HΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να έδωσαν τα χέρια σε μια εμπορική συμφωνία, αποφεύγοντας τα… χειρότερα, δεν είναι όμως όλοι το ίδιο αισιόδοξοι για το πόσο μπορεί να κρατήσει η «ειρήνη».
Στις 27 Ιουλίου 2025, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο Ντόναλντ Τραμπ, σε μια ασυνήθιστη πολιτική σκηνή μεταξύ… προπονήσεων γκολφ στη Σκωτία, κατέληξαν σε μια εμπορική συμφωνία που επιχειρεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών.
Πρόκειται για μια συμφωνία με άμεσες επιπτώσεις σε χιλιάδες επιχειρήσεις, εκατομμύρια θέσεις εργασίας και δισεκατομμύρια ευρώ που διακινούνται καθημερινά διαμέσου του Ατλαντικού.
Μια «ανάσα» στα όρια του συμβιβασμού
Η βασική επιδίωξη αυτής της συμφωνίας είναι η σταθεροποίηση των εμπορικών ροών μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη.
Μετά από μια μακρά περίοδο αβεβαιότητας και απειλών για αυξημένους δασμούς, η συμφωνία περιορίζει τη δασμολογική επιβάρυνση για τα ευρωπαϊκά προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ σε ένα ενιαίο ανώτατο όριο 15%.
Αυτός ο νέος κανόνας αφορά κρίσιμους τομείς όπως τα αυτοκίνητα, τα φαρμακευτικά προϊόντα και οι ημιαγωγοί, προϊόντα δηλαδή που είχαν στοχοποιηθεί από την αμερικανική πολιτική Τραμπ ως αιτία για το εμπορικό έλλειμμα της χώρας.
Ειδική πρόβλεψη υπάρχει και για στρατηγικά ευρωπαϊκά προϊόντα, με επαναφορά των δασμών σε προ κρίσης επίπεδα για αεροσκάφη, ανταλλακτικά, χημικά και φάρμακα από την 1η Αυγούστου 2025.
Παράλληλα, θεσμοθετείται συνεργασία για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας υπερπαραγωγής σε χάλυβα, αλουμίνιο και χαλκό, έναν τομέα όπου η Κίνα διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο.
Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου οι δύο πλευρές να έρθουν σε συμφωνία, υπάρχουν παραχωρήσεις από την ευρωπαϊκή πλευρά. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η κατάργηση των -ήδη χαμηλών- δασμών που επιβάλλονται στα αμερικανικά βιομηχανικά προϊόντα, το άνοιγμα της αγοράς σε αλιευτικά προϊόντα όπως ο σολομός και ο μπακαλιάρος της Αλάσκας, καθώς και σε «μη ευαίσθητες» γεωργικές εξαγωγές των ΗΠΑ όπως το σογιέλαιο, το κακάο και τα μπισκότα.
Μείζονος σημασίας είναι και η δέσμευση της ΕΕ να ενισχύσει τις εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων από τις ΗΠΑ, ύψους 750 δισ. ευρώ την επόμενη τριετία, μια κίνηση που αποσκοπεί στη σταδιακή απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Συγχρόνως, υπάρχει πρόβλεψη για ευρωπαϊκές επενδύσεις στις ΗΠΑ ύψους 550 δισ. ευρώ έως το 2029, ενώ θα ενισχυθεί η συνεργασία στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και των κρίσιμων πρώτων υλών.
Ανακούφιση, καχυποψία, απογοήτευση
Η αντίδραση των αγορών και πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ήταν αρχικά θετική. Η συμφωνία αποτρέπει μια κατά μέτωπο σύγκρουση εμπορικών δασμών και δίνει μια ορατή «ανάσα» στις επιχειρήσεις και στις αγορές, μετά από χρόνια εντάσεων.
Ωστόσο, όσο εξετάζονται οι λεπτομέρειες της συμφωνίας, τόσο αυξάνεται η επιφυλακτικότητα. Στη Γαλλία, ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Μπενζαμέν Χαντάντ μίλησε για μια «προσωρινή σταθερότητα», αλλά και για «ανισόρροπη συμφωνία».
Επισήμανε ότι εξαιρούνται από τους δασμούς τομείς σημαντικοί για τη γαλλική οικονομία, όμως ταυτόχρονα εξέφρασε την ανάγκη άμεσης αναζήτησης μιας πιο ισότιμης εμπορικής σχέσης με τις ΗΠΑ.
Η αντιπολίτευση στη Γαλλία ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Από την Αριστερά ως την Ακροδεξιά, τα σχόλια κάνουν λόγο για ευρωπαϊκή υποχώρηση. Ο Μελανσόν και οι βουλευτές της Ανυπότακτης Γαλλίας χαρακτηρίζουν τη συμφωνία «συνθηκολόγηση», ενώ η Μαρίν Λεπέν μιλά για «ηθικό και πολιτικό φιάσκο», συγκρίνοντάς τη αρνητικά με τους όρους του Brexit.
