Η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των χωρών με τη χαμηλότερη πρόσβαση σε στεγαστικά δάνεια στην Ευρώπη, γεγονός που αντικατοπτρίζει πόσο βαθιά έχει επηρεάσει η δεκαετής κρίση τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και τις τράπεζες.
Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Housing in the European Union» για το 2025, η χώρα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το ποσοστό των νοικοκυριών που διαθέτουν ενεργό στεγαστικό δάνειο. Η Επιτροπή σημειώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να ακολουθούν συντηρητική πολιτική χορηγήσεων, διατηρώντας αυστηρά κριτήρια αξιολόγησης και περιορισμένα όρια δανεισμού, γεγονός που συγκρατεί το ύψος των στεγαστικών οφειλών πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η εικόνα αυτή είναι αποτέλεσμα της μακράς οικονομικής ύφεσης που σημάδεψε τη χώρα την προηγούμενη δεκαετία. Η απώλεια εισοδημάτων, η αβεβαιότητα και η επιφυλακτικότητα του τραπεζικού συστήματος απέναντι στη στεγαστική πίστη διαμόρφωσαν μια κουλτούρα οικονομικής «αυτοπροστασίας», όπου η απόφαση για δανεισμό έγινε δύσκολη και η χορήγηση δανείων πιο περιορισμένη. Στο μεταξύ, οι τιμές των κατοικιών συνέχισαν να αυξάνονται, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα των νοικοκυριών να αποκτήσουν σπίτι με τραπεζική στήριξη.
Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβεβαιώνει ότι η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια παραμένει υποτονική, καθώς οι τράπεζες εξακολουθούν να εφαρμόζουν αυστηρά κριτήρια αξιολόγησης και προσεκτική πολιτική χορηγήσεων. Παρά τη σταθεροποίηση της οικονομίας, η αβεβαιότητα γύρω από τα επιτόκια και οι υψηλές τιμές των ακινήτων εξακολουθούν να λειτουργούν αποτρεπτικά, περιορίζοντας την πιστωτική δραστηριότητα. Η αγορά κινείται με βραδύτητα, δείχνοντας ότι η ανάκαμψη της στεγαστικής πίστης απαιτεί χρόνο και σταθερότερο περιβάλλον χρηματοδότησης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι ελληνικές τράπεζες εφαρμόζουν μια από τις πιο προσεκτικές πολιτικές δανεισμού στην ΕΕ.
Το ανώτατο ποσοστό χρηματοδότησης για αγορά πρώτης κατοικίας φτάνει έως το 90% της αξίας του ακινήτου, ενώ για κάθε άλλη περίπτωση δεν ξεπερνά το 80%. Ταυτόχρονα, το ποσοστό του εισοδήματος που μπορεί να διατεθεί για την αποπληρωμή του δανείου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 50% για την πρώτη κατοικία και το 40% για τις υπόλοιπες. Οι παράμετροι αυτοί λειτουργούν ως δικλείδες ασφάλειας, αποτρέποντας την υπερχρέωση των νοικοκυριών και συμβάλλοντας στη σταθερότητα του συστήματος.
Η Κομισιόν επισημαίνει ότι η συντηρητική πολιτική των ελληνικών τραπεζών έχει ενισχύσει την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κατατάσσοντας τη χώρα στις πιο σταθερές της ΕΕ. Ο αντικυκλικός κεφαλαιακός δείκτης παραμένει στο 0,25%, επίπεδο χαμηλό αλλά ικανό να απορροφήσει ενδεχόμενους κραδασμούς. Ωστόσο, η σταθερότητα αυτή έχει και κόστος, καθώς περιορίζει τη ροή χρηματοδότησης, ιδιαίτερα για τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα που δυσκολεύονται ολοένα περισσότερο να αποκτήσουν κατοικία χωρίς τραπεζικό δανεισμό.
