Η Θεσσαλονίκη, μια πόλη που κουβαλάει αιώνες ιστορίας και πολιτισμού, βρέθηκε την τελευταία δεκαετία στο επίκεντρο μιας αλλαγής που δεν περιορίστηκε στο τουριστικό της προφίλ, αλλά επηρέασε βαθιά τον ίδιο τον τρόπο ζωής των κατοίκων της. Ο λόγος είναι η εκρηκτική άνοδος της βραχυχρόνιας μίσθωσης, η οποία μέσα σε λίγα χρόνια μετατράπηκε από ένα μικρό φαινόμενο, σε δομικό στοιχείο της τοπικής οικονομίας και της αγοράς ακινήτων.
Αν το 2015 καταγράφονταν στις σχετικές πλατφόρμες λίγες εκατοντάδες καταχωρήσεις, σήμερα τα καταλύματα ξεπερνούν τις έξι χιλιάδες, με συνολική δυναμικότητα που πλησιάζει τις δέκα χιλιάδες κλίνες. Πρόκειται για μια ανατροπή που δεν περιορίστηκε μόνο στο εμπορικό κέντρο και στις περιοχές γύρω από την παραλία, αλλά επεκτάθηκε σε συνοικίες όπως οι Αμπελόκηποι, η Τούμπα, η Τριανδρία, η Νέα Ελβετία, ο Βαρδάρης και η Καλαμαριά, μεταμορφώνοντας τον χαρακτήρα τους και αλλάζοντας τον αστικό ιστό.
Η εξάπλωση αυτή συνοδεύτηκε από πολλαπλά οφέλη. Χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες βρήκαν έναν τρόπο να αξιοποιήσουν ακίνητα που μέχρι τότε παρέμεναν κενά ή απαξιωμένα. Παλαιά διαμερίσματα που έμεναν αναξιοποίητα, κατοικίες σε περιοχές με χαμηλή ζήτηση ή ακόμη και επαγγελματικοί χώροι, που είχαν χάσει την εμπορική τους αξία, βρήκαν ξανά ρόλο μέσα από την ανακαίνιση και τη διάθεσή τους στη βραχυχρόνια μίσθωση. Αυτή η διαδικασία δεν ωφέλησε μόνο τους ιδιοκτήτες που αύξησαν τα εισοδήματά τους, αλλά και ένα ολόκληρο δίκτυο επαγγελμάτων που σχετίζονται με το real estate. Αρχιτέκτονες και διακοσμητές ανέλαβαν έργα ανακαίνισης, τεχνικά συνεργεία βρήκαν νέα αντικείμενα, καταστήματα με είδη σπιτιού και επίπλωσης κατέγραψαν αυξημένες πωλήσεις, ενώ εταιρείες διαχείρισης ακινήτων εδραιώθηκαν στην τοπική αγορά προσφέροντας υπηρεσίες που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Βέβαια, η όλη αυτή αλλαγή θα μπορούσαμε να πούμε ότι επηρέασε και τους ιδιοκτήτες που διαθέτουν τα ακίνητά τους προς μακροχρόνια μίσθωση, καθώς τα περισσότερα διαμερίσματα διατίθενται ανακαινισμένα και αρκετά προσεγμένα, ανεβάζοντας την τιμή ενοικίασης.
Το οικονομικό αποτύπωμα της βραχυχρόνιας μίσθωσης δεν περιορίζεται στον χώρο των ακινήτων. Οι επισκέπτες που επιλέγουν αυτά τα καταλύματα συνήθως δεν περιορίζονται στην χρήση τυπικών τουριστικών υπηρεσιών, αλλά διοχετεύουν τη δαπάνη τους σε τοπικές επιχειρήσεις. Μικρά εστιατόρια, καφέ, καταστήματα τροφίμων, ακόμη και μικρομάγαζα γειτονιών βλέπουν αυξημένη κίνηση, γεγονός που τόνωσε την εμπορική ζωή και σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησε σε μια μορφή αστικής αναζωογόνησης. Γειτονιές που είχαν περιθωριοποιηθεί απέκτησαν ξανά ζωντάνια και οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, σε περιόδους αιχμής, όπως η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης ή μεγάλα πολιτιστικά και αθλητικά γεγονότα, η ύπαρξη ενός τόσο μεγάλου αποθέματος καταλυμάτων αποδεικνύεται σωτήρια. Η πόλη καταφέρνει να φιλοξενεί δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες, που διαφορετικά δύσκολα θα έβρισκαν διαθέσιμη στέγη, ενισχύοντας το τουριστικό της προφίλ.
