Η παγκόσμια οικονομία εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την τεχνολογία και τις πράσινες μορφές ενέργειας και οι σπάνιες γαίες έχουν αναδειχθεί σε έναν από τους πιο κρίσιμους πόρους του 21ου αιώνα.
Αν και το όνομά τους παραπέμπει σε κάτι εξωτικό ή σπάνιο, οι σπάνιες γαίες δεν είναι σπάνιες ως προς την ύπαρξή τους στο φλοιό της Γης, αλλά ως προς τη δυνατότητα εξόρυξης, επεξεργασίας και εκμετάλλευσής τους. Πρόκειται για 17 χημικά στοιχεία, απαραίτητα σε πλήθος εφαρμογών αιχμής που συνδέονται με την καθημερινή ζωή, την τεχνολογική καινοτομία και την εθνική ασφάλεια των κρατών.
Τα μέταλλα αυτά είναι αναπόσπαστο μέρος των ηλεκτρονικών συσκευών, από smartphones και λάπτοπ μέχρι τηλεοράσεις και σκληρούς δίσκους, αλλά και κρίσιμα για την κατασκευή ανεμογεννητριών, ηλεκτρικών οχημάτων, μπαταριών λιθίου, φωτοβολταϊκών πάνελ και μαγνητών υψηλής ισχύος. Στον στρατιωτικό τομέα, χρησιμοποιούνται για την κατασκευή συστημάτων καθοδήγησης πυραύλων, ραντάρ, drones και άλλων προηγμένων οπλικών συστημάτων. Ουσιαστικά, ολόκληρη η πράσινη μετάβαση και η ψηφιακή επανάσταση στηρίζονται πάνω σε αυτά τα σπάνια στοιχεία.
Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο τεχνολογικό, αλλά είναι βαθύτατα γεωπολιτικό. Η Κίνα, όπως αναφέρει το Reuters, ήδη από τη δεκαετία του 1980, έχει επενδύσει συστηματικά στην απόκτηση κυρίαρχου ρόλου στον τομέα των σπάνιων γαιών, με αποτέλεσμα σήμερα να ελέγχει περίπου το 90% της παγκόσμιας παραγωγής και σχεδόν το σύνολο της ικανότητας επεξεργασίας.
Η μονοπωλιακή αυτή θέση δίνει στο Πεκίνο τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τις σπάνιες γαίες ως μοχλό πίεσης στην παγκόσμια γεωοικονομία. Η απόφαση της Κίνας, από τον Απρίλιο του 2025, να επιβάλει εμπάργκο στις εξαγωγές σπάνιων γαιών προς όλες τις χώρες, και όχι μόνο προς τις ΗΠΑ όπως παλιότερα, δημιούργησε σοβαρές αναταράξεις στις παγκόσμιες αγορές. Βιομηχανίες στην Ευρώπη, την Αμερική, την Ινδία και σε άλλες χώρες της Ασίας προειδοποιούν ότι οι ελλείψεις πρώτων υλών απειλούν άμεσα τη συνέχιση της παραγωγής τους, με τον κίνδυνο διακοπών ή καθυστερήσεων να είναι ορατός εντός εβδομάδων.
Οι επιπτώσεις είναι ιδιαίτερα αισθητές στην αυτοκινητοβιομηχανία. Μεγάλες εταιρείες όπως η General Motors, η Toyota, η Volkswagen και η Hyundai εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους στην Κίνα για να διασφαλίσουν την πρόσβαση στις αναγκαίες πρώτες ύλες. Η στρατηγική εξάρτηση φέρνει την υπόσχεση για «επαναπατρισμό της βιομηχανίας», που επανειλημμένα έχουν εξαγγείλει πολιτικοί στις ΗΠΑ, σε πλήρη αντίφαση με την πραγματικότητα της αλυσίδας εφοδιασμού.
Η εξάρτηση αυτή δεν αφορά μόνο τις εταιρείες παραγωγής τελικών προϊόντων. Η αμερικανική βιομηχανία μικροεπεξεργαστών, για παράδειγμα, βασίζεται σε προμηθευτές, όπως η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία, που επίσης εξαρτώνται από κινεζικές εξαγωγές. Αν το Πεκίνο επεκτείνει το εμπάργκο και προς αυτές τις χώρες, τότε δημιουργείται ένα παγκόσμιο ντόμινο διακοπών στην παραγωγή κρίσιμων τεχνολογικών αγαθών.
Η κατάσταση αποκαλύπτει με σαφήνεια πως οι σπάνιες γαίες αποτελούν την «αχίλλειο πτέρνα» της Δύσης. Αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι σπάνιες γαίες λειτουργούν σήμερα ως το αντίβαρο της Κίνας στην πίεση που δέχεται από τη Δύση μέσω του ελέγχου των μικροεπεξεργαστών και της τεχνολογίας.
Η πίεση είναι τέτοια, που ακόμη και το λόμπι των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για ενδεχόμενες διακοπές στην παραγωγή, αν δεν αποκατασταθεί η ροή πρώτων υλών. Σε αυτό το σκηνικό, η δημιουργία εναλλακτικών πηγών εξόρυξης, όπως στην Αυστραλία, τη Σουηδία ή τον Καναδά, είναι μια λύση μακροπρόθεσμη, αλλά δύσκολα εφαρμόσιμη άμεσα λόγω περιβαλλοντικών και τεχνολογικών προκλήσεων.
Η παγκόσμια εξάρτηση από τις σπάνιες γαίες και ο στρατηγικός έλεγχος που ασκεί η Κίνα στην εξόρυξη και επεξεργασία τους αποκαλύπτουν μια από τις πιο κρίσιμες αδυναμίες των σύγχρονων οικονομιών. Από τις αυτοκινητοβιομηχανίες και την αμυντική βιομηχανία μέχρι την παραγωγή ανανεώσιμων τεχνολογιών και συσκευών καθημερινής χρήσης, ολόκληρο το φάσμα της τεχνολογικής ανάπτυξης εξαρτάται από αυτά τα σπάνια αλλά απαραίτητα στοιχεία.
Το πρόσφατο εμπάργκο από το Πεκίνο λειτουργεί ως καμπανάκι κινδύνου για τη Δύση, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για επενδύσεις στην αυτάρκεια, τη διαφοροποίηση των προμηθευτών και τη δημιουργία στρατηγικών αποθεμάτων. Πέρα από το ζήτημα της προσφοράς, πρόκειται για ένα τεστ ανθεκτικότητας των βιομηχανικών οικονομιών και της ικανότητάς τους να διαχειριστούν τους γεωπολιτικούς κινδύνους στον 21ο αιώνα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.