Η Ελλάδα διαθέτει, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα ευρύ φάσμα εργαλείων για τη στήριξη της ιδιοκατοίκησης, όπως κρατικές εγγυήσεις, προγράμματα επιδοτούμενων δανείων και φορολογικά κίνητρα για την κύρια κατοικία. Παράλληλα, οι ρυθμίσεις για υπερχρεωμένα νοικοκυριά συνέβαλαν στη μείωση των κινδύνων, αν και η εφαρμογή τους έχει καταστήσει πιο επιλεκτική τη διαδικασία δανειοδότησης.
Η στεγαστική κουλτούρα της χώρας εξακολουθεί να βασίζεται στην ιδιοκατοίκηση χωρίς δανεισμό, μια τάση που ενισχύθηκε μετά την κρίση. Παρότι το συνολικό ιδιωτικό χρέος παραμένει χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, η εξάρτηση από τα μεταβλητά επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια παραμένει υψηλή. Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε η προσφορά σταθερού επιτοκίου, ωστόσο η διάρκειά του είναι μικρότερη από ό,τι στη Δυτική Ευρώπη, συνήθως από ένα έως πέντε έτη, όταν σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Γαλλία οι δανειακές συμβάσεις ξεπερνούν τα δεκαπέντε. Ως αποτέλεσμα, οι Έλληνες δανειολήπτες παραμένουν ιδιαίτερα ευάλωτοι στις διακυμάνσεις του Euribor και στις αποφάσεις της ΕΚΤ.
Η δανειοληπτική ικανότητα των νοικοκυριών έχει επίσης επιδεινωθεί, καθώς η άνοδος των επιτοκίων απορρόφησε τα οφέλη από την οριακή αύξηση των εισοδημάτων. Οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται ταχύτερα από τους μισθούς, μειώνοντας την προσιτότητα και εντείνοντας τις κοινωνικές ανισότητες. Η Κομισιόν επισημαίνει ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον μεταξύ των χωρών όπου η στέγαση παραμένει από τις δυσκολότερες στην Ευρώπη, παρά τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η ανάκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολουθεί να είναι προβληματική, με τη χώρα να εμφανίζει το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, περίπου 0,4%, και μέσο χρόνο επίλυσης που ξεπερνά το 1,5 έτος. Το υψηλό δικαστικό κόστος, σε συνδυασμό με την αργή εκκαθάριση, αποτρέπει τις τράπεζες από την επέκταση του δανεισμού, καθώς η πιθανότητα ανάκτησης κεφαλαίων σε περίπτωση αθέτησης είναι περιορισμένη.
Στην Ευρώπη, η εποχή του φθηνού δανεισμού αποτελεί παρελθόν. Τα επιτόκια αγοράς κατοικίας αυξήθηκαν ραγδαία από 1,3% το 2021 σε 4,1% δύο χρόνια αργότερα, προτού υποχωρήσουν ελαφρά γύρω στο 3,3% το 2025. Η ανατροπή αυτή περιόρισε θεαματικά τις νέες χορηγήσεις και τις συναλλαγές στην αγορά ακινήτων, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Σε χώρες εκτός ευρώ, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, το κόστος δανεισμού ξεπέρασε το 9%, ενώ σε πιο σταθερές οικονομίες, όπως η Μάλτα και η Βουλγαρία, τα επιτόκια παρέμειναν πολύ χαμηλότερα.
Μέσα σε αυτό το νέο οικονομικό περιβάλλον, η Ελλάδα καλείται να διατηρήσει μια λεπτή ισορροπία. Η προσεκτική τραπεζική πολιτική εξασφαλίζει τη σταθερότητα που αποκαταστάθηκε με κόπο μετά την κρίση, όμως η περιορισμένη πρόσβαση στη στεγαστική πίστη καθιστά ολοένα πιο δύσκολη την απόκτηση κατοικίας, ιδιαίτερα για τους νέους. Το ζητούμενο πλέον είναι να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας που θα επιτρέπει την ασφαλή ενίσχυση της στεγαστικής χρηματοδότησης, χωρίς να διακυβευτεί η ανθεκτικότητα που η χώρα έχει οικοδομήσει τα τελευταία χρόνια.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.