Η συμπεριφορά των Ελλήνων καταναλωτών αλλάζει, και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο γεγονός ότι οι κάρτες πληρωμών πολλαπλασιάζονται, αλλά το ποσό που δαπανάται ανά συναλλαγή μειώνεται. Οι πολίτες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν πλαστικό ή ψηφιακό χρήμα, όμως για μικρότερες, πιο προσεκτικά υπολογισμένες αγορές. Η αλλαγή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα απλό τραπεζικό στατιστικό, καθώς αντικατοπτρίζει το πώς τα νοικοκυριά προσαρμόζονται στις πιέσεις της ακρίβειας, χωρίς να εγκαταλείπουν την κατανάλωση, αλλά ακολουθώντας πιο προσεκτικές και «ζυγιασμένες» αγορές.
Σύμφωνα με την έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (Οκτώβριος 2025), οι ενεργές κάρτες πληρωμών ανήλθαν τον Ιούνιο σε 21,6 εκατομμύρια, σημειώνοντας αύξηση 5,3% σε σχέση με το τέλος του 2024. Παρ’ όλα αυτά, η συνολική αξία των συναλλαγών υποχώρησε. Ο αριθμός των πληρωμών έμεινε σχεδόν αμετάβλητος, στα 1,325 δισεκατομμύρια, όμως το συνολικό ποσό που διακινήθηκε μέσω καρτών έπεσε στα 57 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 5%. Ο μέσος αριθμός συναλλαγών ανά κάρτα περιορίστηκε από 65 σε 61, γεγονός που δείχνει ότι οι χρήστες διατηρούν τη συχνότητα των πληρωμών, αλλά σε μικρότερη κλίμακα.
Η μέση αξία των συναλλαγών ανά κάρτα διαμορφώθηκε στα 2.631 ευρώ, μειωμένη κατά 9% σε σχέση με το δεύτερο εξάμηνο του 2024, όταν βρισκόταν στα 2.904 ευρώ. Η υποχώρηση αυτή οφείλεται κυρίως στις χρεωστικές κάρτες, όπου η πτώση φτάνει το 10%, με τη μέση αξία να πέφτει από 3.195 ευρώ σε 2.865 ευρώ. Αντίθετα, στις πιστωτικές κάρτες, η μεταβολή ήταν πιο περιορισμένη, –2,6%, με το μέσο ποσό να ανέρχεται στα 1.317 ευρώ, από 1.352 ευρώ το προηγούμενο εξάμηνο.
Ακόμη πιο ενδεικτική είναι η μέση αξία ανά συναλλαγή, που μειώθηκε από 45 σε 43 ευρώ, μια πτώση περίπου 4,5%. Το εύρημα αυτό αποκαλύπτει ότι οι συναλλαγές δεν μειώνονται αριθμητικά, αλλά γίνονται για μικρότερα ποσά. Με άλλα λόγια, οι πολίτες συνεχίζουν να πληρώνουν με κάρτα, όμως το καλάθι τους έχει μικρύνει.
Η εικόνα αυτή έρχεται σε μια περίοδο όπου η ηλεκτρονική πληρωμή έχει καθιερωθεί πλήρως στην καθημερινότητα. Οι χρεωστικές κάρτες αντιπροσωπεύουν το 85% των ενεργών καρτών, ενώ οι πιστωτικές περιορίζονται στο 15%. Παράλληλα, οι προπληρωμένες κάρτες σημείωσαν εντυπωσιακή άνοδο κατά 39%, φτάνοντας τα 2,4 εκατομμύρια. Η αύξηση αυτή συνδέεται με την αλλαγή στον τρόπο χορήγησης κρατικών ενισχύσεων και επιδομάτων, τα οποία πλέον καταβάλλονται μέσω ειδικών προπληρωμένων καρτών. Πρόκειται για μια εξέλιξη που δείχνει πώς το ψηφιακό χρήμα έχει διεισδύσει ακόμη και σε τομείς κοινωνικής πολιτικής.
