Η διαδρομή προς την ανεξαρτητοποίηση των νέων στην Ευρώπη δεν ακολουθεί ενιαία πορεία. Από τον Βορρά έως τον Νότο παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις, που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία όταν εξετάζεται η ελληνική περίπτωση.
Η έρευνα της Eurostat για το 2024 καταγράφει ότι στη χώρα μας οι νέοι εγκαταλείπουν το πατρικό σπίτι σε ηλικία 30,7 ετών κατά μέσο όρο, στοιχείο που κατατάσσει την Ελλάδα ανάμεσα στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ. Η εικόνα αυτή συνδέει την Ελλάδα με την Ιταλία, την Ισπανία, τη Σλοβακία και την Κροατία, όπου η μετάβαση στην αυτόνομη διαβίωση καθυστερεί σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Ευρώπης.
Στον αντίποδα, τα κράτη της βόρειας Ευρώπης εμφανίζουν εντελώς διαφορετικό μοτίβο. Στη Φινλανδία, τη Δανία και τη Σουηδία οι νέοι φεύγουν από το οικογενειακό σπίτι γύρω στα 21 έτη, σχεδόν δέκα χρόνια νωρίτερα από την Ελλάδα. Χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, βρίσκονται πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος για το 2024 διαμορφώθηκε στα 26,2 έτη. Ο δείκτης αυτός παραμένει σταθερός τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με ελάχιστες διακυμάνσεις, με χαμηλό στα 26,1 έτη το 2019 και υψηλό στα 26,8 το 2006.
Η καθυστερημένη αποχώρηση των νέων από την οικογενειακή στέγη δεν είναι μόνο ζήτημα κουλτούρας. Αντανακλά και τις δυσκολίες που προκαλεί το υψηλό κόστος κατοικίας. Η Eurostat επισημαίνει ότι στην Ελλάδα οι νέοι ηλικίας 15–29 ετών επιβαρύνονται δυσανάλογα. Το 30,3% ζει σε νοικοκυριά όπου οι δαπάνες για στέγη ξεπερνούν το 40% του εισοδήματος, είτε πρόκειται για ενοίκιο είτε για έξοδα που σχετίζονται με ιδιοκατοίκηση. Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο στην ΕΕ, με δεύτερη τη Δανία στο 28,9%. Η σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι μόλις 9,7%, αποτυπώνει το μέγεθος του προβλήματος.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το φαινόμενο δεν είναι ομοιογενές στον ευρωπαϊκό Νότο. Σε χώρες όπως η Κύπρος ή η Ιταλία, όπου οι νέοι επίσης αργούν να φύγουν από το πατρικό σπίτι, η επιβάρυνση από τη στέγαση δεν έχει την ίδια ένταση. Στην Κύπρο μόνο το 2,8% των νέων δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για κατοικία, ενώ στην Κροατία το ποσοστό περιορίζεται στο 2,1%. Αυτό δείχνει ότι η Ελλάδα αποτελεί ιδιαιτερότητα, καθώς συνδυάζει καθυστέρηση στην ανεξαρτητοποίηση με υπερβολικά υψηλό κόστος στέγασης.
Σε επίπεδο Ένωσης, οι αριθμοί δείχνουν ότι η πίεση του κόστους κατοικίας βαραίνει περισσότερο τους νέους απ’ ό,τι τον γενικό πληθυσμό. Το 2024, το 9,7% των νέων 15–29 ετών διέθετε πάνω από το 40% του εισοδήματος για στέγη, όταν στο σύνολο του πληθυσμού το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 8,2%. Σε 16 κράτη-μέλη της ΕΕ η αναλογία των νέων που βιώνουν αυτή την πίεση είναι υψηλότερη από εκείνη του γενικού πληθυσμού. Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι η Δανία, με διαφορά 14,3 ποσοστιαίων μονάδων, και η Ολλανδία, με διαφορά 8,4 μονάδων.
Το παράδοξο είναι ότι στις χώρες όπου οι νέοι φεύγουν νωρίς, όπως στη Σουηδία, τη Δανία ή τη Φινλανδία, η οικονομική επιβάρυνση της στέγασης είναι ιδιαίτερα υψηλή. Αυτό σημαίνει ότι η ανεξαρτητοποίηση έρχεται με κόστος, καθώς οι νέοι καλούνται να ανταποκριθούν σε υψηλά ενοίκια και αυξημένα έξοδα διαβίωσης από νεαρή ηλικία. Στις χώρες όπου οι νέοι μένουν περισσότερο στο οικογενειακό σπίτι, όπως στην Κροατία ή στην Ιταλία, οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές όταν τελικά κάνουν το βήμα. Η Ελλάδα είναι η μεγάλη εξαίρεση, αφού συνδυάζει τα μειονεκτήματα και των δύο μοντέλων, με αργοπορημένη αποχώρηση και ταυτόχρονα υψηλό κόστος στέγασης.
Οι συνέπειες αυτής της πραγματικότητας είναι πολυδιάστατες. Η καθυστερημένη δημιουργία νέων νοικοκυριών επηρεάζει τη δημογραφική πορεία και περιορίζει την κοινωνική κινητικότητα. Η υψηλή δαπάνη για στέγη μειώνει τη δυνατότητα αποταμίευσης και περιορίζει την κατανάλωση σε άλλους τομείς, επηρεάζοντας έμμεσα την οικονομία. Σε προσωπικό επίπεδο, η παρατεταμένη παραμονή στο οικογενειακό σπίτι συχνά συνδέεται με αβεβαιότητα και αναβολή σημαντικών αποφάσεων, από τη δημιουργία οικογένειας έως την επαγγελματική πορεία.
Η περίπτωση της Ελλάδας τονίζει με χαρακτηριστικό τρόπο πώς η στέγη μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο εμπόδιο στην πορεία των νέων προς την ανεξαρτησία. Μετά από μια δεκαετία κρίσης που συρρίκνωσε την αγοραστική δύναμη, η εκτίναξη των ενοικίων και η περιορισμένη προσφορά προσιτής κατοικίας επιτείνουν το πρόβλημα. Η άνθηση της βραχυχρόνιας μίσθωσης και η έλλειψη νέων κατασκευών σε προσιτές τιμές κάνουν την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι δεν υπάρχει ενιαίο μοντέλο. Στα κράτη με ισχυρά κοινωνικά δίχτυα, οι νέοι ανεξαρτητοποιούνται νωρίτερα, αλλά υπό μεγαλύτερη οικονομική πίεση. Στις χώρες με περιορισμένες κοινωνικές πολιτικές, η ανεξαρτητοποίηση καθυστερεί, αλλά το κόστος είναι χαμηλότερο όταν συμβεί. Η Ελλάδα συγκεντρώνει τα αρνητικά και των δύο περιπτώσεων, γεγονός που καθιστά την πρόκληση ακόμη πιο έντονη.
Η έρευνα της Eurostat υπογραμμίζει ότι η στέγαση είναι πλέον ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες κοινωνικής ανισότητας μεταξύ των νέων Ευρωπαίων. Χωρίς συντονισμένες πολιτικές για τη μείωση του κόστους και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε προσιτή κατοικία, η τάση αυτή είναι δύσκολο να ανατραπεί. Η Ελλάδα, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, αποτυπώνει πόσο στενά συνδέεται η δυνατότητα για ανεξάρτητη ζωή με τις οικονομικές συνθήκες και τις ανισότητες που αυτές δημιουργούν.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.