Η τουριστική σεζόν του 2025 ξεκίνησε δυναμικά αλλά και με αντιφάσεις για τον ελληνικό ξενοδοχειακό κλάδο.
Από τη μία, τα στοιχεία δείχνουν θεαματική άνοδο στις τιμές των ξενοδοχείων και διεύρυνση της τουριστικής ζήτησης. Από την άλλη, ο κλάδος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις, μεταξύ των οποίων ελλείψεις προσωπικού, ανταγωνισμό από τα Airbnb και πίεση στις πληρότητες.
Το τοπίο διαμορφώνεται ρευστό, με την Ελλάδα να καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στις ευκαιρίες και τις απαιτήσεις ενός τουριστικού μέλλοντος που αλλάζει.
Απρίλιος με ρεκόρ στις τιμές και κάμψη στην πληρότητα
Ο Απρίλιος του 2025 επιβεβαίωσε την ανοδική τάση στις τιμές διαμονής. Η μέση τιμή δωματίου εκτινάχθηκε στα 109 ευρώ, ξεπερνώντας για πρώτη φορά το ψυχολογικό όριο των 100 ευρώ και παρουσιάζοντας αύξηση 12% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2024.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η αύξηση σε σύγκριση με τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, με άνοδο που άγγιξε το 35%.
Ωστόσο, η άνοδος αυτή δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση της πληρότητας. Το ποσοστό διαμορφώθηκε στο 49%, σημειώνοντας μικρή πτώση από το 50% του Απριλίου 2024.
Η κάμψη αποδίδεται κυρίως στον ταυτόχρονο εορτασμό του Πάσχα (Καθολικό και Ορθόδοξο), που οδήγησε σε άνοιγμα περισσότερων εποχικών ξενοδοχείων, αυξάνοντας την προσφορά.
Επιπλέον, η σταθερή αύξηση των διαθέσιμων καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης (Airbnb) πιέζει τις πληρότητες, με τις διαθέσιμες κλίνες σε τέτοια ακίνητα να ξεπερνούν πλέον το ένα εκατομμύριο.
Τι μαρτυρά το πρώτο τετράμηνο και η Αθήνα που κρατάει γερά
Σε κάθε περίπτωση, το διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου 2025 ήταν ενθαρρυντικό για τα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα για την Αθήνα, η οποία καταγράφει αξιοσημείωτη τουριστική ανθεκτικότητα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών-Αττικής και Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑΑ), η μέση πληρότητα διαμορφώθηκε στο 67,3%, ελαφρώς βελτιωμένη σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024.
Το πιο σημαντικό όμως είναι η αύξηση στη μέση τιμή δωματίου (ADR), η οποία έφτασε στα 136,24 ευρώ (+5,6%), και το αντίστοιχο έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPar), το οποίο διαμορφώθηκε στα 91,67 ευρώ (+7,4%).
Παρόλο που ο Απρίλιος του 2025 αποτέλεσε τον αποδοτικότερο μήνα για την πρωτεύουσα μέσα στο πρώτο τετράμηνο, οι επιδόσεις του υστερούν σε σύγκριση με τον περσινό.
Η μέση πληρότητα έπεσε στο 78,4% από 83,1% πέρυσι, ενώ το RevPar παρουσίασε μικρή πτώση στα 128,33 ευρώ από 130,01 ευρώ το 2024. Παρόλα αυτά, η μέση τιμή δωματίου παρουσίασε άνοδο στα 163,68 ευρώ από 156,52 ευρώ.
Το βλέμμα σε Ινδία, Κίνα και Αραβικό κόσμο
Το μέλλον του ελληνικού τουρισμού ίσως να γράφεται σε γλώσσες που μέχρι πρόσφατα δεν είχαν έντονη παρουσία στη χώρα μας.
Οι νέες μεγάλες τουριστικές δυνάμεις — Ινδία, Κίνα και τα κράτη του Κόλπου (όπως Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κατάρ) — υπόσχονται να αλλάξουν τα δεδομένα.
Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί καθώς πάνω από 100 εκατομμύρια Ινδοί αναμένεται να ταξιδεύουν στο εξωτερικό μέχρι το 2030, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός για τους Κινέζους φτάνει τα 250 εκατομμύρια.
Το 10% εξ αυτών στοχεύει την Ευρώπη, με την Ελλάδα να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία άνοδο στο ενδιαφέρον των Ινδών ταξιδιωτών, σύμφωνα με έρευνα της Mabrian.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η αύξηση της ζήτησης από αυτές τις περιοχές θα ενισχύσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού τουρισμού, επεκτείνοντας την τουριστική περίοδο, μειώνοντας την εξάρτηση από τη θερινή αιχμή και αυξάνοντας τα έσοδα, δεδομένου του υψηλού επιπέδου κατανάλωσης αυτών των τουριστών.
Το χρόνιο «αγκάθι» του προσωπικού
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τα ελληνικά ξενοδοχεία δεν είναι άλλη από τις ελλείψεις προσωπικού. Η φετινή σεζόν ξεκίνησε με εκτιμώμενο κενό περίπου 20%, δηλαδή 53.817 θέσεις που δεν έχουν καλυφθεί από τις 278.188 συνολικά προβλεπόμενες στα οργανόγραμματα.
