Η έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς δεν σηματοδοτεί μόνο την επιστροφή μαθητών και φοιτητών στις αίθουσες, αλλά και την επαναφορά στο προσκήνιο των ερωτημάτων γύρω από το πόσο επενδύουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες στην παιδεία. Σε μια περίοδο όπου οι οικογένειες σε όλη την Ευρώπη βρίσκονται αντιμέτωπες με αυξημένα κόστη, τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat αποτυπώνουν τις έντονες ανισότητες στη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης.
Στον ευρωπαϊκό Νότο η εκπαίδευση εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις πιο αδύναμες πλευρές της κοινωνικής πολιτικής. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δαπανούν κατά μέσο όρο το 4,66% του ΑΕΠ τους για την εκπαίδευση συνολικά, ποσοστό που συνιστά το χαμηλότερο από το 2013. Την ίδια στιγμή, οι οικογένειες βλέπουν το κόστος της φοίτησης να αυξάνεται, γεγονός που εντείνει τις ανισότητες.
Η εικόνα είναι ιδιαίτερα δύσκολη στις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Σύμφωνα με την Eurostat, η Κροατία βρίσκεται στην τελευταία θέση της κατάταξης, με τις δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση να αντιστοιχούν μόλις στο 1,54% του ΑΕΠ. Ακολουθούν η Ρουμανία, η Σερβία και η Τουρκία, όπου τα εκπαιδευτικά συστήματα στηρίζονται περισσότερο στις οικογένειες και λιγότερο σε δημόσιους πόρους. Όπως ανέφερε το euronews, η Κροατία προχώρησε σε μείωση της χρηματοδότησης κατά 2,38 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2019–2022, τη μεγαλύτερη πτώση που καταγράφηκε σε κράτος – μέλος της Ένωσης. Το γεγονός αυτό δείχνει πόσο εύκολα μπορεί να περιοριστεί η επένδυση στην παιδεία σε περιόδους δημοσιονομικής πίεσης.
Η Ελλάδα βρίσκεται επίσης στις χαμηλότερες θέσεις όσον αφορά την άμεση ενίσχυση των μαθητών. Τα ποσά που διαθέτει το κράτος ανά παιδί παραμένουν περιορισμένα, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του κόστους να καλύπτεται από τις οικογένειες. Αυτό οδηγεί σε υψηλές ιδιωτικές δαπάνες, από τα φροντιστήρια στη δευτεροβάθμια μέχρι το κόστος σπουδών στην τριτοβάθμια, και επιβαρύνει σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Η αδυναμία επαρκούς στήριξης δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ των οικογενειών που μπορούν να επενδύσουν στην εκπαίδευση των παιδιών τους και εκείνων που περιορίζονται στις ελάχιστες δυνατότητες που τους προσφέρει το δημόσιο σύστημα.
Οι χώρες του Νότου συνολικά αντιμετωπίζουν διαρθρωτικές δυσκολίες. Χαμηλές δαπάνες στην προσχολική και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση σημαίνουν αδύναμα θεμέλια για το μέλλον, ενώ η έλλειψη επαρκών πόρων περιορίζει τις ευκαιρίες κοινωνικής κινητικότητας. Σε περιοχές με υψηλή ανεργία των νέων και έντονη οικονομική αβεβαιότητα, η ανεπαρκής επένδυση στην παιδεία επιβαρύνει τις προοπτικές ανάπτυξης και δυσκολεύει την προσπάθεια να μειωθούν οι κοινωνικές ανισότητες.
