Η Εθνική Τράπεζα, περίπου μια δεκαετία μετά την κορύφωση της μεγάλης τραπεζικής κρίσης και ύστερα από αρκετά χρόνια βαθιών ανακατατάξεων σε επίπεδο εποπτείας, δομής και εταιρικής διακυβέρνησης, μπαίνει πλέον σε μια φάση πλήρους κανονικότητας.
Η κερδοφορία της είναι ισχυρή, οι δείκτες της βρίσκονται σε ευρωπαϊκά υψηλά, οι επενδυτικοί οίκοι τη θεωρούν το σταθερότερο «ποιοτικό play» της ελληνικής αγοράς και το μετοχικό της προφίλ αλλάζει ριζικά καθώς περνά σχεδόν ολοκληρωτικά στα χέρια της αγοράς.
Μέσα σε αυτόν τον πυκνό μετασχηματισμό, το ερώτημα δεν είναι πλέον αν η Εθνική βγήκε από την κρίση, αφού αυτό είναι δεδομένο. Το πραγματικό ερώτημα είναι πού κατευθύνεται τώρα.
Η -σταδιακή- επιστροφή προς τον ιδιωτικό τομέα
Την περίοδο της τραπεζικής κρίσης, το κράτος ανέλαβε δράση για τη διάσωση των τραπεζών, μέσω ανακεφαλαιοποιήσεων και της συμμετοχής του ΤΧΣ.
Με την σταδιακή επιστροφή προς την κανονικότητα, το ελληνικό δημόσιο άρχισε να αποσύρει τις συμμετοχές του στις τράπεζες. Για την Εθνική Τράπεζα, η αρχή είχε γίνει ήδη το 2023, όταν η διάθεση του 22% του ΤΧΣ μέσω Δημόσιας Προσφοράς εξελίχθηκε στην πιο πετυχημένη τέτοιου είδους συναλλαγή στην Ευρώπη για τα τελευταία χρόνια.
Η ζήτηση υπήρξε εκρηκτική και συνοδεύτηκε από υπερκάλυψη άνω των οκτώ φορών, συμμετοχή κορυφαίων funds από ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο και έντονο ελληνικό ενδιαφέρον που οδήγησε σε άμεση ενίσχυση της εγχώριας κατανομής. Το τελικό τίμημα των 1,067 δισ. ευρώ και η τιμή των 5,30 ευρώ αποτύπωσαν τη νέα σχέση της αγοράς με την ΕΤΕ.
Έκτοτε το ποσοστό του ΤΧΣ υποχώρησε ακόμη περισσότερο, στο 8,39%, και στα τέλη του 2024 πέρασε στο Υπερταμείο (ΕΕΣΥΠ), μετά την κατάργηση του ΤΧΣ ως νομικής οντότητας. Με αυτόν τον τρόπο, η Εθνική βρίσκεται πλέον πιο κοντά από ποτέ σε μια πλήρως ιδιωτική μετοχική σύνθεση. Οι περιορισμοί και τα δεσμευτικά πλαίσια που χαρακτήρισαν τη μεταμνημονιακή εποχή περιορίζονται, ενώ η τράπεζα αποκτά έναν βαθμό ευελιξίας που τα προηγούμενα χρόνια θεωρούσε πολυτέλεια.
Το μήνυμα προς τις αγορές είναι καθαρό. Η Εθνική δεν είναι πλέον μια τράπεζα υπό κρατική αναδιάρθρωση αλλά ένας σύγχρονος όμιλος που λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και αντιμετωπίζεται ως τέτοιος από τους διεθνείς επενδυτές.
Η υπεραπόδοση στα οικονομικά αποτελέσματα
Το εννιάμηνο του 2025 επιβεβαιώνει ότι η κερδοφορία της Εθνικής δεν οφείλεται απλώς στον προηγούμενο κύκλο υψηλών επιτοκίων, αλλά σε μια πιο στέρεη και διατηρήσιμη δυναμική. Τα καθαρά κέρδη διαμορφώθηκαν κοντά στο 1 δισ. ευρώ, επίπεδο που ευθυγραμμίζεται με τον ετήσιο στόχο, ενώ τα κέρδη ανά μετοχή στα €1,40 δείχνουν ότι η απόδοση για τους μετόχους παραμένει σταθερή και προβλέψιμη. Η απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων κινήθηκε στο 15,6%, ελαφρώς πάνω από τον στόχο για το 2025, στοιχείο που φέρνει την Εθνική στις κορυφαίες τράπεζες της Ευρώπης σε όρους αποδοτικότητας.
