14 Αυγ 2025
READING

Η κλιματική κρίση κλονίζει τα θεμέλια της παγκόσμιας ασφάλισης

4 MIN READ

Η κλιματική κρίση κλονίζει τα θεμέλια της παγκόσμιας ασφάλισης

Η κλιματική κρίση κλονίζει τα θεμέλια της παγκόσμιας ασφάλισης

Για δεκαετίες, η ασφάλιση υπήρξε ένας από τους λιγότερο ορατούς, αλλά πιο καθοριστικούς πυλώνες της παγκόσμιας οικονομίας, προσφέροντας σταθερότητα και ασφάλεια απέναντι σε γεγονότα που θα μπορούσαν να διαλύσουν ολόκληρες κοινωνίες και επιχειρήσεις.

Από την αποκατάσταση ζημιών μετά από σεισμούς, πλημμύρες ή τυφώνες, μέχρι την κάλυψη απωλειών από διακοπές λειτουργίας ή απότομες μεταβολές των αγορών, η ασφαλιστική βιομηχανία λειτουργούσε ως ένα είδος «σιωπηλού εγγυητή». Σήμερα, όμως, η κλιματική κρίση δοκιμάζει σκληρά αυτή την ισορροπία, μετατρέποντας την ασφάλιση από αυτονόητο κοινωνικό αγαθό σε ολοένα και πιο ακριβή, και σε ορισμένες περιοχές, δυσεύρετη, υπηρεσία.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια, η συχνότητα και η ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων έχουν αυξηθεί με ρυθμό που αιφνιδίασε ακόμη και τους επιστήμονες. Θερμικά κύματα ρεκόρ, καταρρακτώδεις βροχές, πολυήμερες ξηρασίες και πυρκαγιές μεγάλης κλίμακας δεν πλήττουν μόνο ευάλωτες περιοχές, αλλά και οικονομικά ισχυρές χώρες που μέχρι πρότινος θεωρούσαν τους εαυτούς τους ασφαλείς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πολιτείες, όπως η Καλιφόρνια και η Φλόριντα, βιώνουν πλέον συστηματικές αποχωρήσεις μεγάλων ασφαλιστικών παρόχων, εξαιτίας των αυξανόμενων ζημιών από πυρκαγιές και τυφώνες. Στην Ευρώπη, παραθαλάσσιες περιοχές και μεσογειακές χώρες βλέπουν το κόστος ασφάλισης να εκτοξεύεται, καθώς οι καύσωνες, οι πλημμύρες και οι καταιγίδες προκαλούν επαναλαμβανόμενες απώλειες.

Οι αριθμοί αποτυπώνουν το μέγεθος της πρόκλησης, καθώς σύμφωνα με εκτιμήσεις που βασίζονται σε στοιχεία της Swiss Re, οι ασφαλισμένες ζημιές αυξήθηκαν κατά περίπου 6% ετησίως σε πραγματικούς όρους τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, ενώ η παγκόσμια οικονομία μεγάλωνε με ρυθμό μικρότερο του 3%. Το αποτέλεσμα είναι ένα διευρυμένο «κενό προστασίας», όπου σε παγκόσμια κλίμακα, περίπου τα δύο τρίτα των απωλειών από φυσικές καταστροφές δεν καλύπτονται από καμία μορφή ασφάλισης. Αυτό μεταφράζεται σε τεράστιο βάρος για τα νοικοκυριά, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα δημόσια οικονομικά, καθώς οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να εκτρέπουν πόρους από άλλες κρίσιμες ανάγκες για την αποκατάσταση ζημιών.

