23 Μάι 2025
READING

Πώς αλλάζει την ευρωπαϊκή αγορά η ανακατεύθυνση των κινεζικών εξαγωγών

4 MIN READ

Πώς αλλάζει την ευρωπαϊκή αγορά η ανακατεύθυνση των κινεζικών εξαγωγών

Πώς αλλάζει την ευρωπαϊκή αγορά η ανακατεύθυνση των κινεζικών εξαγωγών

Οι τελευταίες εμπορικές αποφάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, με την επιβολή αυξημένων δασμών σε μεγάλο εύρος κινεζικών προϊόντων, έχουν πυροδοτήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στο παγκόσμιο εμπόριο.

Η σημαντική αυτή ανατροπή επιβαρύνει το κόστος εισαγωγής στην αμερικανική αγορά και αναγκάζει τις κινεζικές επιχειρήσεις να αναζητήσουν εναλλακτικές εξαγωγικές διόδους για να διατηρήσουν το μερίδιό τους στη διεθνή αγορά. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, που εδώ και χρόνια χαρακτηρίζονται από ένταση και αμοιβαίες επιβαρύνσεις, έχουν πλέον φτάσει σε σημείο όπου οι αποφάσεις της μιας πλευράς μετατοπίζουν τον παγκόσμιο όγκο εμπορίου προς τρίτες περιοχές.

Σε αυτό το περιβάλλον, η Ευρώπη βρίσκεται σε θέση ευάλωτου παραλήπτη. Με τις ΗΠΑ να περιορίζουν την είσοδο κινεζικών προϊόντων, σημαντικός όγκος αυτών των εξαγωγών ανακατευθύνεται προς την ευρωπαϊκή αγορά. Παρότι, προς το παρόν, ένα μέρος των κινεζικών αποθεμάτων διοχετεύεται σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, ο εν δυνάμει κορεσμός αυτών των αγορών και η ευκολία πρόσβασης στις ευρωπαϊκές χώρες, καθιστούν την Ευρώπη τον πιθανό αποδέκτη ενός αυξανόμενου κύματος φθηνών προϊόντων.

Η ανησυχία ενισχύεται από τα τελευταία εμπορικά στοιχεία, τα οποία καταγράφουν σημαντική αύξηση στο εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το πρώτο τετράμηνο του 2025. Το πλεόνασμα αυτό ανήλθε σε 90 δισεκατομμύρια δολάρια, φτάνοντας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, υποδηλώνοντας όχι μόνο την ένταση του φαινομένου, αλλά και τη διαρκώς επισφαλή θέση της Ευρώπης στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Η αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής παραγωγικής βάσης σε ορισμένους τομείς, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση στη λήψη κοινών πολιτικών προστασίας ή εξισορρόπησης, δημιουργεί περιθώρια περαιτέρω εισροής εξαιρετικά ανταγωνιστικών προϊόντων από την Κίνα.

Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, αλλά και βασικούς κλάδους όπως τα μηχανήματα, τα ηλεκτρονικά, τα καταναλωτικά είδη και οι πρώτες ύλες, στους οποίους η Κίνα έχει εδραιώσει την υπεροχή της με όρους κόστους και εφοδιαστικής ταχύτητας. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η κατάσταση που παρατηρείται σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου το μερίδιο των κινεζικών προϊόντων στις εισαγωγές έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια. Στην Πολωνία, οι κινεζικές εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 19% στο πρώτο τρίμηνο του 2025, καλύπτοντας το 15,2% του συνόλου των εισαγωγών της χώρας, από 13,5% την ίδια περίοδο το 2024. Αντίστοιχα, στην Ισπανία, οι εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν κατά 22,4%, φτάνοντας τα 12,1 δισ. ευρώ, ενώ οι ισπανικές εξαγωγές προς την Κίνα διαμορφώθηκαν σε 2 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 24%.

Την ίδια στιγμή, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις βλέπουν τις θέσεις τους στην ίδια την κινεζική αγορά να συρρικνώνονται. Η εσωτερική κατανάλωση στην Κίνα μειώνεται, ενώ οι κινεζικές επιχειρήσεις προτιμούν ολοένα και περισσότερο εγχώριους προμηθευτές, ενισχύοντας τις δικές τους εφοδιαστικές αλυσίδες και απομακρύνοντας τους ευρωπαίους εξαγωγείς. Έτσι, η Ευρώπη καλείται να απορροφήσει αυξημένες εισαγωγές από την Κίνα, ενώ ταυτόχρονα χάνει εξαγωγικές ευκαιρίες προς αυτή.

Η εξέλιξη αυτή φέρνει στο προσκήνιο ένα ευρύτερο ερώτημα για τη στρατηγική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο παγκόσμιο εμπόριο. Η παρατεταμένη απουσία ενιαίας βιομηχανικής πολιτικής, η εξάρτηση από εξωτερικούς προμηθευτές και οι καθυστερήσεις στις επενδύσεις σε κρίσιμες τεχνολογίες, έχουν αφήσει το ευρωπαϊκό παραγωγικό μοντέλο ευάλωτο.

Παράλληλα, η εικόνα μεταβολής του εμπορικού ισοζυγίου δεν περιορίζεται στη σχέση με μία μόνο ευρωπαϊκή χώρα. Αντίστοιχες αυξήσεις στα εμπορικά πλεονάσματα της Κίνας παρατηρούνται και με άλλες οικονομίες, όπως η Ολλανδία, η οποία καταγράφει αύξηση στις κινεζικές εισαγωγές με ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι στις ευρωπαϊκές εξαγωγές, με την αναλογία να γέρνει σταθερά υπέρ του Πεκίνου. Η ανοδική πορεία των κινεζικών εξαγωγών προς τις αγορές αυτές καταδεικνύει τη γενικευμένη πίεση που ασκείται σε ολόκληρη την Ε.Ε. και όχι μόνο σε συγκεκριμένες βιομηχανικά ανεπτυγμένες περιοχές.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολο για την Ευρώπη να διατηρήσει τον ρόλο της ως ισχυρού εμπορικού «παίκτη» χωρίς να προχωρήσει σε επαναπροσδιορισμό πολιτικών. Η λήψη στοχευμένων μέτρων – είτε υπό μορφή στρατηγικών επενδύσεων, είτε μέσω έξυπνων εμπορικών φραγμών, είτε με ενίσχυση της παραγωγής εντός των συνόρων της Ένωσης – μοιάζει αναπόφευκτη. Διαφορετικά, ο κίνδυνος να υποβαθμιστεί η Ευρώπη σε αγορά διάθεσης ξένων προϊόντων, χωρίς επαρκή ισοδύναμη παραγωγική ισχύ, θα γίνει πραγματικότητα.

Η παρούσα συγκυρία λειτουργεί ως καμπανάκι για την ανάγκη πιο συλλογικής, γρήγορης και αποφασιστικής αντίδρασης. Η στρατηγική επιλογή δεν είναι πλέον ανάμεσα στο ελεύθερο ή προστατευμένο εμπόριο, αλλά ανάμεσα σε έναν παραγωγικά βιώσιμο ρόλο στο παγκόσμιο σύστημα ή σε έναν παθητικό ρόλο ως τελικός αποδέκτης των συνεπειών άλλων γεωοικονομικών συγκρούσεων.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.