Η τελευταία δημοσίευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις εξελίξεις στους μισθούς στην Ευρωζώνη αποτυπώνει μια σαφή επιβράδυνση στο ρυθμό αύξησής τους, εξέλιξη που κρίνεται καθοριστική για τη συνολική πορεία της νομισματικής πολιτικής τους επόμενους μήνες.
Οι νέοι αριθμοδείκτες, βασισμένοι σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας που υπεγράφησαν έως τα τέλη Ιουνίου του 2025, και αντλούμενοι από στοιχεία οκτώ εθνικών κεντρικών τραπεζών, μεταξύ αυτών και της Τράπεζας της Ελλάδος, δείχνουν ότι το μισθολογικό κόστος παύει να αποτελεί την «απειλή» που υπήρξε τα προηγούμενα έτη για τη σταθερότητα των τιμών.
Το 2024 είχε καταγραφεί μια έντονη αύξηση των μισθών, με το σχετικό ποσοστό να αγγίζει το 4,6% με βάση τον δείκτη που ενσωματώνει εξομαλυμένες εφάπαξ πληρωμές. Για το 2025, ο αντίστοιχος δείκτης υποχωρεί αισθητά στο 3,2%, υποδεικνύοντας επιβράδυνση που δεν είναι τυχαία, αλλά αντανακλά μια σειρά από παράγοντες, τόσο συγκυριακούς όσο και διαρθρωτικούς. Αν ληφθούν υπόψη και οι μη εξομαλυμένες εφάπαξ πληρωμές, η αποκλιμάκωση είναι ακόμη πιο έντονη, από 4,8% το 2024 σε 2,9% το 2025. Η ΕΚΤ εξηγεί πως αυτή η κάμψη είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι σημαντικές έκτακτες αμοιβές που καταβλήθηκαν το προηγούμενο έτος δεν επαναλαμβάνονται φέτος. Παράλληλα, παρατηρείται μια προωθημένη χρονικά αύξηση μισθών το 2024, η οποία αποφόρτισε τη φετινή χρονιά από περαιτέρω πιέσεις.
Η εικόνα παραμένει συνεπής ακόμη και όταν εξαιρεθούν πλήρως οι έκτακτες πληρωμές από την εξίσωση. Ο δείκτης μισθολογικής αύξησης χωρίς εφάπαξ ενισχύσεις καταγράφει πτώση από 4,1% σε 3,8% μεταξύ 2024 και 2025, ενισχύοντας την αίσθηση ότι η περίοδος ισχυρών μισθολογικών αυξήσεων που ακολούθησε την πανδημία, και κατά την οποία επιχειρήσεις και οργανισμοί επιχείρησαν να καλύψουν απώλειες αγοραστικής δύναμης και παραγωγικότητας, φτάνει στο τέλος της. Στο πρώτο τρίμηνο του 2026, ο σχετικός δείκτης αναμένεται να πέσει περαιτέρω, στο 1,7% από 1,8% στο τέταρτο τρίμηνο του 2025, γεγονός που επιβεβαιώνει τη σταθερή καθοδική πορεία των μισθολογικών ρυθμών.
Αυτή η επιβράδυνση αποτελεί για την ΕΚΤ μια καίρια μετατόπιση των συνθηκών που είχαν οδηγήσει στην υιοθέτηση μιας αυστηρής νομισματικής στάσης τα προηγούμενα χρόνια. Ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών, είχε εν μέρει αποδοθεί στη διαρκή αύξηση των μισθών και των λειτουργικών δαπανών, με συνέπεια την ανάγκη διαδοχικών αυξήσεων επιτοκίων από την Τράπεζα για να συγκρατηθεί ο πληθωριστικός σπειροειδής μηχανισμός. Τα νέα στοιχεία, ωστόσο, υποδεικνύουν πως αυτός ο κίνδυνος έχει υποχωρήσει.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η επιβράδυνση αυτή δεν είναι απόλυτα ομοιογενής. Ορισμένα κράτη-μέλη εμφανίζουν ακόμη πιέσεις, ιδίως σε κλάδους με ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού ή όπου η συλλογική διαπραγμάτευση έχει έντονα εθνικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, το συνολικό μέσο επίπεδο καταδεικνύει μια γενική εξομάλυνση της κατάστασης. Η μείωση του μισθολογικού πληθωρισμού συμπίπτει και με την επιβράδυνση του γενικού πληθωρισμού, γεγονός που ενισχύει την εκτίμηση ότι η μετάβαση προς μια πιο σταθερή νομισματική και τιμολογιακή πραγματικότητα βρίσκεται σε εξέλιξη.
Για την ΕΚΤ, η αμοιβή της εργασίας, που αποτελούσε σημαντικό παράγοντα ανησυχίας για τη σταθερότητα των τιμών, αποκλιμακώνεται και συμβάλλει στην εξισορρόπηση της οικονομίας. Η απουσία νέων πληθωριστικών ωθήσεων από το σκέλος των μισθών δημιουργεί προϋποθέσεις για περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, ενδεχομένως και με νέες μειώσεις επιτοκίων, εφόσον το επιτρέψουν και άλλοι παράγοντες, όπως η εξωτερική ζήτηση, η γεωπολιτική σταθερότητα και η δημοσιονομική στάση των κυβερνήσεων.
Παρά τη σχετική θετική κατεύθυνση, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσο η επιβράδυνση των μισθών είναι συμβατή με τις κοινωνικές απαιτήσεις για διατήρηση της αγοραστικής δύναμης. Σε πολλές χώρες, οι εργαζόμενοι είδαν τα πραγματικά τους εισοδήματα να μειώνονται τα προηγούμενα χρόνια, καθώς οι ονομαστικές αυξήσεις δεν ήταν επαρκείς για να αντισταθμίσουν τις ανατιμήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης και στην ενέργεια. Η εξισορρόπηση μεταξύ οικονομικής σταθερότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης παραμένει ζητούμενο, ακόμη και αν οι μακροοικονομικοί δείκτες δείχνουν βελτίωση.
Η παρούσα επιβράδυνση, εφόσον διατηρηθεί, αναμένεται να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των αγορών και να επαναφέρει μια πιο προβλέψιμη εικόνα για τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές. Η σταθεροποίηση των μισθολογικών προσδοκιών περιορίζει το κόστος χρηματοδότησης, διευκολύνει τη χάραξη επιχειρηματικής στρατηγικής και διαμορφώνει ευνοϊκότερο περιβάλλον για την ανάπτυξη. Ειδικά σε περιόδους που η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας παραμένει εύθραυστη, οι ενδείξεις συγκράτησης του μισθολογικού κόστους αποκτούν βαρύνουσα σημασία.
Η ΕΚΤ, στην παρούσα συγκυρία, καλείται να αξιολογήσει αν η αποκλιμάκωση που αποτυπώνεται είναι διατηρήσιμη και επαρκής ώστε να επιτρέψει έναν νέο κύκλο στήριξης της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς τον κίνδυνο αναζωπύρωσης των πληθωριστικών πιέσεων. Με βάση τα τελευταία στοιχεία, το ενδεχόμενο αυτό φαίνεται πιο πιθανό από ό,τι λίγους μήνες πριν, καθιστώντας τον δείκτη μισθών ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία πρόβλεψης της πορείας της ευρωπαϊκής οικονομίας για το προσεχές διάστημα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.