Στην Ελλάδα, η ανακύκλωση πλαστικών εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, αναδεικνύοντας τις αδυναμίες τόσο του θεσμικού πλαισίου όσο και της επιχειρησιακής εφαρμογής της διαχείρισης αποβλήτων. Παρότι έχει υιοθετηθεί το μοντέλο της Διευρυμένης Ευθύνης του Παραγωγού, σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρήσεις που διαθέτουν προϊόντα συσκευασίας στην αγορά οφείλουν να συμμετέχουν στο κόστος της ανακύκλωσης, η εφαρμογή του παραμένει ελλιπής και τα αποτελέσματα υπολείπονται σημαντικά των προβλεπόμενων στόχων.
Ένα σημαντικό μέρος των παραγωγών αποφεύγει την εγγραφή στο Εθνικό Μητρώο, παρακάμπτοντας ουσιαστικά τις οικονομικές υποχρεώσεις. Η εισφοροδιαφυγή φτάνει, σύμφωνα με εκτιμήσεις, μέχρι και το 50%, στερώντας από το σύστημα τους απαραίτητους πόρους για να λειτουργήσει αποτελεσματικά.
Η απουσία ουσιαστικών, διαφανών και σταθερών ελέγχων έχει διαμορφώσει ένα τοπίο άναρχου ανταγωνισμού, όπου οι επιχειρήσεις που τηρούν τις υποχρεώσεις τους βρίσκονται σε μειονεκτική θέση απέναντι σε όσες τις αγνοούν ή τις παρακάμπτουν. Αυτή η θεσμική αστάθεια λειτουργεί αποτρεπτικά για κάθε σοβαρή επένδυση στον τομέα της ανακύκλωσης, καθώς η έλλειψη κανόνων και εποπτείας υπονομεύει την εμπιστοσύνη στην αγορά και περιορίζει τις δυνατότητες ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή, η ανακύκλωση παραμένει σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένη σε χαμηλής προστιθέμενης αξίας πρακτικές, χωρίς τη στήριξη σύγχρονων τεχνολογιών ανάκτησης και αξιοποίησης υλικών. Οι υφιστάμενες υποδομές κρίνονται ανεπαρκείς, ενώ η διαλογή στην πηγή εξακολουθεί να βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, μακριά από τα πρότυπα που απαιτούνται για την επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων. Η δρομολογημένη εφαρμογή του Συστήματος Επιστροφής Εγγύησης για τις πλαστικές συσκευασίες, στα τέλη του 2025, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει από μόνη της τη βαθιά δομική υστέρηση του συστήματος.
Στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, τα προβλήματα της Ελλάδας δεν είναι μεμονωμένα, αν και εμφανίζονται σε πιο οξυμμένη μορφή. Η ανακύκλωση πλαστικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια, ακόμη και σε χώρες με ανεπτυγμένη βιομηχανία. Παρά την πρόοδο σε επίπεδο νομοθεσίας και τη σαφή περιβαλλοντική στόχευση που εκφράζεται μέσα από την Πράσινη Συμφωνία και τον νέο Κανονισμό για τις Συσκευασίες, η παραγωγική ικανότητα ανακύκλωσης για βασικά υλικά, όπως το πολυαιθυλένιο υψηλής πυκνότητας και το πολυπροπυλένιο, παρέμεινε αμετάβλητη το 2023. Συνολικά, η δυναμικότητα της ΕΕ διατηρήθηκε στους 3,5 εκατομμύρια τόνους, χωρίς να καταγράφεται η αναμενόμενη αύξηση.
Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη, αν και θέτει υψηλούς στόχους για το 2030 και το 2040, αδυνατεί να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για την υλοποίησή τους. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλός, ενώ η ζήτηση για ανακυκλωμένα υλικά παραμένει περιορισμένη. Η αγορά αντιμετωπίζει προβλήματα που ξεκινούν από τη χαμηλή ποιότητα των συλλεγόμενων αποβλήτων, συνεχίζουν με το υψηλό κόστος παραγωγής και φτάνουν μέχρι τον αθέμιτο ανταγωνισμό από εισαγόμενα υλικά αμφιβόλου ποιότητας, που κυκλοφορούν χωρίς σαφείς ελέγχους και προδιαγραφές.
Η έλλειψη κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου επιτήρησης και πιστοποίησης έχει ως αποτέλεσμα την απορρύθμιση της αγοράς. Μονάδες που τηρούν τους κανόνες συχνά δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν φθηνότερες, αλλά μη συμμορφούμενες πρώτες ύλες. Αυτό λειτουργεί αποτρεπτικά για νέες επενδύσεις, οι οποίες είναι αναγκαίες όχι μόνο για να αυξηθεί η δυναμικότητα, αλλά και για να βελτιωθεί η ποιότητα του τελικού προϊόντος, ώστε να γίνει πιο ελκυστικό για χρήση από τις βιομηχανίες.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, αναδεικνύεται η ανάγκη για μια ουσιαστική αλλαγή προσέγγισης. Η εστίαση δεν μπορεί να παραμένει αποκλειστικά στην απαγόρευση χρήσης πλαστικών ή στη στοχοποίηση του υλικού ως περιβαλλοντικού εχθρού. Το ζήτημα είναι η διαχείριση μετά τη χρήση και η ενσωμάτωσή του σε ένα λειτουργικό και αποδοτικό μοντέλο κυκλικής οικονομίας. Τα πλαστικά παραμένουν αναντικατάστατα σε πολλούς τομείς, από την ιατρική μέχρι τις μεταφορές και την ενέργεια. Η εμπειρία της πανδημίας επιβεβαίωσε τη σημασία τους για την υγεία και την ασφάλεια. Επομένως, η λύση δεν βρίσκεται στην εξάλειψή τους, αλλά στη δημιουργία μιας νέας κουλτούρας διαχείρισης, βασισμένης σε υψηλής ποιότητας ανακύκλωση και υπεύθυνη παραγωγή.
Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμεί να πετύχει τη μετάβαση σε μια πραγματικά πράσινη και αυτάρκη οικονομία, θα πρέπει να πάψει να εξαρτάται από εισαγόμενα υλικά αβέβαιης προέλευσης. Η επένδυση σε δικές της υποδομές, η εναρμόνιση των κανόνων εποπτείας και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην αγορά ανακυκλωμένων υλικών είναι οι βασικές προϋποθέσεις.
Την ίδια στιγμή, χώρες όπως η Ελλάδα θα πρέπει να κάνουν ένα τολμηρό βήμα προς τον εκσυγχρονισμό, αξιοποιώντας τα χρηματοδοτικά εργαλεία, υιοθετώντας συστήματα διαφάνειας και εφαρμόζοντας κανόνες χωρίς εξαιρέσεις. Μόνο μέσα από μια τέτοια συντονισμένη προσπάθεια μπορεί η ανακύκλωση των πλαστικών να μετατραπεί από πρόβλημα σε πλεονέκτημα για το περιβάλλον, την οικονομία και το ίδιο το παραγωγικό μοντέλο της Ευρώπης.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.