Το εντυπωσιακό είναι ότι όλα αυτά επιτεύχθηκαν σε μια περίοδο όπου τα επιτόκια της αγοράς υποχώρησαν αισθητά, κατά περίπου 150 μονάδες βάσης. Παρ’ όλα αυτά, οι βασικές πηγές εσόδων παραμένουν ανθεκτικές. Η πιστωτική επέκταση τόσο σε νοικοκυριά όσο και σε επιχειρήσεις συνεχίστηκε με σταθερό ρυθμό, ενώ τα έσοδα από προμήθειες —ιδίως από επενδυτικές και αποταμιευτικές λύσεις— κινήθηκαν ανοδικά, στηρίζοντας την ευρύτερη εικόνα. Ο δείκτης κόστους προς έσοδα στο 32,8% επιβεβαιώνει ότι η τράπεζα διατηρεί υψηλή λειτουργική πειθαρχία, ακόμη και μέσα σε μια φάση έντονων επενδύσεων στον ψηφιακό της μετασχηματισμό.
Η ποιότητα του χαρτοφυλακίου παραμένει σε εξαιρετικό επίπεδο, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο 2,5%, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά που έχει καταγράψει η τράπεζα στη σύγχρονη ιστορία της. Η υψηλή κάλυψη των δανείων αυτών από προβλέψεις ενισχύει την εικόνα ενός ισολογισμού θωρακισμένου απέναντι σε ενδεχόμενες διακυμάνσεις της οικονομίας. Το κόστος κινδύνου, στις 41 μονάδες βάσης, κινείται εντός των στόχων και επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας.
Στο κεφαλαιακό πεδίο, η εικόνα είναι ακόμη πιο ισχυρή. Ο δείκτης CET1 στο 19% και ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας στο 21,8% κατατάσσουν την Εθνική στις πλέον εύρωστες τράπεζες της Ευρώπης. Το ίδιο ισχύει και για τον δείκτη MREL, ο οποίος στο 28,5% υπερβαίνει τον εποπτικό στόχο και λειτουργεί ως πρόσθετο «δίχτυ ασφαλείας». Για τους διεθνείς οίκους, αυτά τα επίπεδα δεν αποτελούν απλώς μια ένδειξη σταθερότητας· συνιστούν στρατηγικό πλεονέκτημα, σε ένα περιβάλλον όπου πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες πιέζονται από αυστηρότερες ρυθμιστικές απαιτήσεις και ασταθείς αγορές ομολόγων.
Τι λένε οι ξένοι αναλυτές
Παρά το γεγονός ότι το τρίτο τρίμηνο ήταν ελαφρώς πιο αδύναμο από το αναμενόμενο λόγω υψηλότερων δαπανών και χαμηλότερων προμηθειών, οι οίκοι J.P. Morgan, Jefferies και Citi διατηρούν θετική στάση.
Η J.P. Morgan επισημαίνει το πλεονάζον κεφάλαιο των περίπου 2 δισ. ευρώ και εκτιμά ότι η τράπεζα θα μπορούσε να υποστηρίξει διανομές έως και 80% στο μέλλον. Διατηρεί σύσταση “Overweight” με τιμή-στόχο τα €15,00.
Από την πλευρά της, η Jefferies θεωρεί ότι η τράπεζα κινείται εντός στόχων, διατηρεί σύσταση “Buy” και τιμή-στόχο €15,50, τονίζοντας την προοπτική ROTE άνω του 15% και EPS €1,40 για το 2025, ενώ η Citi κρατά επίσης σύσταση “Buy”, με τιμή-στόχο €13,85 και συνολική απόδοση σχεδόν 9%, χαρακτηρίζοντας το αποτέλεσμα «ήπιο αλλά σταθερό», ενώ εντοπίζει θετική δυναμική στα κεφάλαια και στη διανομή μερισμάτων.
Όλες οι αναλύσεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η Εθνική έχει εξελιχθεί σε τράπεζα υψηλής ποιότητας, με ευρωπαϊκά standards, και ένα από τα πιο σαφή value plays της περιοχής.