Παρά τη γενικευμένη ψηφιοποίηση, η εξάπλωση των ηλεκτρονικών πληρωμών συνοδεύεται και από έναν περιορισμένο, αλλά υπαρκτό κίνδυνο. Το πρώτο εξάμηνο του 2025 καταγράφηκαν 199.742 περιστατικά απάτης σε σύνολο 1,325 δισεκατομμυρίων συναλλαγών, ποσοστό μόλις 0,02%, δηλαδή μία ύποπτη συναλλαγή ανά περίπου 6.000 νόμιμες. Αν και ο δείκτης παραμένει εξαιρετικά χαμηλός, η συνολική αξία των περιστατικών αυξήθηκε κατά 6%, φτάνοντας τα 12,27 εκατομμύρια ευρώ. Οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούν πληρωμές χωρίς φυσική παρουσία κάρτας (CNP), δηλαδή ηλεκτρονικές αγορές μέσω διαδικτύου, κυρίως από καταστήματα του εξωτερικού, όπου οι μηχανισμοί ασφαλείας δεν είναι πάντοτε εξίσου αυστηροί με εκείνους της εγχώριας αγοράς. Αντίθετα, οι περιπτώσεις απάτης σε POS ή ΑΤΜ παραμένουν σπάνιες και σχεδόν αμετάβλητες, ενώ ο συνολικός δείκτης ζημιών παραμένει στο 0,02%, που αντιστοιχεί σε 1 ευρώ απάτης για κάθε 4.600 ευρώ συναλλαγών. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι το τραπεζικό σύστημα διατηρεί υψηλά επίπεδα ασφάλειας, ακόμη και σε μια περίοδο ραγδαίας ψηφιοποίησης.
Παρά τη σταθερή αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών, τα δεδομένα δείχνουν καθαρά ότι η αξία των συναλλαγών ακολουθεί καθοδική πορεία. Ο συνδυασμός αυξημένου κόστους ζωής και περιορισμένης αγοραστικής δύναμης οδηγεί τα νοικοκυριά σε πιο προσεκτική κατανάλωση. Δεν πρόκειται για μείωση της εμπιστοσύνης στα ηλεκτρονικά μέσα, αλλά για περιορισμό των διαθέσιμων ποσών. Οι συναλλαγές διατηρούνται, αλλά οι αγορές μικραίνουν.
Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει επίσης ότι οι χρήστες δείχνουν μεγαλύτερη εξοικείωση με τη χρήση των καρτών για πληρωμές μικρής αξίας. Αυτό, σε συνδυασμό με τη σταθερή παρουσία των ψηφιακών πορτοφολιών και των ανέπαφων συναλλαγών, μεταβάλλει το προφίλ της ελληνικής κατανάλωσης. Ο πολίτης του 2025 είναι περισσότερο «ψηφιακός», περισσότερο ενημερωμένος, αλλά και περισσότερο προσεκτικός.
Πίσω από τηn πτώση της μέσης συναλλαγής κατά δύο ευρώ, διαφαίνεται μια κοινωνία που λειτουργεί μέσα σε στενά περιθώρια. Οι ηλεκτρονικές πληρωμές έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας, όμως η αξία που κινείται μέσω αυτών δείχνει τα όρια της αγοραστικής αντοχής. Αν κάτι αλλάζει, είναι όχι η συνήθεια, αλλά η κλίμακα.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας αποκτά μεγαλύτερη ένταση λόγω του συνδυασμού υψηλού πληθωρισμού, αυξημένου κόστους δανεισμού και πίεσης στο διαθέσιμο εισόδημα. Η προσαρμογή των καταναλωτών δεν γίνεται μέσα από θεαματικές περικοπές, αλλά μέσα από πολλές μικρές αλλαγές στη συμπεριφορά. Κάθε πληρωμή, κάθε λογαριασμός, κάθε αγορά επανεξετάζεται.
Το αποτέλεσμα είναι μια οικονομία που εξακολουθεί να κινείται, αλλά με πιο συγκρατημένο ρυθμό. Οι συναλλαγές γίνονται πιο τακτικές, αλλά πιο μικρές, τα ψηφιακά εργαλεία παραμένουν κυρίαρχα, και η ελληνική αγορά προσαρμόζεται σταδιακά σε μια νέα κανονικότητα όπου η κατανάλωση δεν εξαφανίζεται, αλλά περιορίζεται. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δεν περιγράφουν μόνο το πώς πληρώνουν οι πολίτες, αλλά και το πώς ζουν. Και αυτή τη στιγμή, δείχνουν μια κοινωνία που διαχειρίζεται την ακρίβεια με μέτρο στις δαπάνες.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.