Η συζήτηση για την ελληνική οικονομία συχνά περιστρέφεται γύρω από τους αριθμούς, όμως η πραγματικότητα που βιώνουν τα νοικοκυριά σπάνια χωρά σε πίνακες και στατιστικές. Παρά τη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών, την αναβάθμιση της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης και την ήπια αναπτυξιακή πορεία, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας συνεχίζει να αισθάνεται ότι κινείται σε μη σταθερό έδαφος.
Ο μισθός εξαντλείται νωρίτερα από τον μήνα, το καλάθι του σούπερ μάρκετ ακριβαίνει και οι αυξήσεις που ανακοινώνονται σε επίπεδο πολιτικής μοιάζουν αδύναμο αντίβαρο σε μια καθημερινότητα που πιέζει συνεχώς. Η αντίθεση ανάμεσα στη μακροοικονομική πρόοδο και την προσωπική οικονομική δυσκολία έχει γίνει πια μια από τις πιο χαρακτηριστικές αντιφάσεις της σύγχρονης Ελλάδας.
Η αφετηρία του προβλήματος δεν βρίσκεται στους αριθμούς της ανάπτυξης, αλλά στην πραγματική δυνατότητα των πολιτών να συντηρήσουν τις βασικές τους ανάγκες. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την τριετία δείχνουν μια σταθερή και έντονη άνοδο των τιμών στα είδη που συγκροτούν τον πυρήνα της καθημερινής διατροφής. Το ψωμί καταγράφει αύξηση 25,6%, το κρέας 38,3%, τα γαλακτοκομικά 32,5%, τα ψάρια 21,8%, ενώ πιο ειδικά προϊόντα όπως οι σοκολάτες και ο καφές έχουν ανέβει κατά 39,8% και 36,2% αντίστοιχα. Ακόμη και το ελαιόλαδο, παραδοσιακά ελληνικό προϊόν, έχει αυξηθεί κατά 23,8%. Παρά την υποχώρηση του πληθωρισμού στο 2%, οι πολίτες δεν αισθάνονται καμία ουσιαστική ανακούφιση, καθώς το σωρευτικό βάρος αυτών των αυξήσεων έχει ήδη διαμορφώσει μια νέα κανονικότητα, καθώς το σούπερ μάρκετ κοστίζει περίπου ένα τρίτο περισσότερο από ό,τι το 2022.
Όμως το πρόβλημα δεν είναι μόνο η ακρίβεια. Η άλλη πλευρά της εξίσωσης είναι οι μισθοί. Σύμφωνα με τη Eurostat, η μέση ετήσια αμοιβή πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα παραμένει κοντά στις 18.000 ευρώ, αφήνοντας τη χώρα στη δεύτερη χαμηλότερη θέση της Ευρώπης, μόλις πάνω από τη Βουλγαρία. Ο μέσος όρος της ΕΕ αγγίζει τα 39.800 ευρώ, διαμορφώνοντας ένα τεράστιο εισοδηματικό χάσμα που περιορίζει αντικειμενικά την αγοραστική δύναμη. Ακόμη και όταν η σύγκριση γίνεται με οικονομίες που δεν βρίσκονται στον πυρήνα της Ένωσης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, η απόκλιση παραμένει εντυπωσιακή. Οι αμοιβές εκεί φτάνουν τις 23.500 ευρώ και τις 40.800 ευρώ αντίστοιχα, επιβεβαιώνοντας ότι η ελληνική υστέρηση δεν αποτελεί μια απλή παρενέργεια της κρίσης, αλλά ένα βαθύτερο συστημικό πρόβλημα.
Η αντίφαση ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τα στοιχεία για τις ώρες εργασίας. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τις περισσότερες ώρες απασχόλησης παγκοσμίως. Ο ΟΟΣΑ καταγράφει πάνω από 1.900 ώρες εργασίας τον χρόνο, έναν αριθμό που ξεπερνά κατά πολύ τις 1.350 ώρες της Γερμανίας. Η ένταση της εργασίας, όμως, δεν συνοδεύεται από αντίστοιχο επίπεδο παραγωγικότητας. Η δομή της ελληνικής οικονομίας – κυριαρχία μικρών επιχειρήσεων, χαμηλή τεχνολογική ενσωμάτωση, περιορισμένη εξαγωγική βάση- δεν επιτρέπει στις πολλές ώρες να μετατραπούν σε υψηλότερη αξία. Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά εργασίας όπου η προσπάθεια είναι αυξημένη, αλλά οι απολαβές παραμένουν χαμηλές.
Την ίδια στιγμή, άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου χαράζουν διαφορετική πορεία. Η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν δει τις αμοιβές να αυξάνονται κατά περίπου 20% την τελευταία πενταετία, ως αποτέλεσμα μιας συστηματικής προσπάθειας ενίσχυσης της παραγωγικότητας. Η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, οι επενδύσεις σε τεχνολογικούς κλάδους και η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού έχουν λειτουργήσει ως αντίβαρο στις πληθωριστικές πιέσεις. Στην Ελλάδα, η δημοσιονομική σταθερότητα δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη παραγωγική μετάβαση, με αποτέλεσμα οι μισθοί να παραμένουν σε χαμηλή τροχιά παρά το υψηλό κόστος ζωής.
Το αποτέλεσμα αυτών των αντιθέσεων είναι ένας κύκλος που δύσκολα σπάει. Οι χαμηλοί μισθοί περιορίζουν τη ζήτηση. Η χαμηλή ζήτηση αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Η έλλειψη επενδύσεων κρατά την παραγωγικότητα χαμηλά. Και η χαμηλή παραγωγικότητα διατηρεί τους μισθούς καθηλωμένους. Σε αυτό το περιβάλλον, οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος των πρώτων υλών, ενώ τα νοικοκυριά βλέπουν το διαθέσιμο εισόδημα να μειώνεται, ακόμη και όταν η χώρα εμφανίζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Το κεντρικό ερώτημα δεν αφορά πλέον το αν η οικονομία είναι σταθερή. Είναι σαφές ότι έχει επιστρέψει σε μια μορφή κανονικότητας. Το πραγματικό ζητούμενο είναι αν αυτή η κανονικότητα επιτρέπει στη μεσαία τάξη και στους εργαζόμενους να ζουν με αξιοπρέπεια. Η απάντηση, με βάση τα στοιχεία, παραμένει αβέβαιη. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από μια επόμενη φάση, όπου η ανάπτυξη δεν θα αποτυπώνεται μόνο σε εκθέσεις οργανισμών αλλά και στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Για να συμβεί αυτό, απαιτείται παραγωγική αναδιάρθρωση, τεχνολογικός εκσυγχρονισμός και μια σοβαρή προσπάθεια ενίσχυσης των μισθών μέσα από πραγματική αύξηση της αξίας που παράγει η οικονομία.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.