Η τιμή της ενέργειας στην Ευρώπη δείχνει να σταθεροποιείται, χωρίς όμως να επιστρέφει στα επίπεδα πριν από την κρίση. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για το πρώτο εξάμηνο του 2025, το ενεργειακό κόστος των ευρωπαϊκών νοικοκυριών παραμένει σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το 2021, ακόμη κι αν οι έντονες διακυμάνσεις των προηγούμενων ετών έχουν υποχωρήσει. Η σταθερότητα αυτή φαίνεται να είναι φαινομενική, καθώς το βάρος των φόρων και των εισφορών στους λογαριασμούς αυξάνεται ξανά, περιορίζοντας τα οφέλη από τη μικρή πτώση των χονδρικών τιμών.
Η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώθηκε στα 28,72 ευρώ ανά 100 kWh το πρώτο εξάμηνο του έτους, ελαφρώς μειωμένη από τα 28,87 ευρώ του δευτέρου εξαμήνου του 2024. Αν και η μεταβολή δεν ξεπερνά το μισό της εκατοστιαίας μονάδας, υποδηλώνει την αργή αποκλιμάκωση των τιμών μετά την ενεργειακή αναταραχή που προκάλεσε η ρωσοουκρανική κρίση. Το ουσιαστικότερο πρόβλημα όμως βρίσκεται αλλού, καθώς το μερίδιο των φόρων και εισφορών στους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε στο 27,6% από 24,7% έξι μήνες νωρίτερα. Με άλλα λόγια, η μείωση των τιμών προ φόρων δεν μεταφέρθηκε στον καταναλωτή, ο οποίος συνεχίζει να πληρώνει σχεδόν τα ίδια ποσά με πέρυσι.
Οι αποκλίσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη παραμένουν μεγάλες και αντανακλούν τόσο το ενεργειακό μείγμα κάθε χώρας όσο και τις εθνικές πολιτικές επιδοτήσεων. Η Γερμανία εξακολουθεί να είναι η ακριβότερη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ με 38,35 ευρώ ανά 100 kWh, ενώ ακολουθεί το Βέλγιο (35,71 ευρώ) και η Δανία (34,85 ευρώ). Στην αντίθετη πλευρά βρίσκονται η Ουγγαρία με 10,40 ευρώ, η Μάλτα με 12,44 ευρώ και η Βουλγαρία με 13 ευρώ. Το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία και η Πολωνία κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις σε σχέση με ένα χρόνο πριν, ενώ οι μεγαλύτερες μειώσεις σημειώθηκαν στη Σλοβενία, τη Φινλανδία και την Κύπρο.
Η Ελλάδα κινείται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με μέση τιμή περίπου 28 ευρώ ανά 100 kWh. Σε σχέση με τα εισοδήματα, το ρεύμα στην Ελλάδα παραμένει ακριβό. Αν υπολογιστεί σε μονάδα αγοραστικής δύναμης, η τιμή φτάνει τα 27,85, δείχνοντας ότι η πραγματική επιβάρυνση για τα νοικοκυριά είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι υποδηλώνουν οι ονομαστικές τιμές. Η Τσεχία, η Πολωνία και η Ιταλία είναι οι χώρες όπου η ηλεκτρική ενέργεια θεωρείται ακριβότερη με βάση το διαθέσιμο εισόδημα, ενώ η Μάλτα, η Ουγγαρία και η Φινλανδία εμφανίζονται ως οι πιο προσιτές.
Στην περίπτωση του φυσικού αερίου, η εικόνα είναι κάπως πιο θετική. Η μέση τιμή του μειώθηκε κατά 8,1% και διαμορφώθηκε στα 11,43 ευρώ ανά 100 kWh, έναντι 12,44 ευρώ το δεύτερο εξάμηνο του 2024. Όπως επισημαίνει η Eurostat, οι τιμές επιστρέφουν πλέον στα επίπεδα πριν από το 2022, γεγονός που δείχνει το τέλος της πιο οξείας φάσης της ενεργειακής κρίσης. Ωστόσο, το ποσοστό των φόρων και εισφορών αυξήθηκε ελαφρά στο 31,1% από 30%, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι κρατικές επιδοτήσεις μειώνονται και η στήριξη των νοικοκυριών περιορίζεται σταδιακά.
Οι διαφορές μεταξύ των χωρών παραμένουν έντονες και στο φυσικό αέριο.
Στη Σουηδία η μέση τιμή φτάνει τα 21,30 ευρώ ανά 100 kWh, στην Ολλανδία τα 16,17 ευρώ και στη Δανία τα 13,06 ευρώ, ενώ στις φθηνότερες αγορές συγκαταλέγονται η Ουγγαρία με 3,07 ευρώ, η Κροατία με 4,61 ευρώ και η Ρουμανία με 5,59 ευρώ. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν στην Εσθονία, τη Βουλγαρία και τη Σουηδία, ενώ σημαντικές μειώσεις σημειώθηκαν στη Σλοβενία, την Αυστρία και την Τσεχία.
Αν εξεταστούν οι τιμές σε σχέση με την αγοραστική δύναμη, οι πιο ακριβές χώρες για το φυσικό αέριο είναι η Σουηδία, η Πορτογαλία και η Ολλανδία, ενώ οι πιο προσιτές η Ουγγαρία, η Κροατία και το Λουξεμβούργο. Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ με δείκτη 10,61, επιβεβαιώνοντας ότι, αν και οι τιμές ονομαστικά δεν είναι από τις υψηλότερες, το ενεργειακό βάρος για τα ελληνικά νοικοκυριά παραμένει σημαντικό.
Η συνολική εικόνα δείχνει μια ευρωπαϊκή αγορά που σταδιακά ανακάμπτει, χωρίς όμως να έχει επιστρέψει στην κανονικότητα. Οι ονομαστικές τιμές σταθεροποιούνται, αλλά οι φόροι και οι εισφορές ανακτούν το μερίδιό τους, ενώ οι αποκλίσεις ανάμεσα στις χώρες παραμένουν έντονες. Η ενεργειακή κρίση μπορεί να έχει κοπάσει, όμως οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που ανέδειξε εξακολουθούν να υφίστανται.
Για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, το κόστος ενέργειας παραμένει ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες που επηρεάζουν το διαθέσιμο εισόδημα, την κατανάλωση και, τελικά, την ποιότητα ζωής. Η σταθερότητα των τιμών δεν συνεπάγεται ανακούφιση, καθώς η πραγματική επιβάρυνση για τα νοικοκυριά εξακολουθεί να είναι υψηλή, σε μια περίοδο που οι ανάγκες για ενέργεια αυξάνονται, ενώ οι προοπτικές για ουσιαστική αποκλιμάκωση των τιμών παραμένουν αβέβαιες.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.