Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και ειδικά του μεθανίου, ενός αερίου με πολύ υψηλή κλιματική ισχύ.
Στο πλαίσιο της διεθνούς πρωτοβουλίας Global Methane Pledge, η ΕΕ έχει δεσμευθεί να περιορίσει τις εκπομπές κατά 30% έως το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 2020. Το μεθάνιο συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τον αγροδιατροφικό τομέα και κυρίως με την εκτροφή βοοειδών, που ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών του κλάδου. Η συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο επικεντρώνεται, έτσι, στη μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης της κτηνοτροφίας, γεγονός που πρακτικά μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό του ζωικού κεφαλαίου και σε προσαρμογή της παραγωγής βόειου κρέατος σε χαμηλότερα επίπεδα. Η κατεύθυνση αυτή, αν και περιβαλλοντικά δικαιολογημένη, δημιουργεί ισχυρές πιέσεις στην αγορά, καθώς η ζήτηση παραμένει υψηλή, οδηγώντας σε ανισορροπία προσφοράς και τιμών.
Οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στην Ελλάδα. Η εγχώρια κτηνοτροφία είχε ανέκαθεν περιορισμένες δυνατότητες κάλυψης της κατανάλωσης και η σταδιακή μείωση του ζωικού κεφαλαίου καθιστά το πρόβλημα εντονότερο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ζωικό κεφάλαιο στα βοοειδή μειώθηκε το 2023 κατά 4,1% σε σχέση με το 2022. Η πτωτική αυτή πορεία καταγράφεται σταθερά την τελευταία δεκαετία, αποδυναμώνοντας τη θέση των παραγωγών και περιορίζοντας την αυτάρκεια της χώρας. Το περιβαλλοντικό πλαίσιο ωθεί στην αναδιάρθρωση του κλάδου, όμως το βάρος της προσαρμογής πέφτει στις πλάτες των κτηνοτρόφων που ήδη δοκιμάζονται από το αυξημένο κόστος.
Οι παραγωγοί δηλώνουν ότι η εκτροφή βοοειδών έχει καταστεί ιδιαίτερα δαπανηρή. Οι ζωοτροφές απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων και οι διεθνείς τιμές σιτηρών και καλαμποκιού έχουν αυξηθεί σημαντικά. Παράλληλα, το ενεργειακό κόστος για ψύξη, συντήρηση και μεταφορά παραμένει υψηλό. Το κόστος συμμόρφωσης με νέους περιβαλλοντικούς κανονισμούς, η ανάγκη για επενδύσεις σε σύγχρονες εγκαταστάσεις και τα μέτρα βιοασφάλειας, ιδίως μετά τα περιστατικά ευλογιάς στα αμνοερίφια, επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τους παραγωγούς. Όλα αυτά συνθέτουν ένα περιβάλλον στο οποίο οι εκτροφές έχουν ελάχιστα περιθώρια κέρδους και οι παραγωγοί αναγκάζονται να μετακυλίουν το κόστος στον καταναλωτή.
Η ελληνική αγορά χαρακτηρίζεται από υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές. Η ετήσια κατανάλωση μοσχαρίσιου κρέατος φτάνει περίπου τους 160.000 τόνους, εκ των οποίων μόνο 40.000 παράγονται εγχώρια. Το υπόλοιπο 80% καλύπτεται με εισαγωγές κυρίως από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γαλλία, η Ολλανδία και η Ιταλία. Αυτό σημαίνει ότι οι διεθνείς διακυμάνσεις στις τιμές περνούν σχεδόν αυτούσιες στα ελληνικά ράφια, χωρίς την προστασία μιας ισχυρής εγχώριας παραγωγής. Το 2024 η αξία των εισαγωγών κρέατος έφτασε τα €1,8 δισ., αυξημένη κατά 7,13% σε σχέση με το 2023, ενώ οι ποσότητες αυξήθηκαν μόλις κατά 3,25%. Η διαφορά αυτή δείχνει ότι η αύξηση προέρχεται κυρίως από τις τιμές. Από το 2021 έως το 2024 η συνολική αξία των εισαγωγών αυξήθηκε κατά 56%, ένδειξη ότι η χώρα πληρώνει ολοένα και ακριβότερα για να καλύψει τις ανάγκες της.
Τα δελτία τιμών καταγράφουν με σαφήνεια την ένταση του προβλήματος. Το μοσχαρίσιο στήθος εισαγωγής χωρίς οστά πωλείται πλέον περίπου €12 το κιλό, από €7,98 πέρυσι, σημειώνοντας αύξηση άνω του 50%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιούλιο του 2025 οι τιμές όλων των κατηγοριών κρέατος αυξήθηκαν κατά 6,2% σε ετήσια βάση. Την ίδια στιγμή, η έρευνα του ΙΕΛΚΑ κατέγραψε για την περίοδο Αυγούστου 2024 – Αυγούστου 2025 μεσοσταθμική αύξηση 11,3% στα φρέσκα κρέατα των σούπερ μάρκετ, το υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα σε όλες τις ομάδες προϊόντων.
Για τον καταναλωτή, το αποτέλεσμα είναι άμεσο. Το μοσχάρι, που είχε σταθερή θέση στο ελληνικό τραπέζι, τείνει να μετατραπεί σε είδος πολυτελείας. Όλο και περισσότερα νοικοκυριά περιορίζουν την κατανάλωσή του ή στρέφονται σε φθηνότερες επιλογές. Παράγοντες της αγοράς προειδοποιούν ότι αν συνεχιστεί αυτή η πορεία, η τιμή μπορεί να ξεπεράσει τα €20 το κιλό μέσα στα επόμενα χρόνια. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα επιβαρύνει μόνο τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, αλλά και τον γενικό πληθωρισμό, καθώς το κρέας αποτελεί βασικό αγαθό στο καταναλωτικό καλάθι.
Η εικόνα που σχηματίζεται είναι αυτή μιας αγοράς που δοκιμάζεται από πολλαπλές πιέσεις. Οι περιβαλλοντικές δεσμεύσεις περιορίζουν την παραγωγή, το αυξημένο κόστος δυσχεραίνει τη βιωσιμότητα των παραγωγών, η εξάρτηση από τις εισαγωγές αφήνει τη χώρα εκτεθειμένη στις διεθνείς διακυμάνσεις και ο καταναλωτής καλείται να πληρώσει ολοένα και περισσότερα. Η συζήτηση για το μέλλον του βόειου κρέατος στην Ελλάδα δεν είναι απλώς ζήτημα αγροτικής πολιτικής, αλλά αφορά την ίδια τη διατροφική ασφάλεια και το κόστος ζωής. Χωρίς στοχευμένες παρεμβάσεις, που θα στηρίξουν την εγχώρια παραγωγή και θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της αγοράς, το μοσχάρι κινδυνεύει να χαθεί από το καθημερινό τραπέζι και να εξελιχθεί σε προϊόν προσιτό μόνο σε λίγους.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.