Σε φάση γενικευμένης κινητοποίησης έχει εισέλθει ο ευρωπαϊκός ξενοδοχειακός κλάδος, καθώς χιλιάδες επιχειρήσεις συμμετέχουν σε μια, πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, συλλογική αγωγή κατά της Booking.com.
Ο στόχος δεν περιορίζεται μόνο στη διεκδίκηση αποζημιώσεων, αλλά επεκτείνεται στην ανατροπή ενός επιχειρηματικού μοντέλου που, σύμφωνα με τις επιχειρήσεις φιλοξενίας, έχει διαμορφώσει ένα περιβάλλον αθέμιτης εξάρτησης, άνισης διαπραγματευτικής σχέσης και οικονομικής επιβάρυνσης χωρίς επαρκή αντιστάθμιση. Πάνω από 10.000 ξενοδοχεία έχουν ήδη δηλώσει συμμετοχή στην πλατφόρμα www.mybookingclaim.com, με τη σχετική προθεσμία να έχει παραταθεί έως τις 29 Αυγούστου 2025, προκειμένου να διασφαλιστεί ευρεία συμμετοχή ακόμη και μέσα στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου.
Η πρωτοβουλία τελεί υπό τον συντονισμό του Ιδρύματος Hotel Claims Alliance και υποστηρίζεται από ένα δίκτυο νομικών και οικονομικών εμπειρογνωμόνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η συμμετοχή των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων δεν προϋποθέτει άμεση οικονομική επιβάρυνση, καθώς τα έξοδα της διαδικασίας καλύπτονται από ανεξάρτητο μηχανισμό χρηματοδότησης. Έτσι, ακόμα και μικρές οικογενειακές μονάδες αποκτούν τη δυνατότητα συμμετοχής σε μια διαδικασία που, υπό άλλες συνθήκες, θα τους ήταν απρόσιτη. Η αγωγή έχει ήδη τη στήριξη της HOTREC, της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας ξενοδοχειακών και εστιατορικών φορέων, καθώς και περισσότερων από 30 εθνικών ενώσεων του κλάδου.
Η νομική βάση της συλλογικής προσφυγής εδράζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C‑264/23, που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2024, και έκρινε ότι οι λεγόμενες «ρήτρες ισοτιμίας τιμών» (price parity clauses) αντίκεινται στο δίκαιο περί ανταγωνισμού της ΕΕ. Οι ρήτρες αυτές, που περιλαμβάνονται στις περισσότερες συμβάσεις συνεργασίας μεταξύ OTA (online travel agencies) και παρόχων φιλοξενίας, δεσμεύουν τα ξενοδοχεία να προσφέρουν στην πλατφόρμα τις ίδιες ή καλύτερες τιμές απ’ ό,τι στα δικά τους απευθείας κανάλια, όπως η επίσημη ιστοσελίδα τους. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, είναι ο περιορισμός της εμπορικής ελευθερίας των επιχειρήσεων και η δημιουργία τεχνητών εμποδίων στον ανταγωνισμό, με συνέπειες όχι μόνο για τους ξενοδόχους, αλλά και για τους ίδιους τους καταναλωτές.
Πέρα από το καθαρά νομικό σκέλος, η αγωγή αποτυπώνει μια ευρύτερη αμφισβήτηση του τρόπου λειτουργίας των OTA και της σχέσης τους με τους παρόχους υπηρεσιών. Οι προμήθειες που επιβάλλει η Booking.com, οι οποίες κυμαίνονται συνήθως στο 15%–18% επί κάθε κράτησης, συχνά αυξάνονται σημαντικά μέσα από πρόσθετες επιβαρύνσεις για υπηρεσίες αυξημένης προβολής, όπως η συμμετοχή σε προγράμματα τύπου “Preferred Partner”, η αγορά διαφημιστικών τοποθετήσεων ή η ενεργοποίηση ειδικών καμπανιών για βελτιωμένη κατάταξη στις αναζητήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, το συνολικό κόστος χρήσης της πλατφόρμας μπορεί να αγγίξει ή και να υπερβεί το 25%, χωρίς να υπολογίζονται τα κόστη διαχείρισης πληρωμών, οι διοικητικές επιβαρύνσεις ή οι απώλειες που προκύπτουν από ασαφείς ή αυστηρούς όρους ακυρώσεων.
Για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που λειτουργούν με οριακά περιθώρια κερδοφορίας, αυτό το μοντέλο καθίσταται ολοένα και λιγότερο βιώσιμο. Επιπλέον, ο έλεγχος που ασκείται στον τρόπο τιμολόγησης και προβολής μέσω των ρητρών, σε συνδυασμό με την ανάγκη συμμόρφωσης σε πολύπλοκους αλγορίθμους, οδηγεί σταδιακά σε απώλεια της άμεσης σχέσης με τον πελάτη και σε εξάρτηση από μια ενιαία πηγή κρατήσεων. Πολλοί επαγγελματίες του χώρου περιγράφουν τη συνεργασία με μεγάλες OTA όχι ως εμπορική επιλογή, αλλά ως αναγκαστική συμβίωση υπό δυσμενείς όρους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η δυσαρέσκεια δεν εκφράζεται μόνο από ανεξάρτητες μονάδες, αλλά και από οργανωμένες αλυσίδες και τουριστικές επιχειρήσεις που μέχρι πρότινος στήριζαν μεγάλο μέρος της λειτουργίας τους στις πλατφόρμες αυτές. Η έκταση και το μέγεθος της κινητοποίησης αποτυπώνει ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά για δομικό πρόβλημα στη σχέση ψηφιακών διαμεσολαβητών και επιχειρήσεων πραγματικής οικονομίας. Όπως υπογραμμίζουν οι εκπρόσωποι των συμμετεχόντων, το αίτημα δεν περιορίζεται στην αναδρομική αποζημίωση για τις επιπτώσεις των ρητρών που κρίθηκαν παράνομες, αλλά επεκτείνεται στην ανάγκη για νέα θεσμική ισορροπία. Οι επιχειρήσεις ζητούν μεγαλύτερη διαφάνεια στις χρεώσεις, δυνατότητα για διαφοροποιημένη τιμολόγηση και ενίσχυση της αυτονομίας τους ως προς την επικοινωνία και εξυπηρέτηση του πελάτη.
Η υπόθεση Booking.com, ανεξαρτήτως της τελικής νομικής της έκβασης, έχει ήδη ανοίξει τον δρόμο για έναν ευρύτερο επαναπροσδιορισμό του τρόπου λειτουργίας των ψηφιακών πλατφορμών στον τουρισμό. Η αυξανόμενη εξάρτηση από λίγους παίκτες, με κυρίαρχη τεχνολογική και διαπραγματευτική θέση, δεν αποτελεί μόνο πρόκληση για τους ξενοδόχους, αλλά και ερώτημα για το μέλλον της ψηφιακής οικονομίας σε άλλους κρίσιμους τομείς. Το αν αυτή η αγωγή θα οδηγήσει σε αλλαγές πρακτικής ή νομοθετικής παρέμβασης μένει να φανεί.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.