Οι επενδύσεις στον ελληνικό τουρισμό το 2025 κινούνται με ιδιαίτερη δυναμική, αναδεικνύοντας μια πλευρά του κλάδου που δείχνει να μην επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις της ζήτησης. Μέσα σε λίγους μήνες εγκρίθηκαν τρία στρατηγικά έργα με συνολικό προϋπολογισμό που υπερβαίνει το 1,2 δισεκατομμύριο ευρώ, τα οποία αναμένεται να αλλάξουν τον χάρτη της τουριστικής ανάπτυξης σε περιοχές με διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά με κοινό στόχο να προσελκύσουν ταξιδιώτες υψηλού εισοδήματος και να εντάξουν την Ελλάδα στον διεθνή ανταγωνισμό της πολυτελούς φιλοξενίας.
Το μεγαλύτερο από αυτά είναι το Nautilus Project στον λιμένα ΝΑ.ΒΙ.ΠΕ. Πλατυγιαλίου Αστακού, που υλοποιείται από την Astakos Terminal (συμφερόντων Alpha Bank και Τράπεζας Πειραιώς), με συνολικό προϋπολογισμό 524 εκατομμυρίων ευρώ. Το σχέδιο προβλέπει τη μετατροπή του λιμένα σε σημείο υποδοχής mega yachts με 350 θέσεις ελλιμενισμού, εκ των οποίων οι 105 θα είναι ειδικά διαμορφωμένες για σκάφη άνω των σαράντα μέτρων. Παράλληλα, περιλαμβάνει την ανάπτυξη πολυτελών κατοικιών, ξενοδοχειακών υποδομών, εμπορικών εγκαταστάσεων και τη δημιουργία Επιχειρηματικού Πάρκου, ώστε να αναδειχθεί σε ολοκληρωμένο τουριστικό και επιχειρηματικό κόμβο, τοποθετώντας την περιοχή στον διεθνή χάρτη του θαλάσσιου τουρισμού υψηλών προδιαγραφών.
Στην Πελοπόννησο, στην Ερμιονίδα, δρομολογείται το Kilada Hills Resort, με βασικό επενδυτή τη Hydra Rock Real Estate (συμφερόντων Ιωάννη Β. Βαρδινογιάννη). Η επένδυση, ύψους 474,6 εκατομμυρίων ευρώ, αφορά την ανάπτυξη ενός πολυτελούς και αειφόρου θερέτρου που θα περιλαμβάνει ξενοδοχειακή μονάδα πέντε αστέρων με 100 κλίνες, 49 βίλες, τρεις επαύλεις υψηλών προδιαγραφών και club αναψυχής με αθλητικές εγκαταστάσεις και εστιατόρια. Το έργο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη βιωσιμότητα, ενσωματώνοντας τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας και φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές, ενώ αναμένεται να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για ολόκληρη την περιοχή.
Το τρίτο έργο αφορά το Six Senses Megalonisos, που υλοποιείται από την GH Hotel and Tourism στους Πεταλιούς της νότιας Εύβοιας, με προϋπολογισμό 224 εκατομμυρίων ευρώ. Το υπερπολυτελές οικολογικό θέρετρο θα διαθέτει χωρητικότητα 300 κλινών, με 20 βίλες και 75 δωμάτια –εκ των οποίων πέντε ειδικά διαμορφωμένα για άτομα με κινητικές δυσκολίες– καθώς και υποδομές ευεξίας, spa, εστιατόρια, beach club και καταστήματα. Στόχος είναι η διαφοροποίηση της περιοχής από τον μαζικό τουρισμό και η ανάδειξή της σε προορισμό υψηλών προδιαγραφών στη διεθνή αγορά, ενώ εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει περίπου 300 νέες θέσεις εργασίας.
Το κοινό στοιχείο όλων αυτών των έργων είναι η στρατηγική επιλογή της διαφοροποίησης και της δημιουργίας προϊόντων που απευθύνονται σε ταξιδιώτες υψηλού εισοδήματος, με στόχο όχι μόνο την αύξηση των αφίξεων αλλά και τη βελτίωση της ποιότητας της εμπειρίας. Η κατεύθυνση αυτή θεωρείται κρίσιμη για την επόμενη φάση ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού, καθώς η απλή αύξηση του όγκου επισκεπτών δεν επαρκεί για να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του κλάδου. Πέρα από την αναβάθμιση των υποδομών, οι επενδύσεις αυτές φέρνουν και άμεσα οφέλη στις τοπικές κοινωνίες, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και τόνωση των περιφερειακών οικονομιών.
Την ίδια στιγμή, όμως, η φετινή τουριστική σεζόν εμφανίζει πιο αντιφατική εικόνα. Οι αφίξεις αυξάνονται περίπου κατά 5% σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία αεροδρομίων και τουριστικών φορέων, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα παραμένει από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, τα έσοδα δεν κινούνται με την ίδια δυναμική. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι θα διαμορφωθούν περίπου στα περσινά επίπεδα, χωρίς να τα ξεπεράσουν. Σε αρκετά νησιά οι πληρότητες των ξενοδοχείων άγγιξαν το 100%, ωστόσο η πίεση στις τιμές, κυρίως λόγω κρατήσεων τελευταίας στιγμής, μειώνει την απόδοση ανά δωμάτιο.
Το φαινόμενο των υψηλών αφίξεων χωρίς αντίστοιχη αύξηση εσόδων αναδεικνύει ότι το ζητούμενο δεν είναι μόνο πόσοι επισκέπτες έρχονται αλλά και πόσα τελικά αφήνει ο καθένας τους στη χώρα. Η στροφή σε έργα πολυτελείας και σε υποδομές που απευθύνονται σε πιο απαιτητικά κοινά φαίνεται να αποτελεί απάντηση σε αυτή την πρόκληση. Αντί η Ελλάδα να στηρίζεται αποκλειστικά στον όγκο, επιδιώκει να επενδύσει σε ποιοτικότερο τουριστικό προϊόν που θα αντέξει στον χρόνο και θα θωρακίσει τον κλάδο απέναντι σε κρίσεις.
Ουσιαστικά, το 2025 λειτουργεί ως καθρέφτης δύο πραγματικοτήτων. Από τη μια πλευρά η βραχυπρόθεσμη πίεση στα έσοδα και από την άλλη η μακροπρόθεσμη προοπτική που χτίζεται μέσα από μεγάλες στρατηγικές επενδύσεις. Αν οι δύο όψεις καταφέρουν να συνδεθούν αρμονικά, ο ελληνικός τουρισμός μπορεί να περάσει σε ένα νέο κεφάλαιο ανάπτυξης, πιο ισορροπημένο και βιώσιμο.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.