12 Ιούλ 2025
READING

Το καλοκαίρι της αγανάκτησης λόγω υπερτουρισμού σε Ευρώπη και Ελλάδα

6 MIN READ

Το καλοκαίρι της αγανάκτησης λόγω υπερτουρισμού σε Ευρώπη και Ελλάδα

Το καλοκαίρι της αγανάκτησης λόγω υπερτουρισμού σε Ευρώπη και Ελλάδα

Κάποτε, ο τουρισμός θεωρούνταν πηγή ζωής για τις τοπικές κοινωνίες, καταλύτης ανάπτυξης, ευημερίας και διεθνούς προβολής. Σήμερα, όμως, σε όλο και περισσότερες γωνιές της Ευρώπης, και ιδίως στην Ελλάδα, η άλλοτε ευπρόσδεκτη παρουσία των επισκεπτών μετατρέπεται σε πηγή δυσφορίας, πίεσης και αναστάτωσης.

Οι δρόμοι πλημμυρίζουν, τα ενοίκια εκτοξεύονται, οι κάτοικοι νιώθουν ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο. Ο τουρισμός, αντί για ευλογία, αρχίζει να βιώνεται ως βάρος, ένα φαινόμενο που ξεφεύγει από τα όρια της «εποχικής αιχμής» και αποκτά χαρακτηριστικά μόνιμης κρίσης. Ο όρος «υπερτουρισμός» δεν είναι πλέον υπερβολή, είναι η πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά οι πόλεις, τα νησιά και οι κοινότητες που άλλοτε καμάρωναν για τη δημοφιλία τους. Στο επίκεντρο αυτής της μετάβασης βρίσκεται η Ελλάδα, αλλά το πρόβλημα απλώνεται παντού, από τις ακτές της Μεσογείου μέχρι τα σοκάκια των ιστορικών ευρωπαϊκών πρωτευουσών.

Η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της τουριστικής υπερφόρτωσης, ενός φαινομένου που επιδεινώνεται χρόνο με τον χρόνο, θέτοντας σε δοκιμασία τις αντοχές των τοπικών κοινωνιών, του περιβάλλοντος και των υποδομών. Όπως κατέγραψε πρόσφατα το Bloomberg σε εκτενή ανάλυσή του για τον τουρισμό, το 2023, η Ζάκυνθος υποδέχθηκε τουρίστες σε αριθμό 150 φορές μεγαλύτερο από τον μόνιμο πληθυσμό της, ενώ το 2024 ολόκληρες οι Κυκλάδες καταχωρίστηκαν στον κατάλογο πολιτιστικής κληρονομιάς σε κίνδυνο, εξαιτίας της έντονης τουριστικής ανάπτυξης και των επιπτώσεών της στο τοπίο και στον χαρακτήρα των νησιών. Η Σαντορίνη, το πλέον προβεβλημένο νησί της χώρας, επιχείρησε να θέσει όρια, περιορίζοντας τις αφίξεις μέσω θαλάσσης στις 8.000 ημερησίως και απαγορεύοντας την κατασκευή νέων ξενοδοχειακών μονάδων.

Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική εξάρτηση της Ελλάδας από τον τουρισμό είναι τέτοια, που οποιοδήποτε μέτρο περιορισμού αντιμετωπίζεται ως πολιτικά και δημοσιονομικά επισφαλές. Το 2024, τα άμεσα τουριστικά έσοδα ανήλθαν στα 21,7 δισ. ευρώ, ενώ το συνολικό οικονομικό αποτύπωμα του τουρισμού ξεπέρασε τα 42 δισ., καθιστώντας τον κλάδο κρίσιμο για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.

Η εικόνα αυτή δεν περιορίζεται στα ελληνικά σύνορα. Το φαινόμενο του υπερτουρισμού εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς οι τουριστικές ροές έχουν επιστρέψει, και σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπεράσει, τα προ πανδημίας επίπεδα. Το 2024, η ήπειρος υποδέχθηκε 756 εκατομμύρια επισκέπτες, 46 εκατομμύρια περισσότερους σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Σε μητροπολιτικά κέντρα όπως το Παρίσι, η πίεση είναι ασφυκτική: ο αριθμός των τουριστών ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ξεπέρασε τις 400.000, είκοσι φορές περισσότερο από τον μόνιμο πληθυσμό. Το Πόρτο, επί σειρά ετών προβαλλόμενο ως ήπια εναλλακτική της Λισαβόνας, πλέον ασφυκτιά από την επισκεψιμότητα. Αντίστοιχα, η Αλβανία, μία από τις τελευταίες μη κορεσμένες περιοχές της Μεσογείου, δέχεται πλέον μαζικά οργανωμένα πακέτα από την Ανατολική Ευρώπη.

