Στην Αμερική, ο «αμερικανικός τρόπος ζωής» κάποτε περιλάμβανε μια μονοκατοικία στα προάστια, ένα SUV, τρία παιδιά και μια αυλή για μπάρμπεκιου…
… Σήμερα στις ΗΠΑ, το αμερικανικό όνειρο περιλαμβάνει έναν συγκάτοικο στα 40 σου, ραντεβού με τον τραπεζικό υπάλληλο κάθε τρεις μήνες και το Google Search να σε ρωτάει αν «εννοούσες διαμέρισμα στο Οχάιο», αντί για το Λος Άντζελες. Η στέγαση στην πιο πλούσια χώρα του κόσμου έχει πάψει να είναι δικαίωμα και μετατρέπεται ταχύτατα σε προνόμιο για πολυεκατομμυριούχους.
Το σπίτι ως πολυτέλεια για λίγους
Στη Νέα Υόρκη, η μέση τιμή αγοράς κατοικίας, στα περίχωρα και όχι στο λουσάτο Μανχάταν και τις όμορες περιοχές ξεπερνά πλέον τα 1,3 εκατομμύρια δολάρια. Στο Σαν Φρανσίσκο, μιλάμε για πάνω από 1,6 εκατομμύρια. Στο Λος Άντζελες, κοντά στα 1,1 εκατομμύρια, με μια συνεχώς μειούμενη προσφορά. Πόλεις όπως το Όστιν ή το Ντένβερ, που κάποτε θεωρούνταν σε πιο λογικό κόστος ζωής και στέγης, τώρα έχουν τιμές που εκτοξεύονται σε ρυθμούς Silicon Valey. Το 2023, σύμφωνα με την National Association of Realtors, λιγότερο από το 23% των νοικοκυριών στις ΗΠΑ μπορούσan να αντέξουν οικονομικά να αγοράσουν ένα σπίτι στην πόλη τους, με βάση το τοπικό εισόδημα. Κι αυτό χωρίς να υπολογίσουμε το επιτόκιο δανεισμού, που πια αγγίζει το 7% για στεγαστικά δάνεια και που είναι το υψηλότερο από το 2001. Ο Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί, μιλώντας για τις σύγχρονες αγορές ακινήτων, παρατηρεί πως όταν η ιδιοκτησία γίνεται το κύριο μέσο συσσώρευσης πλούτου, η κοινωνική κινητικότητα μπλοκάρει και στις ΗΠΑ, το μπλοκάρισμα μοιάζει πια μόνιμο.
Ενοίκια πιο ψηλά κι απ’ τους ουρανοξύστες του Μανχάταν
Το ενοίκιο για ένα διαμέρισμα ενός, μόλις, υπνοδωματίου σε μέγεθος ντουλάπας, στο Μανχάταν ξεπερνά τα 4.000 δολάρια το μήνα. Ακόμη και στο Μπρούκλιν ή στο Κουίνς, οι τιμές σπάνε ρεκόρ. Στο Μαϊάμι, μια πόλη που συνήθιζε να θεωρείται «φιλική προς τους εργαζόμενους», το μέσο ενοίκιο είναι πάνω από 3.000 δολάρια. Πολλά νοικοκυριά πλέον ξοδεύουν πάνω από το 50% του εισοδήματός τους σε στέγαση, παραβιάζοντας κατά πολύ τον κανόνα των ειδικών για ανώτατο όριο 30%. Όταν το ενοίκιο τρώει τον μισθό πριν καν εμφανιστεί, τότε το υπόλοιπο του μήνα μοιάζει με οικονομικό παρκούρ για το τι θα πληρωθεί το φαγητό ή το ρεύμα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια σημειώνεται άνθιση στα mini-homes ή αλλιώς tiny houses, που είναι πολύ μικρά σπίτια, συνήθως από 9 έως 40 τετραγωνικά μέτρα και είναι ευέλικτα στη μετακίνηση. Πολλοί ακόμη, καταφεύγουν στα τροχόσπιτα αγορές ή ενοικιάσεις σε ειδικά πάρκα, έξω απ τις μεγάλες πόλεις, ή στις λύσεις «συγκατοίκησης για ενήλικες». Σε πόλεις όπως το Σαν Χοσέ και το Σιάτλ, οι άνθρωποι μοιράζονται σπίτια σαν να είναι φοιτητές, μόνο που είναι άνω των 45, με παιδιά, και σταθερές δουλειές. Η στέγαση έχει πάψει να αντανακλά κοινωνική πρόοδο και να είναι μέτρο εξέλιξης και λειτουργεί πλέον ως δείκτης αποκλεισμού.