Τσαμάζ και Rodriguez στο Διοικητικό Συμβούλιο
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται και από σημαντικές αλλαγές στο Διοικητικό Συμβούλιο. Η παραίτηση του Claude Piret λόγω απώλειας ανεξαρτησίας συνοδεύτηκε από την εκλογή δύο ηχηρών ονομάτων, του Μιχάλη Τσαμάζ και του Oscar Rodriguez.
Η προσθήκη δύο στελεχών με βαθιά εμπειρία –ο πρώτος σε μετασχηματισμούς και ψηφιακή καινοτομία, ο δεύτερος στη διαχείριση κινδύνων και την εταιρική διακυβέρνηση– ενισχύει περαιτέρω τη διοικητική ωριμότητα της τράπεζας.
Ο Rodriguez αναλαμβάνει και την προεδρία της Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων, επιβεβαιώνοντας ότι η Εθνική χτίζει ένα μοντέλο governance που εναρμονίζεται με τα υψηλότερα διεθνή πρότυπα.
Τι μαρτυρά η στρατηγική Μυλωνά
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η στρατηγική του CEO της Εθνικής Τράπεζας, Παύλου Μυλωνά, που παραμένει σταθερός στη γραμμή ότι η τράπεζα δεν θα κινηθεί σε εξαγορές για λόγους εντυπωσιασμού.
Η απάντησή του «no comment» όταν ρωτήθηκε για πιθανές κινήσεις στην Κύπρο δεν μαρτυρά απροθυμία για νέες κινήσεις αλλά ότι αν αυτές γίνουν θα είναι προσεκτικά σχεδιασμένες. Η διοίκηση αναζητεί ευκαιρίες που θα προσθέσουν αξία και όχι εξαγορές για το θεαθήναι.
Ταυτόχρονα, προανήγγειλε νέο πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου το πρώτο τρίμηνο του 2026, μια κίνηση που εντάσσεται στη μακροχρόνια στρατηγική βελτίωσης αποδοτικότητας.
Η εντυπωσιακή διανομή μερισμάτων και η σχέση μετόχων – τράπεζας
Την ίδια ώρα, η Εθνική προχωρά στο μεγαλύτερο ενδιάμεσο μέρισμα της αγοράς που θα φτάσει στα 200 εκατ. ευρώ στις 14 Νοεμβρίου.
Η πρόβλεψη για συνολική διανομή 60% των κερδών του 2025 παραμένει ενεργή και θα «κλειδώσει» με την ανακοίνωση των ετήσιων αποτελεσμάτων.
Με τα τρέχοντα επίπεδα κερδοφορίας, η σχέση μετόχων–τράπεζας μπαίνει σε μια νέα εποχή με τους μετόχους να απολαμβάνουν πλέον τα οφέλη μιας σταθερής, υπολογίσιμης και βιώσιμης διανομής.
Τα επόμενα βήματα
Η Εθνική δεν δείχνει να επαναπαύεται στα θετικά αποτελέσματα και σχεδιάζει το μέλλον. Στην προσπάθεια αυτή, έχει ήδη δεσμευτεί για εκτεταμένο τεχνολογικό μετασχηματισμό, με το νέο Core Banking System να ολοκληρώνεται στις αρχές του 2026.
Η ψηφιακή βοηθός «Sophia», οι πάνω από 4,4 εκατ. συνδρομητές στα ηλεκτρονικά κανάλια και η ενίσχυση των επενδυτικών προϊόντων δείχνουν τη μετάβαση προς μια νέα τραπεζική εμπειρία.
Η Εθνική βιώνει μία από τις πιο δυναμικές περιόδους της
Παράλληλα, η τράπεζα επενδύει σε έργα βιώσιμης ενέργειας, στηρίζει δημόσιες δομές μέσω πρωτοβουλιών μεγάλης κλίμακας και διατηρεί πρωταγωνιστικό ρόλο στο ESG.
Η Εθνική Τράπεζα βρίσκεται σήμερα σε μια από τις πιο δυναμικές περιόδους της ιστορίας της. Η πορεία προς μια πλήρως ιδιωτική δομή, η σταθερά υψηλή αποδοτικότητα, η ισχυρή κεφαλαιακή θέση και οι σαφείς στρατηγικές προτεραιότητες δημιουργούν μια εικόνα τράπεζας που όχι απλώς κατάφερε να ανακάμψει αλλά έχει περάσει σε μια νέα φάση ανάπτυξης.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.