Η διαχείριση των φυσικών πόρων αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα για τη σταθερότητα, την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας.
Όπως επισημαίνεται σε ανάλυση που δημοσιεύθηκε από το Reuters, τις τελευταίες δεκαετίες έχει διαμορφωθεί ένα έντονα εξορυκτικό και αναποτελεσματικό μοντέλο, με τους βασικούς κλάδους που εξασφαλίζουν τις θεμελιώδεις ανάγκες της κοινωνίας – τρόφιμα, στέγαση, μεταφορές και ενέργεια – να καταναλώνουν δυσανάλογα μεγάλες ποσότητες πόρων και να επιβαρύνουν σημαντικά το περιβάλλον. Η εξόρυξη και η επεξεργασία υλικών ευθύνονται για περίπου το 60% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, για πάνω από το 90% της απώλειας βιοποικιλότητας που συνδέεται με τη χρήση γης και την επιβάρυνση των υδάτινων πόρων, καθώς και για το 40% της ρύπανσης από αιωρούμενα σωματίδια.
Το πρόβλημα επιτείνεται από τις έντονες ανισότητες στην κατανάλωση. Σύμφωνα με το International Resources Panel (IRP), οι πλούσιες χώρες χρησιμοποιούν κατά μέσο όρο έξι φορές περισσότερα υλικά ανά κάτοικο σε σχέση με τις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Την ίδια στιγμή, η ζήτηση για κρίσιμα ορυκτά αυξάνεται, ενώ τα αποθέματα συρρικνώνονται, προκαλώντας ήδη αλυσιδωτές γεωπολιτικές εντάσεις. Παραδείγματα αποτελούν οι συγκρούσεις στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, οι ενδεχόμενες καταπατήσεις γης στη Γροιλανδία και την Ουκρανία, καθώς και οι αυξανόμενες διεκδικήσεις στη Νότια Σινική Θάλασσα. Στον Καναδά, ο πρωθυπουργός Μαρκ Κάρνεϊ σχολίασε τα κίνητρα πίσω από την πρόταση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να ενταχθεί η χώρα ως «51η πολιτεία» των ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας πως στόχος είναι η πρόσβαση στους φυσικούς πόρους, το νερό, τη γη και, κατ’ επέκταση, στον ίδιο τον έλεγχο της χώρας.
Παρά την καθοριστική τους σημασία, οι φυσικοί πόροι δεν διαθέτουν ένα αποτελεσματικό πλαίσιο διεθνούς διακυβέρνησης. Αν και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα προς την κατεύθυνση της αποδοτικότητας πόρων και της κυκλικής οικονομίας, οι περισσότερες πολιτικές εξακολουθούν να επικεντρώνονται σε ζητήματα «κατάντη», όπως η ανακύκλωση, αφήνοντας αναπάντητα τα κρίσιμα ερωτήματα για τον τρόπο εξόρυξης, εμπορίας και αρχικής χρήσης των υλικών. Η ανάγκη για ένα ολοκληρωμένο διεθνές πλαίσιο, που θα βασίζεται στην ισότητα, τη διαφάνεια και τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα, είναι πλέον επιτακτική. Στο επίκεντρο αυτής της πρότασης βρίσκεται η δημιουργία ενός Διεθνούς Οργανισμού Υλικών, με έδρα ιδανικά σε μια αναπτυσσόμενη χώρα με πλούσιους φυσικούς πόρους, ο οποίος θα συλλέγει και θα διαθέτει αξιόπιστα δεδομένα για τις ροές υλικών και τις περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις, θα παρακολουθεί τις παγκόσμιες εξελίξεις και θα παρέχει κατευθύνσεις για πρότυπα και πολιτικές. Παράλληλα, θα διενεργεί αξιολογήσεις κινδύνου για κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες και θα στηρίζει κυβερνήσεις και επιχειρήσεις στην εναρμόνιση της χρήσης πόρων με τους στόχους για το κλίμα και την ανάπτυξη.
Η διασφάλιση ισότιμης πρόσβασης, ειδικά για τις φτωχότερες χώρες, απαιτεί τη θέσπιση μηχανισμών που θα εγγυώνται ότι οι αναπτυσσόμενες οικονομίες θα μπορούν να εξασφαλίζουν τα υλικά που χρειάζονται για την απανθρακοποίηση και την οικονομική τους ανάπτυξη. Μία λύση θα μπορούσε να είναι η δημιουργία «ταμείων πόρων», τα οποία θα αποτρέπουν την περαιτέρω διεύρυνση του χάσματος και την ενίσχυση της αστάθειας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ένα ακόμη κρίσιμο πεδίο είναι η μέτρηση. Οι παραδοσιακοί δείκτες, όπως το ΑΕΠ ή τα ποσοστά ανακύκλωσης, δεν αρκούν για να αποτυπώσουν την πραγματική εικόνα. Οι κυβερνήσεις χρειάζεται να παρακολουθούν με ποιον τρόπο οι βασικοί τομείς – τρόφιμα, στέγαση, μεταφορές και ενέργεια – συμβάλλουν στην ευημερία, παραμένοντας ταυτόχρονα εντός των ορίων. Αυτό θα τους επιτρέψει να κατευθύνουν τους πόρους τους προς τα πιο αποδοτικά συστήματα. Αν και οι υφιστάμενοι δείκτες παρουσιάζουν αδυναμίες, μπορούν να αποτελέσουν σημείο εκκίνησης για τη δημιουργία καλύτερων εργαλείων. Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει θέσει στόχο να μειώσει το «αποτύπωμα υλικών» σε 6–8 τόνους ανά κάτοικο έως το 2045, στο πλαίσιο της στρατηγικής κυκλικής οικονομίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της επερχόμενης Πράξης Κυκλικής Οικονομίας το 2026, έχει τη δυνατότητα να θεσπίσει δεσμευτικούς στόχους για τη χρήση υλικών και να τους ενσωματώσει στα συστήματα τροφίμων, στέγασης, μεταφορών και ενέργειας. Εάν αξιοποιήσει την πολιτική και οικονομική της βαρύτητα για να υποστηρίξει ένα διαφανές και δίκαιο πλαίσιο διεθνούς διακυβέρνησης των πόρων, μπορεί να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της για το κλίμα και τη διατήρηση της φύσης, ενισχύοντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη στην Ευρώπη.
Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) έχει θέσει έναν σαφή κλιματικό στόχο, τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη στον 1,5°C. Αντίστοιχα, είναι καιρός να καθιερωθεί ένα παγκόσμιο σημείο αναφοράς για τη χρήση των φυσικών πόρων, το οποίο θα ευθυγραμμίζει την οικονομική δραστηριότητα με τα οικολογικά όρια και την ανθρώπινη ευημερία. Εάν αυτή η προσπάθεια καθυστερήσει, η πίεση για τους περιορισμένους πλέον πόρους θα αυξηθεί δραματικά, με το κοινωνικό και οικονομικό κόστος να βαραίνει πρωτίστως τους πολίτες.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.