Χρέος με θέα την απελπισία
Πίσω από κάθε δάνειο υπάρχει μια ιστορία, συχνά όχι αμερικανικού ονείρου αλλά σύγχρονης επιβίωσης. Με μέσο στεγαστικό χρέος στα 236.000 δολάρια και τιμές δανεισμού που δεν σταματούν να ανεβαίνουν, οι νεότερες γενιές, οι millennials και οι Gen Z, όπως σχηματικά τις αποκαλούμε, είναι παγιδευμένοι. Για να ζήσουν αυτό που προηγούμενες γενιές θεωρούσαν αυτονόητο, πρέπει να χρεωθούν μέχρι εξάντλησης. Όσοι το αποφεύγουν, επιστρέφουν στο πατρικό. Το 2022, πάνω από το 48% των Αμερικανών ηλικίας 18 έως 29 ετών ζούσε ακόμη με τους γονείς του, σύμφωνα με το Pew Research Center. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό από τη δεκαετία του 1930. Η ανεξαρτησία, κάποτε θεμέλιο της ενήλικης ταυτότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετατρέπεται σταδιακά σε προνόμιο που απαιτεί, είτε οικογενειακή μεταβίβαση περιουσίας, είτε ετήσιο εισόδημα έξι ψηφίων. Η καθημερινή ζωή για πολλούς νέους Αμερικανούς θυμίζει παρατεταμένη εφηβεία υπό οικονομική πίεση, όχι από επιλογή αλλά από αδυναμία πρόσβασης στα βασικά. Η είσοδος στην ενήλικη ζωή μετατίθεται χρονικά και κοινωνικά και όχι γιατί οι άνθρωποι ωριμάζουν αργότερα, αλλά γιατί το κόστος για να σταθείς αυτόνομα έχει εκτιναχθεί. Αυτό που κάποτε θεωρούταν στην Αμερική, το βήμα της ωριμότητας, το να φεύγεις από το πατρικό, να χτίζεις τη δική σου ζωή, να αποκτάς στέγη στο όνομά σου, έχει, πλέον, αντικατασταθεί από μια παρατεταμένη περίοδο συμβιβασμών. Οι κοινωνικές δομές που κάποτε υποστήριζαν την αυτονομία, είτε μέσω μισθών είτε μέσω προσιτής κατοικίας, δεν υπάρχουν.
Κοινωνικό αδιέξοδο και άστεγοι
Η στέγαση στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ζήτημα κύρους, προβολής, κοινωνικής αποδοχής. Η διεύθυνση κατοικίας λειτουργεί σχεδόν σαν προέκταση της ταυτότητας. Ένα σπίτι που δεν σου ανήκει ή ένα ενοίκιο σε «λάθος» γειτονιά μπορεί να έχει συνέπειες που ξεπερνούν την οικονομική ασφυξία. Μπορεί να σημαίνει εμπόδια στη δουλειά, δυσκολίες σε προσωπικές σχέσεις, υποτίμηση και περιφρόνηση. Στην Αμερική, το πού ζεις παραμένει ένδειξη τού ποιος είσαι, τι αξίζεις και τι έχεις καταφέρει. Και το να μένεις κάπου που απλώς μπορείς να αντέξεις οικονομικά συχνά δεν είναι αρκετό για να σε υπολογίσουν ως «φτασμένο». Η στέγη δεν αποτελεί πια κεκτημένο της ενήλικης ζωής, αλλά πεδίο κοινωνικής διάκρισης. Ο Τζέιμς Μπόλντουιν, μία από τις πιο σημαντικές φωνές της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας και πολιτικής σκέψης του 20ού αιώνα, γράφοντας για την εμπειρία της φτώχειας στην Αμερική, είχε παρατηρήσει πως το να είσαι φτωχός είναι εξαιρετικά ακριβό. Στην εποχή του, το σχόλιο αφορούσε κυρίως την καθημερινότητα των μαύρων Αμερικανών. Σήμερα, ισχύει για ολοένα