Η εικόνα αλλάζει ριζικά στον Βορρά. Σύμφωνα με την Eurostat, η Σουηδία κατέχει την πρώτη θέση με σχεδόν 7% του ΑΕΠ να κατευθύνεται στην εκπαίδευση. Η Ισλανδία και το Βέλγιο ακολουθούν με ποσοστά που ξεπερνούν το 6%, ενώ κοντά βρίσκονται η Φινλανδία και η Δανία. Οι χώρες αυτές αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση όχι ως βάρος για τον προϋπολογισμό, αλλά ως επένδυση για το μέλλον, συνδέοντας την ποιότητα της παιδείας με την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Η στήριξη που προσφέρουν απευθείας στους μαθητές και στους φοιτητές είναι σημαντική. Σε χώρες, όπως η Νορβηγία και η Δανία, η ετήσια ενίσχυση ξεπερνά τα 8.000 ευρώ ανά παιδί στην ανώτερη δευτεροβάθμια και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σε ευρωπαϊκό μέσο όρο, η ενίσχυση είναι πολύ χαμηλότερη, περίπου 1.766 ευρώ για μαθητές γυμνασίου και μόλις 533 ευρώ για την ανώτερη δευτεροβάθμια, όμως πίσω από αυτούς τους αριθμούς κρύβονται τεράστιες αποκλίσεις. Στον Νότο, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Ελλάδα, την Κροατία και την Τσεχία, οι παροχές βρίσκονται στις χαμηλότερες θέσεις, με τις οικογένειες να επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος.
Αν εξετάσει κανείς και τον τρόπο με τον οποίο παρέχεται η στήριξη, παρατηρούνται επίσης σημαντικές διαφορές. Στις περισσότερες χώρες η βοήθεια δίνεται μέσω υποτροφιών, όμως στις Κάτω Χώρες, στη Σουηδία, στη Νορβηγία και στην Ισλανδία κυριαρχούν τα φοιτητικά δάνεια. Οι διαφορετικές αυτές πρακτικές αποτυπώνουν και διαφορετικές αντιλήψεις για τον ρόλο του κράτους. Άλλες κυβερνήσεις θεωρούν υποχρέωσή τους να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης, άλλες μεταφέρουν την ευθύνη στους ίδιους τους φοιτητές, αντιμετωπίζοντας την εκπαίδευση ως προσωπική επένδυση.
Η διάρθρωση των συνολικών δαπανών έχει κι αυτή ενδιαφέρον. Η Eurostat καταγράφει ότι περίπου το 41% κατευθύνεται στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το 26,3% στη τριτοβάθμια και το 21,6% στην ανώτερη δευτεροβάθμια. Η προσχολική εκπαίδευση απορροφά μόλις το 11,4%, παρότι διεθνώς θεωρείται ότι η πρώιμη ηλικία είναι καθοριστική για την ανάπτυξη δεξιοτήτων και την ισότητα ευκαιριών.
Η εικόνα που αναδύεται είναι αυτή μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων. Στον Βορρά η εκπαίδευση θεωρείται ακρογωνιαίος λίθος του κοινωνικού κράτους και τροφοδοτείται με σημαντικούς πόρους. Στον Νότο οι δημοσιονομικές πιέσεις και οι κοινωνικές ανισότητες περιορίζουν τις δυνατότητες, αφήνοντας μεγάλα κενά. Η απόσταση αυτή εγείρει κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον της ΕΕ. Μπορεί η Ένωση να προωθήσει μια πιο συνεκτική πολιτική για την παιδεία, όταν οι αποκλίσεις είναι τόσο έντονες; Και πόσο θα επηρεάσει η χαμηλή επένδυση των χωρών του Νότου την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή στο μέλλον;
Η εκπαίδευση παραμένει τομέας-κλειδί για την ανάπτυξη και την ισότητα. Τα στοιχεία της Eurostat και η ανάλυση του euronews δείχνουν ότι η Ευρώπη πορεύεται με δύο διαφορετικές λογικές. Αν οι ανισότητες αυτές δεν αντιμετωπιστούν, το χάσμα Βορρά και Νότου κινδυνεύει να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, με συνέπειες που θα ξεπεράσουν τον χώρο της εκπαίδευσης και θα αγγίξουν συνολικά την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.