Ο πρωτογενής τομέας αποτελεί διαχρονικά έναν από τους βασικότερους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, με πολυδιάστατη συμβολή στην απασχόληση, την περιφερειακή ανάπτυξη και την εθνική αυτάρκεια.
Σε ένα περιβάλλον έντονων προκλήσεων, από την κλιματική αλλαγή και το αυξανόμενο κόστος παραγωγής έως τη διεθνή αστάθεια, η ανάγκη για εκσυγχρονισμό και μετάβαση σε ένα πιο αποδοτικό και βιώσιμο αγροτικό μοντέλο είναι πλέον επιτακτική. Τα θερμοκήπια αναδεικνύονται ως ένα από τα σημαντικότερα μέσα για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας του τομέα, προσφέροντας νέες δυνατότητες σε παραγωγούς και τοπικές κοινωνίες.
Η θερμοκηπιακή καλλιέργεια έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τα δεδομένα στον αγροτικό χάρτη της χώρας. Παρέχει τη δυνατότητα συνεχούς παραγωγής, ανεξαρτήτως εποχής ή καιρικών συνθηκών, και επιτρέπει την πλήρη αξιοποίηση των εδαφικών και κλιματικών ιδιαιτεροτήτων της Ελλάδας. Η ελεγχόμενη παραγωγική διαδικασία οδηγεί σε προϊόντα υψηλής ποιότητας, με μικρότερη ανάγκη για φυτοφάρμακα και λιπάσματα, ενώ η σταθερότητα της παραγωγής επιτρέπει καλύτερο προγραμματισμό και διάθεση στην αγορά.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το 2024 υπήρξε μια χρονιά-ορόσημο για την ανάπτυξη του θερμοκηπιακού τομέα στην Ελλάδα. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν σημαντικά, τόσο σε κτιριακές υποδομές όσο και σε τεχνολογίες αιχμής. Η έκταση των θερμοκηπίων ξεπέρασε τα 48.000 στρέμματα σε εθνικό επίπεδο, με την Κρήτη, την Κεντρική Μακεδονία και τη Δυτική Ελλάδα να πρωτοστατούν. Η απόδοση των καλλιεργειών σε θερμοκήπιο είναι εντυπωσιακά υψηλότερη συγκριτικά με την υπαίθρια παραγωγή. Για παράδειγμα, στη ντομάτα, η μέση στρεμματική απόδοση φτάνει τους 13,5 τόνους εντός θερμοκηπίου, έναντι μόλις 3 τόνων σε υπαίθριες καλλιέργειες.
Η καινοτομία αποτελεί πλέον βασικό στοιχείο των σύγχρονων θερμοκηπιακών μονάδων. Η τεχνολογική πρόοδος έχει οδηγήσει στη δημιουργία «έξυπνων θερμοκηπίων», εξοπλισμένων με αισθητήρες για την παρακολούθηση των περιβαλλοντικών συνθηκών, αυτοματοποιημένα συστήματα ποτίσματος και λίπανσης, τεχνητό φωτισμό, εφαρμογές τηλεχειρισμού μέσω κινητού τηλεφώνου και υποδομές για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Αυτή η ψηφιακή μετάβαση δεν αποτελεί μόνο τεχνική αναβάθμιση, αλλά και αλλαγή φιλοσοφίας, με τον αγρότη να μετατρέπεται σταδιακά σε διαχειριστή δεδομένων και τεχνολογίας, ενώ η γεωργία καθίσταται πεδίο σύγκλισης της γνώσης, της επιστήμης και της επιχειρηματικότητας.
Ωστόσο, η δυναμική αυτή δεν είναι χωρίς εμπόδια. Πέρα από τις ανάγκες σε χρηματοδότηση και τεχνογνωσία, ο κλάδος αντιμετωπίζει χρόνιες και διαρθρωτικές δυσκολίες. Ένα από τα πιο πιεστικά προβλήματα είναι η έλλειψη εργατών γης, που επιδεινώνεται διαρκώς. Η εξάρτηση από εποχική εργασία, σε συνδυασμό με το γραφειοκρατικό και συχνά ανεπαρκές σύστημα αδειών διαμονής και απασχόλησης για εργαζόμενους τρίτων χωρών, δημιουργεί ανασφάλεια στους παραγωγούς και καθυστερεί τη συγκομιδή. Η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού όχι μόνο περιορίζει την επέκταση των εκμεταλλεύσεων, αλλά απειλεί τη βιωσιμότητα υπαρχουσών μονάδων, ακόμη και στις πιο προηγμένες.
Για την ενίσχυση του τομέα, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μέσω του Στρατηγικού Σχεδίου της ΚΑΠ 2023–2027 και της Παρέμβασης Π3-73-2.9, προχωρά το πρόγραμμα ενίσχυσης θερμοκηπιακών καλλιεργειών, με στόχο τον εκσυγχρονισμό και τη μετάβαση σε τεχνολογικά προηγμένες και πιο βιώσιμες πρακτικές. Σύμφωνα με το ΥΠΑΑΤ, ο προϋπολογισμός της πρόσκλησης (δημόσια δαπάνη) ανέρχεται στα 150.000.000 ευρώ, όπου με την υπερδέσμευση και την ιδιωτική συμμετοχή αναμένεται να ανέλθει σε 600 εκατ. ευρώ, ενώ συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και την Ελλάδα. Το ύψος των επιδοτήσεων μπορεί να φτάσει και το 70%, ειδικά στους νέους αγρότες όλης της χώρας.
Μέσα σε αυτό το δυναμικό περιβάλλον, τίθεται πλέον με μεγαλύτερη ένταση το ερώτημα αν μπορεί η ηπειρωτική Ελλάδα να ενισχύσει την παρουσία της στον θερμοκηπιακό χάρτη. Η απάντηση είναι θετική, και μάλιστα πολλά υποσχόμενη. Η ηπειρωτική χώρα διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως επαρκή διαθέσιμη γη, πρόσβαση σε υδάτινους πόρους και ενεργειακές λύσεις, ισχυρή γεωργική παράδοση και γειτνίαση με μεγάλα αστικά και εξαγωγικά κέντρα. Σε περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Δυτική Μακεδονία, η Αιτωλοακαρνανία ή η Ήπειρος, υπάρχει το κατάλληλο υπόβαθρο για τη δημιουργία οργανωμένων θερμοκηπιακών μονάδων που μπορούν να επωφεληθούν από τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία και να δημιουργήσουν τοπική προστιθέμενη αξία.
Με επένδυση στην τεχνογνωσία, συνεργασία μεταξύ παραγωγών, επίλυση του ζητήματος της εργασίας και αξιοποίηση της δημόσιας στήριξης, η ηπειρωτική Ελλάδα μπορεί να εξελιχθεί σε έναν δεύτερο, ισχυρό πυλώνα θερμοκηπιακής παραγωγής, δίπλα στις παραδοσιακά δυναμικές νησιωτικές και παραθαλάσσιες περιοχές. Αυτό όχι μόνο θα ενισχύσει τον εθνικό πρωτογενή τομέα, αλλά θα συμβάλει και στην ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.