Την τελευταία δεκαετία, ο ευρωπαϊκός ξενοδοχειακός χάρτης έχει μεταμορφωθεί, με τις επενδύσεις στον τομέα της φιλοξενίας να αυξάνονται σταθερά και να καταγράφουν σημαντικά μεγέθη σε μεγάλες πρωτεύουσες και ανερχόμενους προορισμούς.
Η ανάκαμψη του τουρισμού μετά την πανδημία, σε συνδυασμό με τη στροφή των ταξιδιωτών προς πιο προσωποποιημένες και υψηλής ποιότητας εμπειρίες, έχει ενισχύσει την τάση για νέα ξενοδοχειακά έργα, ανακαινίσεις και είσοδο διεθνών brands σε αγορές που θεωρούνται ώριμες ή αναπτυσσόμενες.
Στην Ευρώπη, πόλεις όπως το Λονδίνο, η Μαδρίτη, η Ρώμη και η Λισαβόνα παραμένουν παραδοσιακά κέντρα επενδυτικής δραστηριότητας, ωστόσο τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στροφή και προς άλλες αστικές περιοχές που συγκεντρώνουν τουριστική ζήτηση, πολιτιστικό ενδιαφέρον και προοπτικές ανάπτυξης. Τα πολυτελή καταλύματα, οι μονάδες boutique χαρακτήρα και τα ξενοδοχεία με ισχυρή τοπική ταυτότητα αποτελούν βασικούς στόχους των επενδυτών, που αναζητούν ακίνητα με δυνατότητες προστιθέμενης αξίας και μακροπρόθεσμης απόδοσης.
Μέσα σε αυτό το δυναμικό τοπίο, η Ελλάδα έχει καταφέρει να εδραιώσει τη θέση της ως μία από τις πιο ελκυστικές αγορές φιλοξενίας στην Ευρώπη. Οι ισχυρές επιδόσεις στον τουρισμό, η γεωγραφική ποικιλία, η ιστορική κληρονομιά και οι εναλλαγές προορισμών καθιστούν τη χώρα έναν ολοκληρωμένο ταξιδιωτικό προορισμό. Πέρα όμως από τις παραδοσιακές επενδύσεις στα νησιά και στους τουριστικούς προορισμούς, η μεγάλη στροφή των τελευταίων ετών αφορά την αναβάθμιση των αστικών κέντρων, με επίκεντρο την Αθήνα.
Η ελληνική πρωτεύουσα δεν αποτελεί πλέον απλώς στάση μετάβασης για τα νησιά, αλλά έχει αναδειχθεί σε αυτόνομο city break προορισμό, προσελκύοντας επισκέπτες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Οι επιδόσεις του 2024 αποδεικνύουν του λόγου το αληθές, καθώς σχεδόν 8 εκατομμύρια επισκέπτες έφτασαν στην Αθήνα, καταγράφοντας αύξηση άνω του 12% σε σχέση με το 2023 και σχεδόν 25% πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα. Η διεθνής αναγνώριση ως «Europe’s Leading City Break Destination» δεν ήταν τυχαία, αλλά αποτέλεσε το αποκορύφωμα μιας στρατηγικής εξωστρέφειας, βελτίωσης υποδομών και εμπλουτισμού της τουριστικής εμπειρίας.
Το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρο και στα οικονομικά στοιχεία του ξενοδοχειακού τομέα. Το 2024, η Αθήνα εμφάνισε τη μεγαλύτερη αύξηση τζίρου ξενοδοχείων στην Ευρώπη, αγγίζοντας το +11,8%. Παράλληλα, η πληρότητα ανήλθε στο 78%, η μέση τιμή δωματίου στα 149 ευρώ και το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPAR) στα 116 ευρώ. Η επιτυχία αυτή τροφοδοτεί ένα νέο επενδυτικό κύμα που αλλάζει τον ξενοδοχειακό χάρτη της πόλης.
Το κέντρο της Αθήνας μετατρέπεται σε «εργοτάξιο φιλοξενίας», καθώς παλιά κτίρια, διατηρητέα και εγκαταλελειμμένα ακίνητα αποκτούν νέα ζωή μέσα από έργα αποκατάστασης και μετατροπής σε σύγχρονα καταλύματα. Περιοχές όπως η Ομόνοια, το Σύνταγμα, η Ακαδημίας και η Πλάκα συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον, συνδυάζοντας προσιτές επενδυτικές ευκαιρίες με υψηλή ζήτηση. Δεκάδες μικρές και μεσαίες μονάδες, αλλά και μεγαλύτερα έργα, με τη σφραγίδα διεθνών αλυσίδων, βρίσκονται σε φάση υλοποίησης ή προετοιμασίας.
Παράλληλα, μεγάλες επενδύσεις πολυτελείας βρίσκονται σε εξέλιξη ή ολοκληρώνονται, όπως η μεταμόρφωση ιστορικών ξενοδοχείων, η έλευση νέων διεθνών brands και η είσοδος νέων παικτών από το εξωτερικό. Το τοπίο διαμορφώνεται από έναν συνδυασμό boutique πολυτελών μονάδων, αλυσίδων με ισχυρή παρουσία στην Ευρώπη και εναλλακτικών μορφών διαμονής που απευθύνονται σε σύγχρονους ταξιδιώτες με αυξημένες απαιτήσεις.
Εκτός Αθήνας, η τάση επεκτείνεται και σε άλλες μεγάλες πόλεις και ανερχόμενους προορισμούς, όπως η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, το Ηράκλειο και τα Ιωάννινα. Παράλληλα, η Κρήτη, οι Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και το Ιόνιο παραμένουν δημοφιλείς για resort επενδύσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στην πολυτελή φιλοξενία, τα βιώσιμα concept και τις all-inclusive εμπειρίες.
Η μεγάλη πρόκληση για την ελληνική αγορά παραμένει η ισορροπία ανάμεσα στην ποσοτική ανάπτυξη και στην ποιότητα. Η ανάγκη για βιώσιμες επενδύσεις, η αναβάθμιση των υποδομών και η διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας του κάθε προορισμού βρίσκονται στο επίκεντρο της στρατηγικής που πρέπει να ακολουθηθεί τα επόμενα χρόνια. Οι επενδύσεις που ενσωματώνουν τοπικά χαρακτηριστικά, σέβονται το περιβάλλον και δημιουργούν προστιθέμενη αξία για την κοινότητα είναι αυτές που θα επιτύχουν σε βάθος χρόνου.
Συνολικά, η Ελλάδα φαίνεται να ακολουθεί την ευρωπαϊκή πορεία ανάπτυξης στον ξενοδοχειακό τομέα, με ιδιαίτερη έμφαση στην ποιότητα, την εμπειρία και τη διαφοροποίηση. Οι μεγάλες πόλεις, και κυρίως η Αθήνα, πρωταγωνιστούν στη νέα αυτή εποχή, όχι μόνο ως τουριστικοί προορισμοί, αλλά και ως σημεία συνάντησης επενδυτικού κεφαλαίου, αστικής ανανέωσης και πολιτισμικής ταυτότητας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.