Η κατάσταση παραμένει παρόμοια με το 2024, με ελαφρά βελτίωση, ωστόσο τα ποσοστά παραμένουν υψηλά ειδικά σε ξενοδοχεία 2 και 4 αστέρων.
Η καμαριέρα αναδεικνύεται ως η πιο περιζήτητη ειδικότητα, ενώ ελλείψεις καταγράφονται σε βασικά πόστα (σερβιτόροι, barista, receptionist) και σε εξειδικευμένα στελέχη (sommelier, sales manager, IT ειδικοί, γενικοί διευθυντές).
Η έλλειψη εκπαιδευμένων επαγγελματιών στις τελευταίες κατηγορίες αποτελεί τροχοπέδη στην αναβάθμιση της ποιότητας υπηρεσιών.
Ξένοι εργαζόμενοι και θεσμικά εμπόδια
Για να καλύψουν τα κενά, πολλές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις έχουν στραφεί στη λύση των μετακλητών εργαζομένων από τρίτες χώρες όπως Ινδία, Φιλιππίνες και Αίγυπτος.
Παρότι οι διαδικασίες έχουν επιταχυνθεί μετά από αρχικά εμπόδια (όπως η έκδοση ΑΦΜ), η λειτουργία της αγοράς εμποδίζεται από τη δυσκαμψία της εργασιακής νομοθεσίας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι εργαζόμενοι που επιθυμούν να εργάζονται σε δύο ξενοδοχεία για να καλύπτουν εβδομαδιαία ρεπό δεν επιτρέπεται νομικά, παρότι το επιθυμούν και οι ίδιοι και οι εργοδότες. Αυτό το θεσμικό κενό οδηγεί πολλές φορές σε άτυπες πρακτικές και αύξηση της “μαύρης εργασίας”.
Outsourcing: Μια ρεαλιστική απάντηση στις ελλείψεις
Μπροστά σε αυτές τις δυσκολίες, ο ξενοδοχειακός κλάδος στρέφεται όλο και περισσότερο στο outsourcing.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που δεν χρησιμοποιούν καθόλου εξωτερικούς συνεργάτες μειώθηκαν στο 21% από 32% το 2021. Η πιο συχνή outsourced υπηρεσία είναι η λογιστική, ωστόσο αυξάνεται το outsourcing και σε θέσεις πρώτης γραμμής, όπως οι καμαριέρες και το προσωπικό κουζίνας.
Πίεση στις υποδομές και ανάγκη για στρατηγικό σχεδιασμό
Με πρόσφατες δηλώσεις του, ο πρόεδρος της ΕΞΑΑΑ, Ευγένιος Βασιλικός, είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τις υποδομές. Όπως είχε αναφέρει, οι υψηλές επιδόσεις δεν πρέπει να γίνονται αιφνιδιαστικά αλλά να συνοδεύονται από έγκαιρο σχεδιασμό.
Η απουσία ενός σύγχρονου διεθνούς συνεδριακού κέντρου στην Αθήνα, τη στιγμή που η πόλη αναρριχάται στους παγκόσμιους συνεδριακούς χάρτες, είναι ενδεικτική.
Η Αθήνα χρειάζεται πιο λειτουργικές δημόσιες υποδομές, δίκτυα μεταφορών, υπηρεσίες καθαριότητας και ασφάλειας, που να ανταποκρίνονται στον αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών.
Οι τουρίστες του σήμερα δεν συμβιβάζονται και αναζητούν εμπειρίες υψηλής ποιότητας και περιμένουν από τις πόλεις να λειτουργούν αποδοτικά και ανθρώπινα.
Ανάπτυξη με ευθύνη και σχέδιο
Ο ελληνικός τουρισμός του 2025 δείχνει μια ώριμη πλέον βιομηχανία, με σαφή ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και στρατηγικές ευκαιρίες.
Η εκρηκτική άνοδος στις τιμές, το παγκόσμιο ενδιαφέρον για τον ελληνικό προορισμό και η ενίσχυση του brand “Ελλάδα” είναι ξεκάθαρα θετικές εξελίξεις.
Αναγκαία η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
Όμως, η επιτυχία αυτή πρέπει να στηριχτεί σε υποδομές, ανθρώπινο δυναμικό και ένα κανονιστικό πλαίσιο που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχικότητας και της ζήτησης.
Ο δρόμος για έναν βιώσιμο και ανταγωνιστικό ελληνικό τουρισμό περνάει μέσα από τη συνεργασία του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, την ευελιξία στην πολιτική απασχόλησης, την επένδυση στην εκπαίδευση προσωπικού και τη συνεχή αναβάθμιση των τουριστικών υπηρεσιών.
Το 2025 μπορεί να αποδειχθεί σταθμός για τον ελληνικό τουρισμό εφόσον όμως οι ευκαιρίες αξιοποιηθούν με σχέδιο και αποφασιστικότητα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.