Τα τελευταία χρόνια, η πορεία της αλλαντοβιομηχανίας Νίκας μόνο ευθύγραμμη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Η επιχείρηση βρέθηκε σε διαδοχικές φάσεις αναδιάρθρωσης, αλλαγών ιδιοκτησίας και οικονομικών αναταράξεων. Το πιο πρόσφατο και καθοριστικό κεφάλαιο γράφεται με τη συμφωνία μεταξύ του σημερινού βασικού μετόχου της, Σπύρου Θεοδωρόπουλου, και του Αλέξιου Υφαντή, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της Υφαντής Α.Ε., βάσει της οποίας η τελευταία αποκτά πλήρη έλεγχο της Νίκας. Η συμφωνία αυτή ενισχύει περαιτέρω τη συγκέντρωση της αγοράς αλλαντικών στα χέρια λιγοστών ισχυρών παικτών, σε έναν κλάδο που παραδοσιακά χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και περιορισμένες διακυμάνσεις στον όγκο των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά.
Η ολοκλήρωση της συναλλαγής τελεί υπό την αίρεση της έγκρισης από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία θα αποφανθεί αν πληρούνται οι όροι του υγιούς ανταγωνισμού πριν πέσουν οι τελικές υπογραφές. Αν και τυπικά απομένει αυτό το βήμα, η κίνηση θεωρείται στρατηγικής σημασίας τόσο για την Υφαντής όσο και για την ίδια τη Νίκας, που παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών, δεν κατόρθωσε να επιστρέψει σε τροχιά κερδοφορίας.
Η οικονομική εικόνα της Νίκας και οι πιέσεις της αγοράς
Παρά το γεγονός ότι υπό τη διοίκηση Θεοδωρόπουλου έγιναν σημαντικές κινήσεις εξυγίανσης και βελτίωσης της λειτουργικής αποτελεσματικότητας, η Νίκας συνέχισε να γράφει ζημίες. Η απώλεια μεριδίων αγοράς και οι διαδοχικές ζημιογόνες χρήσεις δείχνουν τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, ενώ η εκτόξευση του κόστους πρώτων υλών, οι ανατιμήσεις στην ενέργεια και οι αυξημένες λειτουργικές δαπάνες επιδείνωσαν το ήδη πιεσμένο περιθώριο κέρδους. Η εξαγορά από τον όμιλο Υφαντή αναμένεται να προσφέρει συνέργειες, οικονομίες κλίμακας και ισχυρότερη εμπορική δυναμική, καθώς η οικογένεια Υφαντή διαθέτει μακροχρόνια τεχνογνωσία και βαθιά γνώση του κλάδου των αλλαντικών, που αποτελεί και τον πυρήνα της δραστηριότητάς της.
Η είσοδος του Σπύρου Θεοδωρόπουλου στο μετοχικό κεφάλαιο
Η σχέση του Σπύρου Θεοδωρόπουλου με τη Νίκας ξεκινά το 2011, όταν συμμετείχε στην αναδιάρθρωση του χρέους, αποκτώντας ομολογίες ύψους 5,4 εκατ. ευρώ, ποσοστό άνω του 50% του μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου. Το 2014, η Chipita, συμφερόντων του τότε, κατέθεσε πρόταση εξαγοράς πλειοψηφικού πακέτου μετοχών, καθώς η Νίκας ανήκε κατά κύριο λόγο στην Global Finance και μερικώς στο ΤΧΣ μέσω της Eurobank. Η τελική συμφωνία υπεγράφη το 2016, με τον Θεοδωρόπουλο και τον Δημήτρη Βιντζηλαίο να αναλαμβάνουν τον έλεγχο της εταιρείας – αν και αργότερα ο Βιντζηλαίος αποχώρησε, αφήνοντας χώρο στον Σπύρο Θεοδωρόπουλο να κυριαρχήσει στο μετοχικό κεφάλαιο.
Το 2022, έχοντας ήδη πουλήσει την Chipita στη Mondelez, ο Θεοδωρόπουλος απέκτησε το 95,05% της Νίκας και ακολούθησε υποχρεωτική δημόσια πρόταση για το υπόλοιπο, με αποτέλεσμα η εταιρεία να βγει από το ταμπλό του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν περάσει στον έλεγχο Θεοδωρόπουλου, η Νίκας αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα ρευστότητας και υψηλό δανεισμό άνω των 70 εκατ. ευρώ, γεγονός που είχε οδηγήσει πιστωτές να ζητήσουν δικαστικά τη λύση και εκκαθάρισή της. Για να ολοκληρωθεί η εξαγορά το 2016, κρίθηκε αναγκαία η «γενναία» διαγραφή υποχρεώσεων, μειώνοντας τον δανεισμό στα 26,4 εκατ. ευρώ μετά από συμφωνίες ρύθμισης. Το 2023 η Νίκας κατέγραψε τζίρο 103 εκατ. ευρώ, ο οποίος όμως μειώθηκε το 2024 στα 74 εκατ. ευρώ, λόγω μεταφοράς της διάθεσης των προϊόντων της Αμβροσία Α.Ε. σε απευθείας διανομή από την ίδια την Αμβροσία και όχι μέσω της Νίκας. Την ίδια χρονιά οι καθαρές ζημίες ανήλθαν σε 7,8 εκατ. ευρώ, ενώ ο δανεισμός διαμορφώθηκε στα 33,87 εκατ. ευρώ.
Από το 1971 έως σήμερα: Η διαδρομή
Η Νίκας ιδρύθηκε το 1971 από τον Παναγιώτη Νίκα με έδρα το Περιστέρι και αρχικό κεφάλαιο 14 εκατομμυρίων δραχμών. Σύντομα εξελίχθηκε σε μία από τις κορυφαίες ελληνικές αλλαντοβιομηχανίες, λανσάροντας καινοτόμα προϊόντα όπως το παριζάκι και τα τετράγωνα αλλαντικά για τοστ, που έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή. Το 1991 η εταιρεία εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών, αντλώντας περίπου 2,4 δισ. δραχμές, που διατέθηκαν για την κατασκευή του εργοστασίου στον Άγιο Στέφανο, όπου εξακολουθεί να δραστηριοποιείται.
Παρά την ισχυρή της παρουσία και την εμβληματική της μάρκα, οι διαδοχικές οικονομικές κρίσεις, οι μεταβολές στο κόστος παραγωγής και οι εντεινόμενες ανταγωνιστικές πιέσεις άλλαξαν τις ισορροπίες. Η πρόσφατη εξαγορά από τον όμιλο Υφαντή κλείνει έναν κύκλο πολλών ετών αναταράξεων, ανοίγοντας έναν νέο δρόμο ανάπτυξης υπό την «ομπρέλα» ενός ηγέτη της αγοράς, του Υφαντή.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.