31 Οκτ 2025
READING

Ισχυρή ζήτηση για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια – Άνοδος 18% το επτάμηνο

4 MIN READ

Ισχυρή ζήτηση για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια – Άνοδος 18% το επτάμηνο

Ισχυρή ζήτηση για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια – Άνοδος 18% το επτάμηνο

Η στέγη παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά ζητήματα στην Ελλάδα και το 2025 η δυναμική της αγοράς ακινήτων έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο τον ρόλο της τραπεζικής χρηματοδότησης.

Οι συνεχείς αυξήσεις στις τιμές των κατοικιών καθιστούν για τα περισσότερα νοικοκυριά αδύνατη την απόκτηση σπιτιού χωρίς δάνειο. Το αποτέλεσμα είναι η επιστροφή της στεγαστικής πίστης στο επίκεντρο, έπειτα από μια μακρά περίοδο που η ζήτηση είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Αυτή η μεταστροφή δεν προκύπτει μόνο από την ανάγκη, αλλά και από την ύπαρξη κρατικών εργαλείων, όπως το πρόγραμμα «Σπίτι Μου ΙΙ». Το μέτρο αυτό, που απευθύνθηκε σε άτομα έως 50 ετών, συγκέντρωσε δεκάδες χιλιάδες αιτήσεις και έδειξε το μέγεθος της ζήτησης. Παρότι δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει όλους όσοι αναζήτησαν στήριξη, λειτούργησε ενισχυτικά, δημιουργώντας κλίμα εμπιστοσύνης και αισιοδοξίας, που μεταφέρθηκε άμεσα στην τραπεζική αγορά.

Οι αριθμοί της Τράπεζας της Ελλάδος αποτυπώνουν καθαρά αυτή την αλλαγή. Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2025 οι νέες συμβάσεις στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων έφτασαν τα 2,16 δισεκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για άνοδο 18% σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2024, αφού το ποσό είναι αυξημένο κατά 353 εκατομμύρια ευρώ. Το επίπεδο αυτό αποτελεί την καλύτερη επίδοση έντεκα ετών και προσεγγίζει εκείνη του 2014, χρονιά–σταθμό για τις χορηγήσεις προς τα νοικοκυριά. Μετά από μια δεκαπενταετία διαρκούς υποχώρησης, η αγορά δείχνει να περνά σε μια νέα φάση, πιο ισορροπημένη και πιο κοντά στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών.

Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η διαφοροποίηση στη σύνθεση των δανείων. Ενώ για πολλά χρόνια το μεγαλύτερο μέρος των χορηγήσεων αφορούσε την καταναλωτική πίστη, το 2025 η στεγαστική αποκτά εκ νέου πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι εκταμιεύσεις για αγορά κατοικίας ανήλθαν σε 1,06 δισεκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας εντυπωσιακή αύξηση 32% σε ετήσια βάση. Τα καταναλωτικά δάνεια, αντίθετα, κινήθηκαν ανοδικά, αλλά με μικρότερη ταχύτητα, φτάνοντας τα 1,097 δισεκατομμύρια ευρώ και καταγράφοντας άνοδο λίγο κάτω από το 10%. Έτσι, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, οι δύο κατηγορίες βρίσκονται σχεδόν στο ίδιο ύψος, με τις τράπεζες να εκτιμούν ότι μέχρι το τέλος της χρονιάς τα στεγαστικά θα αποκτήσουν προβάδισμα. Αν συμβεί αυτό, θα πρόκειται για μια εξέλιξη που αλλάζει τον χάρτη της λιανικής τραπεζικής.

Η αλλαγή φαίνεται και στα υπόλοιπα δάνεια. Το καλοκαίρι η συνολική μεταβολή για τα δάνεια ιδιωτών κυμάνθηκε ανάμεσα στο μισό και στα επτά δέκατα της ποσοστιαίας μονάδας. Στη στεγαστική πίστη το αρνητικό ποσοστό περιορίστηκε στο 1%, από το 3% που καταγραφόταν πέρυσι, δείχνοντας ότι το χαρτοφυλάκιο έχει σχεδόν εξισορροπήσει. Αντίθετα, στα καταναλωτικά δάνεια η αύξηση ξεπέρασε το 6%, αποδεικνύοντας ότι η κατηγορία αυτή διατηρεί τη δυναμική της, ακόμη κι αν δεν κινείται με τους ίδιους ρυθμούς με τα στεγαστικά. Η σύγκλιση των δύο κατηγοριών δημιουργεί για τις τράπεζες νέες συνθήκες ισορροπίας και ταυτόχρονα αυξημένες ευκαιρίες.

Για τον τραπεζικό κλάδο, η επιστροφή της ζήτησης στα δάνεια των νοικοκυριών σημαίνει άμεση τόνωση της οργανικής κερδοφορίας. Οι τόκοι από τα νέα δάνεια και οι προμήθειες που συνοδεύουν τις χορηγήσεις ενισχύουν σημαντικά τα έσοδα. Αυτό επιτρέπει στις διοικήσεις να σχεδιάζουν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση την επόμενη τριετία. Ήδη έχουν τεθεί στόχοι για περαιτέρω ανάπτυξη της λιανικής πίστης έως το 2027, με βάση τα υψηλά αποθέματα ρευστότητας, το βελτιωμένο οικονομικό περιβάλλον και την αύξηση των εισοδημάτων. Η συγκυρία θεωρείται ιδιαίτερα ευνοϊκή, καθώς οι τράπεζες διαθέτουν τα μέσα να υποστηρίξουν με ασφάλεια μια τέτοια στρατηγική.

Καθοριστική σημασία έχει και η πορεία των επιτοκίων. Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη και η σταθεροποίηση των euribor κοντά στο 2% έχουν προσφέρει τη δυνατότητα για πιο προσιτές χρηματοδοτήσεις. Τον Ιούλιο το μέσο επιτόκιο νέων στεγαστικών δανείων διαμορφώθηκε στο 3,52 %, περίπου μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο από το αντίστοιχο περσινό επίπεδο. Η μείωση αυτή δεν είναι αμελητέα, καθώς μειώνει αισθητά το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων και διευρύνει τον αριθμό των νοικοκυριών που μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση.

Η εικόνα που διαμορφώνεται συνολικά δείχνει ότι η δεκαπενταετής περίοδος συρρίκνωσης της λιανικής πίστης ανήκει στο παρελθόν. Οι τράπεζες, αξιοποιώντας τη ζήτηση για στέγη, την κρατική στήριξη και τις καλύτερες συνθήκες κόστους χρήματος, βρίσκονται μπροστά σε μια νέα φάση ανάπτυξης. Για την κοινωνία, η αναθέρμανση της στεγαστικής πίστης σημαίνει ότι περισσότερες οικογένειες αποκτούν ξανά πρόσβαση  στην ιδιοκατοίκηση. Για την οικονομία συνολικά, σημαίνει έναν νέο κύκλο δραστηριότητας που δεν περιορίζεται στον τραπεζικό τομέα, αλλά επεκτείνεται σε ολόκληρη την κτηματαγορά και σε δεκάδες άλλους κλάδους που εξαρτώνται από αυτήν.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.