Στην Ιταλία, η κυβέρνηση Μελόνι κράτησε αποστάσεις. Ο ΥΠΕΞ Ταγιάνι σχολίασε θετικά το γεγονός της συμφωνίας, αλλά ανέφερε πως «πρέπει να εξεταστούν όλες οι λεπτομέρειες». Ακόμη και η Μελόνι, που διατηρεί στενές σχέσεις με τον Τραμπ, κράτησε φειδωλό τόνο.
Στη Γερμανία, η Καγκελαρία εμφανίστηκε ικανοποιημένη, όμως η αντίδραση των βιομηχανικών ενώσεων ήταν ιδιαιτέρως ψυχρή. Η Ομοσπονδία Χημικών Βιομηχανιών χαρακτήρισε τη συμφωνία «καταιγίδα αντί για τυφώνα», αλλά τόνισε ότι το κόστος της είναι υψηλό.
Η BDI, η μεγαλύτερη βιομηχανική ένωση της Γερμανίας, έκανε λόγο για έναν «ανεπαρκή συμβιβασμό» που στέλνει «λάθος μήνυμα» στην παγκόσμια αγορά.
Γιατί όλοι φοβούνται ότι η συμφωνία μπορεί να μην κρατήσει
Πίσω από την πολιτική ετικέτα της «συμφωνίας σταθερότητας», πολλοί βλέπουν ένα εύθραυστο οικοδόμημα. Η συμφωνία δεν είναι νομικά δεσμευτική και αφήνει πολλά «γκρίζα» σημεία.
Επιπλέον, οι δασμοί των 15% παραμένουν σαφώς υψηλότεροι από τον μέσο όρο των προϋπαρχουσών εμπορικών συνθηκών που βρισκόταν κοντά στο 1,5%.
Η αμερικανική πλευρά μπορεί να βλέπει τη συμφωνία ως νίκη, κυρίως επειδή απέσπασε δασμολογικές παραχωρήσεις και ενεργειακές δεσμεύσεις από την ΕΕ, αλλά αυτό σημαίνει ότι το βάρος έπεσε περισσότερο στην ευρωπαϊκή πλάστιγγα.
Αν ληφθεί υπόψη το πολιτικό στυλ του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος συχνά απειλεί, υπαναχωρεί ή επαναδιαπραγματεύεται συμφωνίες με βάση το εκάστοτε πολιτικό του συμφέρον, τότε τίποτα δεν είναι εγγυημένο.
Η Κομισιόν ελπίζει ότι η συμφωνία θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη εμβάθυνση των εμπορικών σχέσεων στο μέλλον. Όμως αυτή η ελπίδα δεν στηρίζεται σε θεσμικές εγγυήσεις.
Το γεγονός ότι η συμφωνία ανακοινώθηκε σε καλοκαιρινό timing, σε ημι-ανεπίσημο τόνο και με δηλώσεις ενθουσιασμού από τη μία πλευρά και συγκατάβασης από την άλλη, δεν αποπνέει σιγουριά για μακροχρόνια σταθερότητα.
Επιπλέον, το πολιτικό κλίμα στις ΗΠΑ είναι ρευστό. Ο Τραμπ ενδέχεται να αντιμετωπίσει νέα εμπόδια, εντός και εκτός κόμματος, στην εφαρμογή των δεσμεύσεών του. Οι δασμοί, αν και περιορισμένοι, θα επηρεάσουν τις αμερικανικές επιχειρήσεις και καταναλωτές, με άγνωστες πολιτικές συνέπειες.
Τέλος, αν η ΕΕ δεν δει ουσιαστικά ανταλλάγματα σε τομείς όπως η τεχνολογία, η φορολογία των ψηφιακών γιγάντων ή η πράσινη μετάβαση, τότε η σημερινή συμφωνία μπορεί να εξελιχθεί σε ακόμα μία χαμένη ευκαιρία ή, χειρότερα, σε σημείο πολιτικής σύγκρουσης στο μέλλον.
Εκεχειρία αλλά όχι ειρήνη
Η συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ της 27ης Ιουλίου είναι μια προσωρινή εκεχειρία στον εμπορικό πόλεμο που απειλούσε να φουντώσει ξανά.
ΗΠΑ και Ε.Ε. δεν μοιράζονται κοινή στρατηγική
Προσφέρει μια αίσθηση κανονικότητας και σταθερότητας, αλλά χωρίς εγγυήσεις μακροβιότητας. Είναι το αποτέλεσμα πολιτικού ρεαλισμού όχι όμως κοινής στρατηγικής.
Εάν η συμφωνία αυτή πρόκειται να επιβιώσει και να εξελιχθεί, θα χρειαστεί περισσότερη διαφάνεια, θεσμική κατοχύρωση και κυρίως πολιτική βούληση και από τις δύο πλευρές.
Μέχρι τότε, πρόκειται απλώς για μια ανάσα. Και κανείς δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.