Ωστόσο, η άλλη όψη του φαινομένου είναι πιο σύνθετη και δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το πιο εμφανές ζήτημα αφορά την αγορά κατοικίας. Καθώς περισσότερα διαμερίσματα αποσύρονται από τη μακροχρόνια μίσθωση για να ενταχθούν στη βραχυχρόνια, η διαθεσιμότητα κατοικιών μειώνεται και οι τιμές ανεβαίνουν. Η Θεσσαλονίκη, με τον έντονο φοιτητικό της χαρακτήρα, με εργαζόμενους που μετακινούνται από άλλες πόλεις και με τουριστική κίνηση που ενισχύεται χρόνο με τον χρόνο, αισθάνεται αυτή την πίεση εντονότερα. Στούντιο που πριν από λίγα χρόνια νοικιάζονταν σε λογικές τιμές, σήμερα κοστίζουν πολύ περισσότερο, ενώ υπάρχουν προβλέψεις ότι αν δεν υπάρξουν παρεμβάσεις, τα ενοίκια θα φτάσουν σε επίπεδα απρόσιτα για σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού.
Η συσσώρευση βραχυχρόνιων καταλυμάτων σε ορισμένες γειτονιές έχει προκαλέσει μια σταδιακή αλλαγή στη φυσιογνωμία τους. Ο κοινωνικός ιστός μεταβάλλεται, καθώς κάτοικοι με χαμηλότερα εισοδήματα δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος και αναγκάζονται να μετακινηθούν, αφήνοντας τη θέση τους σε νεοεισερχόμενους με μεγαλύτερη οικονομική δυνατότητα. Η εξέλιξη αυτή δεν περιορίζεται μόνο στα αριθμητικά μεγέθη, αλλά επηρεάζει και την ίδια την καθημερινότητα των περιοχών, από τον χαρακτήρα της γειτονιάς μέχρι τις συνήθειες των κατοίκων της. Παράλληλα, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν ανταγωνιστή που λειτουργεί με διαφορετικά κόστη και όρους, γεγονός που δημιουργεί εντάσεις και ενισχύει τα αιτήματα για ένα πιο αυστηρό και ξεκάθαρο πλαίσιο ρύθμισης της βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Η εικόνα που αναδύεται είναι, επομένως, αντιφατική. Από τη μία πλευρά, η βραχυχρόνια μίσθωση έφερε μια νέα πνοή στην τοπική οικονομία, αναβάθμισε ακίνητα που είχαν απαξιωθεί, έδωσε ώθηση σε επαγγέλματα που σχετίζονται με την οικοδομή και την ανακαίνιση, τόνωσε τη ζήτηση σε μικρές επιχειρήσεις και ενίσχυσε την ικανότητα της Θεσσαλονίκης να ανταγωνίζεται ως τουριστικός προορισμός. Από την άλλη πλευρά, η ίδια αυτή δυναμική προκαλεί πιέσεις στην αγορά κατοικίας, αυξάνει τις τιμές των ενοικίων, μεταβάλλει την κοινωνική σύνθεση γειτονιών και δημιουργεί ανισότητες που αγγίζουν άμεσα την καθημερινότητα των μόνιμων κατοίκων.
Το κρίσιμο στοίχημα για τα επόμενα χρόνια είναι η εξεύρεση ισορροπίας. Εάν η πόλη καταφέρει να αξιοποιήσει τα οφέλη της βραχυχρόνιας μίσθωσης χωρίς να αφήσει ανεξέλεγκτες τις παρενέργειες, τότε μπορεί να τη μετατρέψει σε σταθερό πυλώνα ανάπτυξης. Αυτό προϋποθέτει, όμως, μια στρατηγική που θα διασφαλίζει προσιτή στέγη για τους κατοίκους, θα αποτρέπει τον υπερβολικό κορεσμό συγκεκριμένων περιοχών και θα θέτει κανόνες που θα εξασφαλίζουν υγιή συνύπαρξη με τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Αντίθετα, αν η τάση συνεχιστεί χωρίς ρυθμίσεις, υπάρχει ο κίνδυνος να επιδεινωθεί ένα ήδη πιεσμένο στεγαστικό περιβάλλον και να ενταθούν οι κοινωνικές ανισότητες.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.