Η τεχνητή νοημοσύνη έχει εξελιχθεί στον σημαντικότερο μοχλό επενδύσεων της εποχής μας. Πολλοί αναλυτές τη συγκρίνουν με τη Βιομηχανική Επανάσταση ως προς την κλίμακα των αλλαγών που μπορεί να επιφέρει στην οικονομία και την κοινωνία. Ακόμη και αν αυτή η αναλογία είναι υπερβολική, τα δεδομένα δείχνουν πως η άνοδος της AI έχει προκαλέσει μια πρωτοφανή κινητοποίηση κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μόνο μέσα στο 2025, οι μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας σχεδιάζουν να επενδύσουν περίπου 400 δισεκατομμύρια δολάρια σε υποδομές που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, όπως data centers, εξειδικευμένα τσιπ και υπηρεσίες cloud. Στο επίκεντρο βρίσκονται εταιρείες, όπως η OpenAI και η Anthropic, που συγκεντρώνουν τεράστια ποσά μέσω γύρων χρηματοδότησης. Η OpenAI έχει πλέον αποτιμηθεί κοντά στα 500 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η Anthropic ξεπέρασε πρόσφατα τα 180 δισεκατομμύρια, ενισχύοντας την αίσθηση ότι οι αποτιμήσεις των κορυφαίων παικτών κινούνται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Παράλληλα, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι μέχρι το 2028 η συνολική δαπάνη για κέντρα δεδομένων θα ξεπεράσει τα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια, αποτυπώνοντας το εύρος της επενδυτικής φρενίτιδας που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η έκταση αυτών των ποσών δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για τη βιωσιμότητά τους. Ακόμη και αν η τεχνολογία δικαιώσει τις υψηλές προσδοκίες, δεν θα είναι όλοι κερδισμένοι. Κάποιοι μέτοχοι θα απολαύσουν εντυπωσιακές αποδόσεις, αλλά αρκετοί θα καταγράψουν σημαντικές απώλειες. Στην περίπτωση που η εξέλιξη αποδειχθεί πιο αργή ή πιο περιορισμένη, οι επιπτώσεις θα είναι άμεσες και πιθανόν σοβαρές. Σύμφωνα με τον Economist, κάθε μεγάλη τεχνολογική μετάβαση, από τον ηλεκτρισμό έως το διαδίκτυο, συνοδεύτηκε από υπερβολές και αποτυχίες πριν παγιωθεί η νέα πραγματικότητα.
Η αισιοδοξία των πιο ενθουσιωδών στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η τεχνητή γενική νοημοσύνη, δηλαδή τα συστήματα που θα ξεπερνούν τον άνθρωπο σε πλήθος γνωστικών εργασιών, μπορεί να είναι μόλις λίγα χρόνια μακριά. Όποιος καταφέρει πρώτος να την επιτύχει θα αποκομίσει ανυπολόγιστα κέρδη και θα αποκτήσει ηγετική θέση στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό το ενδεχόμενο έχει οδηγήσει σε έναν αγώνα δρόμου, όπου η ταχύτητα μετρά περισσότερο από τη σύνεση. Η λογική είναι πως αν οι επενδύσεις γίνουν προσεκτικά και με καθυστέρηση, ενδέχεται να χαθεί η ευκαιρία.
Η κούρσα δεν περιορίζεται στις παραδοσιακές Big Tech. Στον χορό μπαίνουν και άλλοι κλάδοι, από developers ακινήτων μέχρι παρόχους ενέργειας, που προσπαθούν να επωφεληθούν από τη νέα ζήτηση. Η Oracle είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, αφού η ανακοίνωση φιλόδοξων σχεδίων για την ενίσχυση του cloud και των υπηρεσιών που σχετίζονται με την AI εκτόξευσε τη μετοχή της και έφερε για λίγες ώρες τον Λάρι Έλισον στην κορυφή της λίστας με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο.
Παρά την αισιοδοξία, υπάρχουν και πιο ρεαλιστικά σενάρια. Η τεχνολογία μπορεί να ακολουθήσει διαφορετικές κατευθύνσεις από εκείνες που προβλέπουν οι επενδυτές. Αν και κυριαρχεί η άποψη ότι οι νικητές θα είναι όσοι ελέγχουν τα μεγαλύτερα μοντέλα, παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον για μικρότερα και πιο ευέλικτα συστήματα που καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια και απαιτούν μικρότερη υπολογιστική ισχύ. Ταυτόχρονα, η μετάβαση μπορεί να επιβραδυνθεί λόγω τεχνικών περιορισμών, δυσκολιών στην επάρκεια ηλεκτρικής ενέργειας ή διοικητικών καθυστερήσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η χρηματοδότηση θα περιοριστεί, οι εκτιμήσεις θα αναθεωρηθούν και αρκετές νεοφυείς επιχειρήσεις, που ήδη λειτουργούν με ζημιές, ενδέχεται να αναγκαστούν να κλείσουν.
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι μεγάλο μέρος των σημερινών επενδύσεων ίσως δεν αποδώσει μακροπρόθεσμα. Οι σιδηροδρομικές γραμμές του 19ου αιώνα και τα δίκτυα οπτικών ινών της dotcom εποχής εξακολουθούν να αξιοποιούνται, σε αντίθεση με τους εξειδικευμένους servers και τα τσιπ της τεχνητής νοημοσύνης που ενδέχεται να απαξιωθούν μέσα σε λίγα χρόνια, αφήνοντας πίσω σημαντικά χαμένα κεφάλαια χωρίς μόνιμη υποδομή.
Το θετικό είναι ότι οι περισσότερες από τις μεγάλες επενδύσεις χρηματοδοτούνται σήμερα από τα ίδια τα κέρδη των τεχνολογικών κολοσσών, οι οποίοι διαθέτουν ισχυρούς ισολογισμούς. Ακόμη και όταν υπάρχει δανεισμός, το ρίσκο περιορίζεται, καθώς τα venture capital και τα κρατικά επενδυτικά ταμεία που στηρίζουν τις startups έχουν μεγαλύτερη ανεκτικότητα στις απώλειες σε σχέση με τις παραδοσιακές τράπεζες. Έτσι, ακόμη και σε περίπτωση επιβράδυνσης, το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν αναμένεται να υποστεί σοβαρούς τριγμούς.
Η αμερικανική οικονομία στηρίζεται ολοένα και περισσότερο στην τεχνητή νοημοσύνη. Αν οι επενδύσεις μειωθούν, θα κατασκευαστούν λιγότερα κέντρα δεδομένων, θα δημιουργηθούν λιγότερες θέσεις εργασίας και η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί. Η κατανάλωση μπορεί, επίσης, να επηρεαστεί, καθώς η άνοδος των μετοχών έχει ωφελήσει κυρίως τα πιο εύπορα νοικοκυριά, που κινούν την αγορά με τις δαπάνες τους. Αν οι μετοχές χάσουν αξία, η εμπιστοσύνη τους θα μειωθεί και θα περιορίσουν τις αγορές τους, με άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία.
Όσο πιο εντυπωσιακή είναι η σημερινή άνθηση της τεχνητής νοημοσύνης, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος μιας απότομης υποχώρησης. Αν όμως η τεχνολογία επιβεβαιώσει τις υψηλές προσδοκίες, μπορεί να εγκαινιάσει μια νέα εποχή ανάπτυξης και καινοτομίας. Σε κάθε περίπτωση, η τρέχουσα επενδυτική κούρσα θα καταγραφεί ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του πώς οι μεγάλες τεχνολογικές μεταβάσεις συνοδεύονται από φρενίτιδα, υπερβολές, αλλά και ευκαιρίες.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.