Παρά το υψηλό κόστος ζωής, τις συνεχείς ανατιμήσεις σε βασικά είδη και την αβεβαιότητα που κυριαρχεί στο οικονομικό περιβάλλον, η κατανάλωση όχι μόνο δεν δείχνει σημάδια κάμψης, αλλά ενισχύεται. Σύμφωνα με στοιχεία της Circana και της Convert Group για το οκτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2025, η αγορά εμφανίζει σημαντική ανάπτυξη, τόσο σε αξία όσο και σε όγκο, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι Έλληνες καταναλωτές συνεχίζουν να δαπανούν, προσαρμόζοντας ωστόσο τον τρόπο με τον οποίο ψωνίζουν.
Η στροφή στις ιδιωτικές ετικέτες είναι εμφανής. Το μερίδιό τους αυξήθηκε στο 27,1% της αξίας πωλήσεων, από 26,8% ένα χρόνο πριν. Η ανάπτυξη τους σε αξία (+7,4%) ξεπέρασε εκείνη των επώνυμων προϊόντων (+5,3%), με την ισχυρότερη διείσδυση στα τρόφιμα και στα προϊόντα οικιακής χρήσης. Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι όλο και περισσότερα νοικοκυριά αποδέχονται τις ιδιωτικές μάρκες όχι μόνο ως φθηνότερη λύση, αλλά και ως αξιόπιστη εναλλακτική, κάτι που αλλάζει τις ισορροπίες στο ράφι και αναγκάζει τις μεγάλες μάρκες να αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική τους.
Την ίδια στιγμή, το ηλεκτρονικό κανάλι συνεχίζει να ενισχύεται. Οι online πωλήσεις έφτασαν τα 201 εκατ. ευρώ στο οκτάμηνο, αυξημένες κατά 5% σε σχέση με πέρυσι. Στα νωπά προϊόντα η άνοδος ήταν 8% και στα κατεψυγμένα 10%. Παρά το γεγονός ότι η αξία του μέσου καλαθιού ήταν χαμηλότερη κατά 2% και περιείχε δύο λιγότερα προϊόντα, ο αριθμός παραγγελιών αυξήθηκε κατά 8%. Αυτό δείχνει ότι οι καταναλωτές ενσωματώνουν σταθερά το ηλεκτρονικό εμπόριο στις επιλογές τους, ίσως για πιο συχνές αλλά μικρότερες αγορές, που εξυπηρετούνται καλύτερα από το online κανάλι.
Η συνολική εικόνα είναι χαρακτηριστική, καθώς οι πωλήσεις ταχυκίνητων προϊόντων στα σούπερ μάρκετ ξεπέρασαν τα 9,08 δισ. ευρώ στο οκτάμηνο, αυξημένες κατά 6,6% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Μέσα σε λίγους μήνες ξοδεύτηκαν περίπου 563 εκατ. ευρώ περισσότερα, ένα μέγεθος που αποτυπώνει μια αγορά ζωντανή και προσαρμοστική. Η άνοδος δεν οφείλεται μόνο στις τιμές, καθώς ο όγκος πωλήσεων αυξήθηκε κατά 4,3%, ενώ η μέση τιμή ανά μονάδα ενισχύθηκε κατά 1,5%. Η διπλή αυτή ώθηση, σε αξία και όγκο, δείχνει ότι η ζήτηση παραμένει ανθεκτική ακόμη και σε περιβάλλον περιορισμένης αγοραστικής δύναμης.
