23 Απρ 2025
READING

Μπορούμε να παράγουμε σχεδόν τα πάντα, αλλά εισάγουμε

4 MIN READ

Μπορούμε να παράγουμε σχεδόν τα πάντα, αλλά εισάγουμε

Μπορούμε να παράγουμε σχεδόν τα πάντα, αλλά εισάγουμε

Οι μεγάλες εισαγωγές προϊόντων στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα μιας σειράς οικονομικών και κοινωνικών παραμέτρων που αλληλοενισχύονται και διαμορφώνουν την αγορά της χώρας. Από τη μια πλευρά, η παγκοσμιοποίηση έχει καταστήσει τα προϊόντα ξένης προέλευσης πιο προσιτά και διαθέσιμα στους Έλληνες καταναλωτές, ενώ από την άλλη, η περιορισμένη εγχώρια παραγωγή, οι χαμηλές τιμές και οι εμπορικές συμφωνίες με χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ενισχύουν την τάση αυτή.

Η αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση και η ανάπτυξη των διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού, καθώς και η βελτίωση των μεταφορικών υποδομών, έχουν διευκολύνει την εισαγωγή προϊόντων από χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής, όπως η Κίνα, οι χώρες της Νότιας Ασίας και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η ροή προϊόντων σε χαμηλότερες τιμές έχει καταστήσει τα εισαγόμενα αγαθά πιο ελκυστικά για τους Έλληνες καταναλωτές, καθώς συχνά προσφέρονται σε πιο ανταγωνιστικές τιμές από τα εγχώρια προϊόντα.

Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών και η αντίστοιχη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών έχουν αυξήσει την ανάγκη για φθηνότερα αγαθά, γεγονός που έχει οδηγήσει σε μια στροφή προς τα εισαγόμενα προϊόντα, ανεξαρτήτως του αν αυτά προέρχονται από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλες περιοχές του κόσμου. Αυτός ο συνδυασμός οικονομικών πιέσεων και της τάσης προς την εξοικονόμηση έχει ενισχύσει την εξάρτηση από τα φθηνότερα εισαγόμενα προϊόντα.

Ένας άλλος παράγοντας που οδηγεί σε αυξημένες εισαγωγές είναι η έλλειψη ισχυρής εγχώριας παραγωγής. Παρά τις προσπάθειες να ενισχυθεί η παραγωγική ικανότητα της χώρας, η εγχώρια βιομηχανία παραμένει περιορισμένη, τόσο σε ποικιλία όσο και σε ποσότητα. Η Ελλάδα, λόγω των περιορισμένων φυσικών πόρων και της μειωμένης βιομηχανικής βάσης, είναι αναγκασμένη να στηρίζεται σε εισαγωγές για να καλύψει τις ανάγκες της αγοράς σε προϊόντα που δεν παράγονται εντός της χώρας ή παράγονται σε μικρές ποσότητες.

Η δομή της ελληνικής οικονομίας, η οποία βασίζεται κυρίως στις υπηρεσίες και τον τουρισμό, αντί για την βιομηχανία, συμβάλλει στην έλλειψη εγχώριων προϊόντων. Η περιορισμένη ανάπτυξη της τεχνολογίας και της καινοτομίας, σε συνδυασμό με την απουσία μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, καθιστούν δύσκολη την ανάπτυξη εγχώριων προϊόντων που να ανταγωνίζονται τα εισαγόμενα σε όρους ποιότητας και τιμής.

Η ελληνική αγορά επηρεάζεται επίσης από τις εμπορικές συμφωνίες που έχουν υπογραφεί με χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Κίνα και άλλες ασιατικές χώρες, οι οποίες επιτρέπουν την εισαγωγή προϊόντων σε χαμηλές τιμές χωρίς σημαντικούς δασμούς ή άλλους περιορισμούς. Αυτές οι συμφωνίες καθιστούν πιο συμφέρουσα την εισαγωγή προϊόντων από χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος, γεγονός που κάνει λιγότερο ελκυστική την παραγωγή στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως σημαντικός εμπορικός εταίρος της χώρας, διευκολύνει την εισαγωγή προϊόντων από τα κράτη-μέλη της μέσω της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου.

Η έλλειψη επενδύσεων στην ελληνική βιομηχανία και στην καινοτομία έχει εντείνει το κενό στην παραγωγή προϊόντων εγχώριας προέλευσης. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας στην εγχώρια παραγωγή έχει οδηγήσει πολλές ελληνικές επιχειρήσεις να στραφούν στις εισαγωγές, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς με προϊόντα που παράγονται πιο φθηνά σε άλλες χώρες, αντί να επενδύσουν στη βελτίωση της ποιότητας και των διαδικασιών παραγωγής τους.

Η ψυχολογία των Ελλήνων καταναλωτών έχει επηρεαστεί επίσης από τη συνεχιζόμενη παρουσία διεθνών προϊόντων στην καθημερινή ζωή. Η εξοικείωση των καταναλωτών με μεγάλες διεθνείς μάρκες, όπως και οι στρατηγικές μάρκετινγκ και διαφήμισης των εισαγόμενων προϊόντων, έχουν συμβάλει στην προτίμηση των καταναλωτών για τα προϊόντα αυτά. Ιδιαίτερα στους τομείς της μόδας, της τεχνολογίας και των καταναλωτικών αγαθών, η τάση για την αγορά εισαγόμενων προϊόντων έχει γίνει κυρίαρχη.

Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), το ποσοστό των ελληνικών προϊόντων στα καταστήματα λιανικής έχει μειωθεί δραματικά. Το 2024, μόλις το 36% των προϊόντων στα καταστήματα προέρχονται από εγχώρια παραγωγή, ενώ το υπόλοιπο 64% προέρχεται από άλλες χώρες, με την Κίνα και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στην αγορά. Η μείωση της εγχώριας παραγωγής εντείνεται σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, παρά τις κυβερνητικές πολιτικές για την ενίσχυση της παραγωγής.

Αυτή η τάση των αυξημένων εισαγωγών έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Το εμπορικό έλλειμμα και το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών επιβαρύνονται από τη συνεχιζόμενη εισροή φθηνών προϊόντων από το εξωτερικό, ενώ η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής ενισχύει την εξάρτηση από τις εισαγωγές.

Παρά τις πολιτικές και τις προσπάθειες ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής, οι Έλληνες καταναλωτές και οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να προτιμούν τα φθηνότερα εισαγόμενα προϊόντα, κάτι που καθιστά δύσκολη την επίτευξη μιας βιώσιμης και ανταγωνιστικής παραγωγικής βάσης στη χώρα.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.