17 Αυγ 2025
READING

Ποιοι τουρίστες αφήνουν τα περισσότερα στην ελληνική οικονομία

4 MIN READ

Ποιοι τουρίστες αφήνουν τα περισσότερα στην ελληνική οικονομία

Ποιοι τουρίστες αφήνουν τα περισσότερα στην ελληνική οικονομία

Ο ελληνικός τουρισμός εισήλθε στο 2024 με προσδοκίες διατήρησης της δυναμικής που τον έχει καθιερώσει ως έναν από τους σταθερότερους πυλώνες της οικονομίας, και τα αποτελέσματα της χρονιάς επιβεβαίωσαν ότι η «βαριά βιομηχανία» της χώρας εξακολουθεί να αποδίδει ισχυρά μεγέθη.

Σε σύνολο 39,35 εκατομμυρίων αφίξεων, οι επισκέπτες πραγματοποίησαν 231 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις και άφησαν πίσω τους 20,59 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό αυξημένο κατά 4,3% σε σχέση με το 2023. Οι αφίξεις κατέγραψαν αξιοσημείωτη άνοδο (+8,9%), ωστόσο ο ρυθμός αύξησης στις διανυκτερεύσεις ήταν σαφώς ηπιότερος (+1,4%), αποτυπώνοντας μια σταδιακή μετατόπιση των ταξιδιωτικών συνηθειών.

Η γεωγραφική κατανομή των εσόδων και των επισκεπτών παραμένει έντονα συγκεντρωμένη. Πέντε μόνο περιφέρειες –Αττική, Νότιο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία, Κρήτη και Ιόνιοι Νήσοι– απορροφούν πάνω από το 83% των αφίξεων και σχεδόν το 89% των εσόδων, αφήνοντας λιγότερο «χώρο» για την ανάπτυξη μικρότερων ή λιγότερο προβεβλημένων περιοχών. Αυτό το άνισο μοίρασμα φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη για στρατηγικές που θα ενισχύσουν την τουριστική ζήτηση και σε άλλες γωνιές της χώρας.

Τα στοιχεία της μελέτης του ΙΝΣΕΤΕ καταδεικνύουν ότι το οικονομικό αποτύπωμα του τουρισμού δεν καθορίζεται τόσο από το πλήθος των χωρών που στέλνουν ταξιδιώτες, όσο από την ποιότητα και το ύψος των δαπανών ορισμένων βασικών αγορών. Έξι χώρες –Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία– καλύπτουν σχεδόν το 57% των συνολικών εισπράξεων, η καθεμία με το δικό της χαρακτηριστικό προφίλ.

Η Γερμανία διατηρεί την πρωτοκαθεδρία σε όγκο και έσοδα, με 5,67 εκατομμύρια επισκέπτες και 46,88 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις, που μεταφράζονται σε 3,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι Γερμανοί παραμένουν στη χώρα κατά μέσο όρο 8,3 διανυκτερεύσεις, το μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ των κορυφαίων αγορών, και καλύπτουν γεωγραφικά μια μεγάλη γκάμα προορισμών, από το Νότιο Αιγαίο έως την Ήπειρο. Παρά τα ισχυρά μεγέθη, η μέση δαπάνη ανά ταξίδι και διανυκτέρευση παρουσιάζει πτωτική πορεία, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα περαιτέρω αύξησης των εσόδων χωρίς αναβάθμιση του προϊόντος.

Το Ηνωμένο Βασίλειο, στη δεύτερη θέση με 3,16 δισεκατομμύρια ευρώ εισπράξεις, εμφανίζει υποχώρηση σε αφίξεις (-3%), διανυκτερεύσεις (-6%) και έσοδα (-4%). Οι Βρετανοί, που δαπανούν κατά μέσο όρο 674 ευρώ ανά ταξίδι, δείχνουν σταθερή προτίμηση σε συγκεκριμένες περιοχές, κυρίως τα Ιόνια Νησιά και τη Θεσσαλία. Η διαχρονική παρουσία τους αποτελεί σταθερό στήριγμα για τον κλάδο, αλλά η περαιτέρω ανάπτυξη προϋποθέτει νέα ερεθίσματα και στρατηγικές κινήσεις που θα ενισχύσουν την παρουσία τους και θα αυξήσουν την οικονομική τους βαρύτητα.

Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ανήκουν στις πολυπληθέστερες αγορές, η συνεισφορά τους στην τουριστική οικονομία ξεχωρίζει. Το 2024 οι Αμερικανοί ξόδεψαν κατά μέσο όρο 676 ευρώ ανά ταξίδι και 107 ευρώ ανά διανυκτέρευση, φθάνοντας τα 193 ευρώ ημερησίως στη Στερεά Ελλάδα. Παρά τη μείωση στις διανυκτερεύσεις (-5,7%), τα συνολικά έσοδα από αυτή την αγορά εκτινάχθηκαν στα 1,58 δισεκατομμύρια ευρώ (+13,6%). Επιλέγουν συνήθως συνδυασμούς αστικών και περιφερειακών προορισμών, όπως η Αττική, η Στερεά Ελλάδα και το Βόρειο Αιγαίο, και είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν premium για εμπειρίες που θεωρούν μοναδικές.

Η Γαλλία κατέγραψε αύξηση αφίξεων (+8%), αλλά τα έσοδα μειώθηκαν (-12%), με μέση διάρκεια παραμονής μόλις 6,1 διανυκτερεύσεις, τη μικρότερη μεταξύ των έξι κορυφαίων αγορών. Η Κρήτη εξακολουθεί να είναι η κύρια επιλογή των Γάλλων, όμως η χαμηλή μέση ημερήσια δαπάνη περιορίζει τη συμβολή τους στα συνολικά έσοδα.

Η Ιταλία κινήθηκε ανοδικά σε αφίξεις (+6%) και έσοδα (+14%), παρότι οι διανυκτερεύσεις υποχώρησαν (-6%). Με μέση δαπάνη 545 ευρώ ανά ταξίδι, οι Ιταλοί δείχνουν προτίμηση σε περιοχές όπως η Θεσσαλία και τα Ιόνια Νησιά, αναζητώντας συνδυασμό φυσικού τοπίου, πολιτιστικής κληρονομιάς και γαστρονομίας.

Η Ολλανδία, αν και δεν κυριαρχεί σε καμία περιφέρεια, διακρίνεται για την υψηλή μέση δαπάνη (623 ευρώ ανά ταξίδι) και την εστίασή της σε θεματικές μορφές τουρισμού, όπως ο θαλάσσιος και ο αθλητικός. Παρά τη μείωση σε αφίξεις (-5%) και διανυκτερεύσεις (-9%), παραμένει αγορά με δυναμική για το ποιοτικό κομμάτι του ελληνικού τουρισμού.

Πέρα από τα παραδοσιακά κέντρα βάρους, νέες γεωγραφικές τάσεις αναδύονται. Η Ήπειρος και το Βόρειο Αιγαίο σημειώνουν αυξημένη προσέλευση ταξιδιωτών από αγορές υψηλής αγοραστικής δύναμης, υποδηλώνοντας ότι υπάρχει περιθώριο για πιο ισόρροπη διασπορά της τουριστικής ανάπτυξης. Ωστόσο, η αξιοποίηση αυτής της δυναμικής απαιτεί επενδύσεις σε σύγχρονες υποδομές, καλύτερες συνδέσεις και εμπειρίες προσαρμοσμένες στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε αγοράς.

Η πρόκληση για τα επόμενα χρόνια δεν περιορίζεται στο να διατηρηθεί η ανοδική πορεία των αφίξεων. Η αύξηση της μέσης δαπάνης ανά επισκέπτη, η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και η ανάπτυξη νέων αγορών με υψηλή αγοραστική δύναμη αποτελούν τους πραγματικούς δείκτες επιτυχίας. Έτσι, η συμβολή του τουρισμού δεν θα μετριέται μόνο σε απόλυτους αριθμούς, αλλά και στην ουσιαστική, μακροπρόθεσμη αξία που δημιουργεί για την ελληνική οικονομία και τις τοπικές κοινωνίες.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.