Στην καρδιά της κατανάλωσης βρίσκονται τα τρόφιμα, που ενισχύθηκαν κατά 6,9% σε αξία και 4,4% σε όγκο, με μέση αύξηση τιμών 2,4%. Η ανάλυση ανά κατηγορία δείχνει διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής. Τα σνακ ξεχώρισαν με άνοδο 10,8% σε αξία και 2,9% σε όγκο, αντανακλώντας μια τάση για περισσότερες αγορές «στο δρόμο». Τα κατεψυγμένα τρόφιμα σημείωσαν διψήφια ανάπτυξη (+9,6% σε αξία, +9,3% σε όγκο), δείχνοντας ότι οι καταναλωτές αναζητούν πρακτικές λύσεις που συνδυάζουν οικονομία και ευκολία. Στα γαλακτοκομικά η άνοδος σε όγκο ήταν 6,5%, στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του καθημερινού καλαθιού. Αντίθετα, οι κατηγορίες εκτός τροφίμων κινήθηκαν σε χαμηλότερους ρυθμούς, όπου τα καθαριστικά και απορρυπαντικά ενισχύθηκαν κατά 1,7% σε αξία και 2,7% σε όγκο, με πτώση τιμών 0,9%, ενώ τα προϊόντα προσωπικής φροντίδας ανέβηκαν μόλις 2% σε αξία και 3,7% σε όγκο, με τις τιμές να υποχωρούν 1,6%.
Καθοριστικός παράγοντας για την έντονη άνοδο του τζίρου ήταν ο τουρισμός. Η θερινή περίοδος, από Μάιο έως Σεπτέμβριο, τροφοδότησε τη ζήτηση όχι μόνο στην εστίαση και στα ξενοδοχεία, αλλά και στα σούπερ μάρκετ. Τα νησιά κατέγραψαν άνοδο 10% και η Κρήτη 7,7%, με αποτέλεσμα να ενισχύσουν αισθητά το μερίδιό τους στη συνολική αγορά. Στην Αττική η αύξηση κινήθηκε στο 5,4% και στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα στο 4,3%, ενώ σε επιμέρους περιοχές καταγράφηκαν ακόμη υψηλότερες επιδόσεις, όπως στη Θεσσαλονίκη (+5,7%) και την Πελοπόννησο (+6,7%). Αν απομονώσει κανείς μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, η συμμετοχή των νησιών στις συνολικές πωλήσεις έφτασε το 11,5%, από 9,4% το καλοκαίρι του 2021. Παρά τη θεαματική αύξηση, νησιά και Κρήτη μαζί εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν μόλις το 16,7% του συνόλου, γεγονός που υπογραμμίζει ότι η κατανάλωση παραμένει κατά βάση αστικό και ηπειρωτικό φαινόμενο.
Μια ακόμη κρίσιμη διάσταση αφορά τον ρόλο των προσφορών. Αν και εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ένα τέταρτο του συνολικού τζίρου (24,3%), το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο σε σχέση με παλαιότερα. Η μείωση είναι εντονότερη στα καθαριστικά (-5 μονάδες) και στα προϊόντα προσωπικής υγιεινής (-4,3 μονάδες), δύο κατηγορίες που παραδοσιακά στήριζαν τις προωθητικές ενέργειες. Η τάση αυτή σημαίνει ότι οι καταναλωτές βρίσκουν λιγότερες ευκαιρίες να μειώσουν το κόστος μέσω εκπτώσεων, γεγονός που τους στρέφει ακόμη περισσότερο προς τις εναλλακτικές χαμηλότερης τιμής, όπως τα private labels.
Η εικόνα που παρουσιάζεται είναι μιας αγοράς σε φάση μετάβασης. Ο συνδυασμός της ανόδου των ιδιωτικών ετικετών, της μείωσης των προσφορών, της ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου και της γεωγραφικής διαφοροποίησης λόγω τουρισμού συνθέτουν ένα νέο τοπίο. Οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στη διατήρηση της κερδοφορίας και την ικανοποίηση ενός καταναλωτή που γίνεται όλο και πιο επιλεκτικός. Η κατανάλωση δείχνει ότι διατηρεί τη δυναμική της, αλλά οι προτεραιότητες αλλάζουν, δημιουργώντας νέα δεδομένα για τον τρόπο με τον οποίο θα αναπτυχθεί ο κλάδος τα επόμενα χρόνια.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.