Η θεαματική επιστροφή του χρυσού στο προσκήνιο των αγορών δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο, αλλά αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων που συνδέονται τόσο με την παγκόσμια οικονομική αστάθεια όσο και με τη διαχρονική αξία του πολύτιμου μετάλλου ως εργαλείου προστασίας από τους κινδύνους.
Τους τελευταίους μήνες η τιμή του κινείται από ρεκόρ σε ρεκόρ, προσεγγίζοντας τα 3.600–3.700 δολάρια ανά ουγγιά και με αρκετούς αναλυτές να προβλέπουν ότι μπορεί να αγγίξει τα 4.000 δολάρια μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2026. Πρόκειται για επίπεδα που πριν από λίγα χρόνια φάνταζαν απίθανα, όμως η συγκυρία φαίνεται να τα καθιστά ρεαλιστικά.
Η εντυπωσιακή άνοδος του χρυσού τροφοδοτείται από μια σειρά εξελίξεων που δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. Η επίμονη αύξηση του πληθωρισμού σε πολλές χώρες ενισχύει τον παραδοσιακό ρόλο του χρυσού ως εργαλείου αντιστάθμισης. Παράλληλα, η γεωπολιτική αστάθεια και οι συγκρούσεις σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη οδηγούν πολλούς επενδυτές στην αναζήτηση ενός «ασφαλούς καταφυγίου». Η απώλεια εμπιστοσύνης σε ορισμένα παραδοσιακά χρηματοοικονομικά εργαλεία, σε συνδυασμό με την αδυναμία κάποιων νομισμάτων, ενισχύει ακόμη περισσότερο αυτή την τάση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, που εξακολουθούν να κατέχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο διεθνές οικονομικό σύστημα, η συζήτηση γύρω από το δημόσιο χρέος και οι πολιτικές εντάσεις έχουν εντείνει την αβεβαιότητα. Ταυτόχρονα, η πτώση του δολαρίου καθιστά τον χρυσό πιο προσιτό σε διεθνείς αγοραστές, αυξάνοντας τη ζήτηση.
Σημαντικό ρόλο στην άνοδο διαδραματίζουν οι κεντρικές τράπεζες, που τα τελευταία χρόνια προχωρούν σε συστηματικές αγορές χρυσού. Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί στην ενίσχυση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και στην εξασφάλιση ενός ισχυρού εργαλείου άμυνας απέναντι σε πιθανές κρίσεις. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του World Gold Council και του ΔΝΤ, ορισμένες χώρες έχουν συγκεντρώσει τεράστιες ποσότητες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται μακράν στην πρώτη θέση με 8.133,5 τόνους, ποσότητα που αντιστοιχεί σε περίπου 70% των συναλλαγματικών τους αποθεμάτων. Η Γερμανία ακολουθεί με 3.351,5 τόνους, έχοντας επαναπατρίσει μεγάλο μέρος των αποθεμάτων της για λόγους διαφάνειας και ελέγχου. Η Ιταλία και η Γαλλία διατηρούν σχεδόν 2.450 τόνους η καθεμία, αντιμετωπίζοντας τον χρυσό ως ακρογωνιαίο λίθο της νομισματικής τους πολιτικής. Στην πέμπτη θέση βρίσκεται η Ρωσία με 2.332 τόνους, η οποία από το 2014 έχει στραφεί δυναμικά στην ενίσχυση των αποθεμάτων για να μειώσει την εξάρτησή της από το δολάριο. Ακολουθεί η Κίνα, με περίπου 2.280–2.300 τόνους, που συνδυάζει τον ρόλο του μεγαλύτερου παραγωγού χρυσού παγκοσμίως με μια στρατηγική ενίσχυσης του γουάν. Την πρώτη δεκάδα συμπληρώνουν η Ελβετία, η Ινδία, η Ιαπωνία και η Τουρκία, καθεμία με τη δική της στρατηγική και ιδιαιτερότητα. Από τον παραδοσιακό ρόλο της Ελβετίας ως κόμβου εμπορίας χρυσού έως την επιθετική πολιτική της Τουρκίας για θωράκιση απέναντι στον πληθωρισμό.
Σε αυτό το διεθνές πλαίσιο, η Ελλάδα και η Κύπρος βρίσκονται χαμηλότερα στην παγκόσμια κατάταξη, ωστόσο τα αποθέματά τους εξακολουθούν να έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις ίδιες. Η Ελλάδα διαθέτει περίπου 114 τόνους χρυσού, ποσότητα που αντιστοιχεί σε περίπου 20% των συναλλαγματικών της αποθεμάτων. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι υπεύθυνη για τη φύλαξη και τη διαχείριση, με το μεγαλύτερο μέρος να βρίσκεται εντός της χώρας και ένα σημαντικό τμήμα να φυλάσσεται σε διεθνείς αποθήκες, όπως στη Bank of England. Η επιλογή αυτή προσφέρει ασφάλεια, αλλά και πρόσβαση σε διεθνή κέντρα διακανονισμού, ενισχύοντας την αξιοπιστία της χώρας. Η Κύπρος από την πλευρά της κατέχει περίπου 13 τόνους χρυσού. Αν και πρόκειται για μικρή ποσότητα σε παγκόσμια κλίμακα, εξακολουθεί να αποτελεί κρίσιμο στοιχείο στα συναλλαγματικά αποθέματα και πηγή σταθερότητας για μια οικονομία που έχει δοκιμαστεί έντονα, όπως φάνηκε και στην τραπεζική κρίση του 2013, όταν συζητήθηκε, χωρίς τελικά να υλοποιηθεί, η πώληση μέρους των αποθεμάτων.
Η δυναμική επιστροφή του χρυσού αναδεικνύει και τον διαχρονικό του χαρακτήρα. Σε αντίθεση με άλλα χρηματοοικονομικά εργαλεία που εξαρτώνται από επιτόκια, αποδόσεις ή πιστοληπτική αξιολόγηση, ο χρυσός δεν συνδέεται με καμία χώρα ή θεσμό και γι’ αυτό θεωρείται παγκόσμιο μέσο εμπιστοσύνης. Οι επενδυτές, από ιδιώτες μέχρι θεσμικά χαρτοφυλάκια, στρέφονται ξανά σε αυτόν σε περιόδους αβεβαιότητας. Η επιθετική άνοδος της τεχνητής νοημοσύνης, οι γεωπολιτικές εντάσεις, η ενεργειακή αστάθεια και οι φόβοι για νέες οικονομικές κρίσεις ενισχύουν την ανάγκη ύπαρξης ενός σταθερού σημείου αναφοράς. Ο χρυσός παραμένει αυτό το σημείο.
Το επόμενο διάστημα, η πορεία του πολύτιμου μετάλλου θα εξαρτηθεί από μια σειρά παραγόντων. Εάν η διεθνής οικονομία συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από πληθωριστικές πιέσεις, εάν η νομισματική πολιτική παραμείνει ασταθής και εάν οι γεωπολιτικές εντάσεις δεν αποκλιμακωθούν, δεν αποκλείεται να δούμε την τιμή να ξεπερνά τα 4.000 δολάρια. Σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο είναι ότι ο χρυσός επέστρεψε δυναμικά στο επίκεντρο, υπενθυμίζοντας γιατί εδώ και αιώνες αποτελεί το απόλυτο μέτρο αξίας και εμπιστοσύνης.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.