Η ασφαλιστική βιομηχανία βρίσκεται έτσι μπροστά σε ένα περίπλοκο δίλημμα. Από τη μία πλευρά, οι κίνδυνοι αυξάνονται τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση και από την άλλη, η διατήρηση προσιτών ασφαλίστρων γίνεται ολοένα δυσκολότερη. Σε ορισμένες περιοχές, το ύψος των αποζημιώσεων είναι τόσο υψηλό, που η παραμονή των εταιρειών στην αγορά παύει να είναι οικονομικά βιώσιμη. Ορισμένοι αναλυτές προειδοποιούν ότι, αν η υπερθέρμανση συνεχιστεί με τους σημερινούς ρυθμούς, η ασφάλιση ολόκληρων κατηγοριών περιουσίας, όπως παράκτιες κατοικίες ή γεωργικές εκτάσεις σε περιοχές υψηλού κινδύνου, μπορεί να καταστεί αδύνατη μέσα στις επόμενες δεκαετίες.

Οι επιστημονικές προβλέψεις ενισχύουν την ανησυχία. Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι, χωρίς δραστικές περικοπές στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η μέση θερμοκρασία του πλανήτη θα μπορούσε να αυξηθεί έως και 3°C μέχρι το 2100. Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι φυσικές καταστροφές θα πολλαπλασιάζονταν, ενώ ακόμη και τεχνικές λύσεις προσαρμογής, όπως η κατασκευή φραγμάτων, η ανύψωση παράκτιων ζωνών ή η προστασία λιμένων, θα γίνονταν οικονομικά ή τεχνικά ανέφικτες. Παραδείγματα, όπως η Βενετία ή το Άμστερνταμ, δείχνουν ότι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας μπορεί να απαιτήσει έργα προστασίας με δυσθεώρητο κόστος, τα οποία ξεπερνούν τις δυνατότητες ακόμη και εύπορων κρατών.

Για να καλυφθεί αυτό το αυξημένο χάσμα, η αγορά στρέφεται σε καινοτόμα χρηματοοικονομικά εργαλεία. Τα ομόλογα καταστροφής (CAT bonds), που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του ’90, επιτρέπουν στις ασφαλιστικές να αντλούν κεφάλαια από επενδυτές για να αποζημιώσουν ζημιές από φυσικά φαινόμενα. Από το 2020, η αξία της αγοράς αυτών των ομολόγων έχει αυξηθεί κατά περίπου 70–75%, σύμφωνα με τη Swiss Re, προσφέροντας ένα πρόσθετο δίχτυ ασφαλείας. Ωστόσο, ακόμη και αυτό το εργαλείο δεν αρκεί για να αντισταθμίσει την κλιμάκωση των απωλειών, εάν η βασική αιτία, η υπερθέρμανση του πλανήτη, παραμείνει ανεξέλεγκτη.

Η λύση, σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, δεν μπορεί να προέλθει μόνο από την αγορά. Χρειάζονται πολιτικές αποφάσεις που θα ενισχύουν την πρόληψη, όπως απαγόρευση δόμησης σε περιοχές υψηλού κινδύνου, αναβάθμιση των υποδομών ώστε να είναι ανθεκτικές στις νέες κλιματικές συνθήκες, ενίσχυση των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης. Παράλληλα, οι ασφαλιστικές θα πρέπει να επανεξετάσουν τα μοντέλα τιμολόγησης, ώστε να αποτυπώνουν ρεαλιστικά τον κίνδυνο, χωρίς όμως να αποκλείουν μεγάλες ομάδες πολιτών από την κάλυψη.

Το συμπέρασμα είναι ότι η παγκόσμια ασφάλιση περνά σε μια μεταβατική φάση, όπου η επιβίωσή της ως μηχανισμός σταθερότητας θα εξαρτηθεί από τη συνεργασία μεταξύ τεχνολογικής καινοτομίας, πολιτικής βούλησης και κοινωνικής συναίνεσης. Το ερώτημα δεν είναι αν θα αλλάξει, αλλά αν θα καταφέρει να προσαρμοστεί έγκαιρα, ώστε να συνεχίσει να εκπληρώνει τον ρόλο της σε έναν πλανήτη που γίνεται ολοένα πιο ασταθής.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.