Οι αντιδράσεις των κατοίκων γίνονται ολοένα και πιο έντονες. Στη Βαρκελώνη, κάτοικοι έφτασαν στο σημείο να χρησιμοποιούν νεροπίστολα για να απομακρύνουν τουρίστες από τα σοκάκια της παλιάς πόλης. Στη Μαγιόρκα, χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν ζητώντας να περιοριστεί ο μαζικός τουρισμός. Στη Γένοβα, κάτοικοι περιέφεραν ένα ομοίωμα κρουαζιερόπλοιου στους δρόμους, διαμαρτυρόμενοι για τη μαζική αποβίβαση επιβατών κατά την τουριστική περίοδο. Στο Παρίσι, το προσωπικό του Λούβρου έκλεισε την πρόσβαση στο μουσείο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον ανεξέλεγκτο αριθμό επισκεπτών, ενώ στη Βενετία, η κεντρική δεξίωση του γάμου του Jeff Bezos μεταφέρθηκε εκτός πόλης, υπό την πίεση διαδηλώσεων που ζητούσαν να «σωθεί η πόλη από τον Bezos».

Η συζήτηση για τις αιτίες του υπερτουρισμού καταλήγει σε ένα παιχνίδι επίρριψης ευθυνών. Η Airbnb κατηγορεί τα ξενοδοχεία ότι δεσπόζουν στην αγορά φιλοξενίας, καλύπτοντας το 80% των διανυκτερεύσεων. Η TUI, από την άλλη, υποστηρίζει πως η βραχυχρόνια μίσθωση κατοικιών αποδιοργανώνει τις τοπικές αγορές κατοικίας. Ορισμένοι εστιάζουν στους ψηφιακούς νομάδες, οι οποίοι μεσοπρόθεσμα ανεβάζουν τις τιμές και εκτοπίζουν τους τοπικούς πληθυσμούς με χαμηλότερα εισοδήματα. Κυβερνήσεις δηλώνουν πως επιθυμούν την αποσυμφόρηση, αλλά παράλληλα εγκρίνουν νέες τουριστικές επενδύσεις, επεκτείνουν αεροδρόμια και ενισχύουν την τουριστική προώθηση. Ο «τουρισμός της λίστας», όπου οι επισκέπτες συρρέουν σε συγκεκριμένα φωτογραφικά σημεία που έγιναν διάσημα μέσω social media, επιδεινώνει την κατάσταση. Δεν πρόκειται πλέον για ταξίδια βιωματικής κατανάλωσης, αλλά για «προσκύνημα» σε ψηφιακά αξιοθέατα.

Σε αυτή την πίεση, κάποιες πόλεις αντιδρούν. Το Άμστερνταμ προσπαθεί να κατευθύνει τους τουρίστες σε λιγότερο δημοφιλή σημεία, όπως ένα προαστιακό κάστρο ή ένα κέντρο τεχνών σε πρώην εργοστάσιο αερίου. Η Βαρκελώνη έχει σταματήσει την έκδοση νέων αδειών για βραχυχρόνιες μισθώσεις και έχει θεσπίσει ρυθμίσεις για τη διατήρηση ιστορικών καταστημάτων. Η Νέα Υόρκη απαγόρευσε τις μισθώσεις κάτω των 30 ημερών, ενώ το Παρίσι και το Λονδίνο επιτρέπουν έως 90 διανυκτερεύσεις τον χρόνο. Σε περιοχές της Καλιφόρνια και της Σκωτίας απαιτείται πλέον ειδική άδεια για βραχυχρόνια φιλοξενία. Ταυτόχρονα, επιβάλλονται τέλη – η Βενετία χρεώνει 5 έως 10 ευρώ για τις ημέρες αιχμής και η Νέα Ζηλανδία επιβάλει τέλος 100 δολαρίων ΝΖ, με εξαίρεση τους Αυστραλούς.

Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων είναι αμφισβητήσιμη. Οι περιορισμοί είναι δύσκολο να εφαρμοστούν, οι έλεγχοι ανεπαρκείς, και πολλοί ιδιοκτήτες παρακάμπτουν τους κανόνες. Ακόμα και στις πόλεις όπου επιβλήθηκαν απαγορεύσεις, όπως η Βαρκελώνη, η κρίση στέγης επιμένει, καθώς τα ακίνητα μετατρέπονται σε ακριβές μεσοπρόθεσμες μισθώσεις, έξω από κάθε ρύθμιση. Οι τουριστικοί φόροι ενισχύουν τα δημοτικά ταμεία, αλλά σπάνια αποτρέπουν τους επισκέπτες. Έρευνα στο Άμστερνταμ έδειξε ότι ο υφιστάμενος φόρος διαμονής, 12,5%, θα έπρεπε να τριπλασιαστεί για να υπάρξει αισθητή επίδραση.

Μέσα σε αυτήν τη δίνη της διεθνούς τουριστικής πίεσης, αξίζει να αναρωτηθεί κανείς: πού βρίσκονται οι ίδιοι οι Έλληνες σε αυτό το τοπίο; Σε έναν τόπο που προβάλλεται ως παγκόσμιος προορισμός και δέχεται εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο, πώς και πού κάνουν διακοπές οι κάτοικοί του;

Παρά τη σαφή υπεροχή του εισερχόμενου τουρισμού ως προς τον όγκο και τα έσοδα, οι Έλληνες εξακολουθούν να ταξιδεύουν εσωτερικά, διατηρώντας ζωντανό έναν κρίσιμο, αν και συχνά υποτιμημένο, πυλώνα του τουριστικού ιστού της χώρας. Το 2023 καταγράφηκαν περίπου 9,5 εκατομμύρια αφίξεις ημεδαπών ταξιδιωτών σε καταλύματα, με συνολικά πάνω από 26 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις. Η μεγάλη πλειονότητα αυτών σημειώνεται τους θερινούς μήνες, με αποκορύφωμα το τρίμηνο Ιουλίου–Σεπτεμβρίου.

Οι Έλληνες τουρίστες προτιμούν κυρίως σύντομες αποδράσεις, 3 έως 5 διανυκτερεύσεων, επιλέγοντας κατά βάση προορισμούς που συνδυάζουν φυσική ομορφιά και προσβασιμότητα. Τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, η Κρήτη, αλλά και η Πελοπόννησος, η Χαλκιδική και τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας προσελκύουν σταθερά το ενδιαφέρον των εγχώριων ταξιδιωτών. Οι περισσότεροι μετακινούνται οδικώς, αξιοποιούν οικογενειακά εξοχικά ή τη φιλοξενία φίλων και αποφεύγουν ακριβά καταλύματα και αεροπορικά/ακτοπλοϊκά έξοδα.

Η οικονομική δυνατότητα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, καθώς η ακρίβεια, η αύξηση των τιμών στα τουριστικά καταλύματα και το υψηλό κόστος ζωής περιορίζουν όχι μόνο τη διάρκεια, αλλά και τη συχνότητα των ταξιδιών. Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, έξι στους δέκα Έλληνες καταφέρνουν να πραγματοποιούν τουλάχιστον μία εσωτερική απόδραση ετησίως, έστω και σύντομη.

Σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο εσωτερικός τουρισμός στηρίζει περιοχές που δεν προβάλλονται διεθνώς και δεν περιλαμβάνονται στους χάρτες των μαζικών tour operators. Σε αυτές τις κοινότητες, οι Έλληνες ταξιδιώτες διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στη διατήρηση της τοπικής οικονομίας και στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, ιδιαίτερα εκτός της θερινής αιχμής. Παρά τη μικρότερη συμμετοχή τους στο σύνολο των διανυκτερεύσεων, οι ημεδαποί τουρίστες συμβάλλουν καθοριστικά στη βιωσιμότητα πολλών προορισμών.

Καθώς η Ελλάδα καλείται να διαχειριστεί τις προκλήσεις του υπερτουρισμού, ίσως η ανάδειξη, η ενίσχυση και η διευκόλυνση του εσωτερικού τουρισμού να αποτελέσουν ένα από τα πιο υγιή και βιώσιμα αντισταθμιστικά εργαλεία. Ένα στοίχημα που αξίζει να κερδηθεί, όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για τη διατήρηση μιας ουσιαστικής σχέσης των Ελλήνων με τον ίδιο τους τον τόπο.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.