Η καταναλωτική καθημερινότητα των Ελλήνων έχει αλλάξει σημαντικά και κατά τη διάρκεια του έτους που «τρέχει», φαίνεται πιο καθαρά από ποτέ. Το φαινόμενο του homing, που ξεκίνησε στα χρόνια της πανδημίας, έχει εδραιωθεί, με αποτέλεσμα η κατανάλωση εντός σπιτιού να ενισχύεται διαρκώς εις βάρος της εστίασης.
Η ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων στον τουρισμό έρχεται να προσθέσει ένα ακόμη κομμάτι στο παζλ, καθώς μεγάλο μέρος των επισκεπτών της χώρας προτιμά να παρασκευάζει και να καταναλώνει τα γεύματά του στο κατάλυμα. Αυτό το μείγμα συνθηκών ευνόησε τα σούπερ μάρκετ, που αναδείχθηκαν στον πιο ισχυρό κρίκο της κατανάλωσης.
Η τάση αυτή δεν περιορίζεται στις φυσικές αγορές. Το ηλεκτρονικό κανάλι, που περιλαμβάνει τις online πωλήσεις μεγάλων αλυσίδων, όπως Σκλαβενίτης, AB, Μασούτης και Κρητικός, κατέγραψε αύξηση 12,5% στο οκτάμηνο, με συνολική αξία 194,4 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τη NielsenIQ. Αν και το μερίδιο παραμένει σταθερό στο 3,1%, δείχνει ότι το e-grocery έχει παγιωθεί σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αποσπάσει σημαντικά μερίδια από τις φυσικές πωλήσεις, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η δυναμική αποτυπώνεται και στο επίπεδο των καταστημάτων. Τα superettes, με επιφάνεια 100–399 τ.μ., κατέγραψαν τη μεγαλύτερη άνοδο με 9,7%, ενώ τα μικρά σούπερ μάρκετ (400–999 τ.μ.) ακολούθησαν με 9,5%. Η στροφή σε πιο κοντινά σημεία πώλησης δείχνει ότι οι καταναλωτές αναζητούν ευκολία και άμεση πρόσβαση, χωρίς να εγκαταλείπουν όμως τα hypermarkets, που σημείωσαν επίσης άνοδο 9,3%. Ακόμη και τα μεγάλα καταστήματα είχαν θετική πορεία, έστω και με πιο συγκρατημένους ρυθμούς (5,4%), στοιχείο που φανερώνει ότι η ανάπτυξη είναι γενικευμένη.
Η γεωγραφική κατανομή των πωλήσεων υπογραμμίζει τον ρόλο του τουρισμού. Σύμφωνα με τη NielsenIQ, οι νησιωτικές περιοχές κατέγραψαν άνοδο 11,3% επωφελούμενες από μια ακόμη ισχυρή τουριστική σεζόν, ενώ η Κρήτη κινήθηκε στο 9,7% και η Πελοπόννησος στο 8,7%. Στη Θεσσαλονίκη οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 8,4% και στη Μακεδονία–Θράκη κατά 8,1%. Η Αττική, που εξακολουθεί να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μερίδιο με πάνω από 40% του συνολικού τζίρου, κινήθηκε πιο συγκρατημένα, με αύξηση 6,5%.
Πίσω από τις γεωγραφικές διαφοροποιήσεις και την εικόνα των καταστημάτων βρίσκεται μια ισχυρή συνολική επίδοση. Ο τζίρος των σούπερ μάρκετ έφτασε τα 10,445 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι τα τέλη Αυγούστου, αυξημένος κατά 757 εκατομμύρια σε σχέση με το 2024. Σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ, η άνοδος 7,8% έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί προέρχεται κυρίως από την αύξηση της ζήτησης. Ο όγκος πωλήσεων ανέβηκε κατά 5%, ενώ οι τιμές μόλις 1,4%. Έτσι, το 78% της συνολικής ανόδου αποδίδεται σε πραγματική κατανάλωση και όχι στον πληθωρισμό.
Η ανάλυση ανά κατηγορία δείχνει ξεκάθαρα τις προτεραιότητες των καταναλωτών. Τρόφιμα και ποτά πρόσθεσαν σχεδόν 400 εκατομμύρια ευρώ, ενώ τα φρέσκα και χύμα προϊόντα 265 εκατομμύρια. Μαζί συγκέντρωσαν 662 από τα 757 εκατομμύρια της συνολικής ανόδου. Αντίθετα, οι κατηγορίες προσωπικής φροντίδας και ειδών οικιακής χρήσης παρέμειναν σχεδόν στάσιμες, με αυξήσεις μόλις 2,9% και 2,1% αντίστοιχα. Στον αντίποδα, τα προϊόντα bazaar –από παιχνίδια και ρούχα μέχρι μικροσυσκευές– κινήθηκαν ανοδικά κατά 10,1%, προσθέτοντας 58 εκατομμύρια.
Σημαντικό στοιχείο αποτελεί η μείωση της προωθητικής δραστηριότητας, αποτέλεσμα της εφαρμογής του νέου κώδικα δεοντολογίας. Για τα επώνυμα προϊόντα οι προσφορές μειώθηκαν από 66,8% το 2024 στο 48% φέτος, ενώ στο σύνολο των FMCG από 54,4% σε 40%. Παρά την υποχώρηση, οι πωλήσεις όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν, δείχνοντας ότι οι καταναλωτές έχουν πλέον διαμορφώσει πιο σταθερές αγοραστικές συνήθειες. Σταθερό παρέμεινε και το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στο 24,3%, ένδειξη ότι η ισορροπία ανάμεσα στην τιμή και στην ποιότητα έχει πλέον παγιωθεί.
Η αντίθεση με το υπόλοιπο λιανεμπόριο είναι εντυπωσιακή. Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, το γενικό λιανεμπόριο (χωρίς τρόφιμα, οχήματα και καύσιμα) εμφάνισε άνοδο μόλις 1,4% στο οκτάμηνο, η οποία εξανεμίστηκε από τον πληθωρισμό 2,5%, οδηγώντας σε πραγματική μείωση 0,3%. Μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις κατάφεραν να κρατήσουν θετικό πρόσημο με άνοδο 7,3%. Την ίδια ώρα, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η εστίαση κατέγραψε πτώση 4,7% το πρώτο εξάμηνο, χάνοντας περίπου 226 εκατομμύρια ευρώ. Η υποχώρηση ήταν έντονη στο πρώτο τρίμηνο (-7,6%) και συνεχίστηκε στο δεύτερο (-2,6%).
Η συνολική εικόνα δείχνει ότι οι αλυσίδες τροφίμων βρίσκονται σε εντελώς διαφορετική τροχιά σε σχέση με το υπόλοιπο λιανεμπόριο. Ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις προσπαθούν να ισορροπήσουν σε ένα δύσκολο περιβάλλον, τα σούπερ μάρκετ κερδίζουν μερίδια, ενισχύουν τα έσοδά τους και αξιοποιούν τις αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.