόβλημα είναι ότι στη Γενιά Χ δεν αρέσει να «πουλάει». Δεν υιοθετεί ρητορικές μεγάλων αλλαγών, ούτε ποζάρει σε εξώφυλλα για το «νέο πρόσωπο της επιτυχίας». Είναι όμως αυτή που κουβαλά, σιωπηλά, τους μηχανισμούς. Ο Μίλαν Κούντερα έγραψε το μυθιστόρημα του με τον εξαίσιο τίτλο «Η ζωή είναι αλλού», ως ειρωνική αναφορά στο σύνθημα που φέρεται να είχε γράψει ο ίδιος ο Αρτούρος Ρεμπώ στους τοίχους, κατά την Παρισινή Κομμούνα το 1871, το «La vie est ailleurs». Κι ίσως αυτή η γενιά, η Gen X, να αισθάνεται περισσότερο από κάθε άλλη πως η ζωή, ή η υπόσχεση μιας ουσιαστικής, εκδοχής της, διαρκώς μετατίθεται, πάντα λίγο πιο πέρα, πάντα κάπου αλλού.
Ίσως, τελικά, το πιο βαθύ αποτύπωμα της Γενιάς Χ να μην είναι ότι έζησε θεαματικά, αλλά ότι άντεξε. Ότι στήριξε, οργάνωσε, έμεινε όρθια όταν όλα γύρω άλλαζαν με φρενίτιδα και απρόβλεπτα. Κι αυτό, σε μια εποχή εξάντλησης, ψηφιακού θορύβου και άσκοπης υπερπροβολής, είναι ένα παράδειγμα πιο σπάνιο και πιο πολύτιμο απ’ όσο δείχνει.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.