και περισσότερους ανθρώπους ανεξαρτήτως φυλής ή προέλευσης. Το κόστος για να μπεις στον χάρτη της αξιοπρέπειας ανεβαίνει διαρκώς. Το τίμημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι χρόνος, είναι ψυχική φθορά, είναι σταθερότητα που δεν έρχεται ποτέ. Η απόκτηση στέγης έχει μετατραπεί σε μαραθώνιο εξαντλητικών συμβιβασμών, με τις τράπεζες να ελέγχουν τα πάντα και τους Αμερικανούς να επαναλαμβάνουν πως «αυτό δεν είναι Δημοκρατία, αλλά Τραπεζοκρατία». Η Αμερική επενδύει δισεκατομμύρια σε τεχνητή νοημοσύνη, διαστημικά προγράμματα και ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Από την άλλη πλευρά, σε μια μόνο νύχτα τον Ιανουάριο 2024, πάνω από 771.000 άνθρωποι στη χώρα έζησαν χωρίς μόνιμη στέγη, σημειώνοντας αύξηση σχεδόν 19% σε σύγκριση με το 2023. Από αυτούς, περίπου 64% βρισκόταν σε καταφύγια ή προσωρινή στέγαση, ενώ 36% κοιμόταν σε δρόμους, πάρκα ή αυτοκίνητα. Ο αριθμός των αστέγων με χρόνια προβλήματα υγείας ή ψυχικής ασθένειας ξεπέρασε τους 152.500, εκ των οποίων οι 65% κοιμόντουσαν εκτός δομών. Παράλληλα, αυξάνονται και οι δικαιούχοι επιδοτήσεων ενοικίου και σταθερής στέγασης, με περίπου 318.000 άτομα να μεταφέρονται σε τέτοιες δομές το 2023. Η κρίση στο πλουσιότερο κράτος στον κόσμο, δεν λέει μόνο πως περισσότεροι Αμερικανοί έχουν χάσει τη στέγη τους αλλά πως, ακόμη κι όταν υπάρχει υποστήριξη, η διαφορά μεταξύ «σκηνής στην πλατεία», καταφυγίου και επιδοτούμενης στέγης είναι μια διαδρομή μέσα σε ένα βαθύ κοινωνικό χάσμα.
Και τώρα;
Η συζήτηση για τη στέγαση στις ΗΠΑ δεν είναι πια απλώς ένα θέμα για ειδικούς, αλλά ένα κεντρικό πρόβλημα, βαθιά πολιτικό και ιδεολογικής θέσης. Η bell hooks – έτσι, με πεζά το όνομα, από επιλογή- η Αμερικανίδα φεμινίστρια, συγγραφέας και θεωρητικός της πολιτισμικής κριτικής έγραφε για το πώς το σπίτι δεν είναι απλώς χώρος, αλλά πράξη φροντίδας, αντίστασης και αγάπης, ειδικά για τους αποκλεισμένους. Το σπίτι, έλεγε, «είναι ο τόπος όπου η κυριαρχία πρέπει να σταματά». Ο Μάικ Ντέιβις, ο ιστορικός και συγγραφέας, με ειδίκευση στις πόλεις και στην αρχιτεκτονική της ανισότητας, περιέγραφε το Λος Άντζελες όχι ως πόλη, αλλά ως σύστημα αποκλεισμών με πολεοδομικό περίβλημα. Και μοιάζει έτσι να έχει γίνει όλη η πανίσχυρη για τους ήδη, πλουσίους, Αμερική, απ τη μια ακτή της ως την άλλη. Μια νέα ισορροπία έχει αναδυθεί, χτισμένη πάνω στην ανασφάλεια των πολλών και την ιδιοκτησία των λίγων.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο πού θα μείνεις αλλά αν, τελικά, έχεις δικαίωμα να μένεις κάπου. Και όταν η ζωή κανονίζεται με βάση τι αποδίδει σε απόδοση κεφαλαίου, τότε το “σπίτι” παύει να σημαίνει πατρίδα και γίνεται απλώς μια τιμή ανά τετραγωνικό.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.