Η θέση της γυναίκας στην εργασία παραμένει ένα από τα πιο ακριβή βαρόμετρα κοινωνικής προόδου και οικονομικής ωριμότητας. Παρά τις κατακτήσεις των τελευταίων δεκαετιών, η πραγματική ισότητα εξακολουθεί να απέχει. Οι γυναίκες συμμετέχουν περισσότερο από ποτέ στην αγορά εργασίας, όμως τα εμπόδια που συναντούν στη διαδρομή τους αποκαλύπτουν ότι η πρόοδος είναι αργή και άνιση. Η διαφορά στις ευκαιρίες, οι χαμηλότερες αμοιβές και η δυσκολία συνδυασμού επαγγελματικής και προσωπικής ζωής συνθέτουν ένα τοπίο στο οποίο η ισότητα παραμένει ζητούμενο και όχι δεδομένο.
Η πρόσφατη διεθνής έρευνα Women @ Work 2025: A Global Outlook της Deloitte παρουσιάζει το εύρος του προβλήματος. Αν και οι γυναίκες αποτελούν περίπου το μισό του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού σε ηλικία εργασίας, μόλις τέσσερις στις δέκα εργάζονται. Το χάσμα αυτό, που παραμένει σταθερό εδώ και χρόνια, δείχνει ότι οι θεσμικές αλλαγές από μόνες τους δεν αρκούν για να εξασφαλίσουν ισότιμη συμμετοχή. Πολλές γυναίκες εξακολουθούν να αποκλείονται από πλήρη απασχόληση, να περιορίζονται σε πιο ευάλωτες μορφές εργασίας ή να εγκαταλείπουν την αγορά λόγω εξάντλησης και έλλειψης υποστήριξης.
Η ψυχική κόπωση αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους αθέατους κινδύνους. Πολλές γυναίκες δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να αποσυνδεθούν από την εργασία, ακόμη και στον προσωπικό τους χρόνο. Η ανάγκη να αποδεικνύουν συνεχώς την αξία τους, η έλλειψη ευκαιριών εξέλιξης και η απουσία κουλτούρας εμπιστοσύνης δημιουργούν ένα περιβάλλον που συχνά φθείρει αντί να ενδυναμώνει. Ένα σημαντικό ποσοστό παραδέχεται ότι έχει λάβει άδεια για λόγους ψυχικής υγείας, ενώ αρκετές θεωρούν πως η αναφορά τέτοιων ζητημάτων στον χώρο εργασίας θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την επαγγελματική τους εικόνα. Η εργασία, για πολλές γυναίκες, εξακολουθεί να σημαίνει πίεση και άμυνα, όχι ισορροπία και δημιουργικότητα.
Την ίδια στιγμή, η παραδοσιακή κατανομή ρόλων εκτός εργασίας παραμένει σχεδόν αμετάβλητη.
Οι γυναίκες εξακολουθούν να επωμίζονται το μεγαλύτερο μέρος της φροντίδας παιδιών, ηλικιωμένων και του νοικοκυριού, ενώ οι πολιτικές που θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον συνδυασμό επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής παραμένουν αποσπασματικές. Το λεγόμενο «διπλό φορτίο» δεν αφορά μόνο τον χρόνο, αλλά και τη συναισθηματική φθορά που προκαλεί η συνεχής προσπάθεια να ανταποκριθούν παντού, στο γραφείο, στο σπίτι, στην κοινωνία. Οι ώρες που αφιερώνονται σε άμισθη εργασία εξακολουθούν να είναι πολλαπλάσιες σε σχέση με τους άνδρες, περιορίζοντας τις ευκαιρίες εκπαίδευσης, εξέλιξης και ξεκούρασης.
Η επαγγελματική κινητικότητα των γυναικών παραμένει χαμηλή. Πολλές δεν βλέπουν μακροπρόθεσμες προοπτικές στην εταιρεία τους, είτε λόγω στασιμότητας αποδοχών είτε εξαιτίας της απουσίας ευκαιριών εξέλιξης. Οι γυναίκες σε ηλικία 30 έως 45 ετών, η πιο παραγωγική φάση της σταδιοδρομίας, είναι ταυτόχρονα και η ομάδα που δηλώνει σε υψηλότερο ποσοστό πρόθεση αποχώρησης από την αγορά εργασίας, εξαιτίας της πίεσης να ισορροπήσουν οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις. Η απώλεια αυτής της εμπειρίας έχει άμεσο κόστος τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για την οικονομία συνολικά.
Παρά τα εμπόδια, η έρευνα δείχνει ότι όταν υπάρχουν οι σωστές προϋποθέσεις, οι γυναίκες επιλέγουν να μείνουν και να αναπτυχθούν. Οι επιχειρήσεις που επενδύουν σε πολιτικές ευελιξίας, τηλεργασίας, γονικής άδειας και προγραμμάτων ψυχικής στήριξης καταγράφουν σαφώς υψηλότερα ποσοστά ικανοποίησης και διατήρησης προσωπικού. Οι εργαζόμενες δηλώνουν ότι σε περιβάλλοντα όπου υπάρχει εμπιστοσύνη, ανοιχτός διάλογος και σεβασμός στις προσωπικές ανάγκες, αισθάνονται πιο δημιουργικές και παραγωγικές. Η ισότητα, επομένως, δεν είναι απλώς κοινωνική επιταγή, αλλά είναι και στρατηγικό πλεονέκτημα.
Η συμμετοχή των γυναικών στην εργασία δεν μπορεί να μετριέται μόνο με ποσοστά απασχόλησης. Πρέπει να αξιολογείται με βάση την ποιότητα της εμπειρίας τους, την πρόσβαση σε ευκαιρίες και τη δυνατότητα να εργάζονται χωρίς εξουθένωση. Μια κοινωνία που επενδύει σε γυναίκες που εργάζονται ισότιμα, που στηρίζει τη μητρότητα χωρίς να τη μετατρέπει σε εμπόδιο και που αντιλαμβάνεται την ευελιξία ως δείγμα ωριμότητας και όχι αδυναμίας, χτίζει μια πιο ανθεκτική οικονομία. Η πρόοδος είναι ορατή, αλλά χρειάζεται συνέπεια και πραγματική πολιτική βούληση για να αποκτήσει βάθος.
Το 2025, η γυναίκα εργαζόμενη δεν διεκδικεί απλώς την είσοδό της στην αγορά εργασίας, αλλά διεκδικεί μια διαφορετική αντίληψη για το τι σημαίνει εργασία. Ζητά περιβάλλοντα που αναγνωρίζουν τον άνθρωπο πίσω από τον ρόλο, που προσφέρουν επιλογές και όχι περιορισμούς, που κατανοούν ότι η ισότητα δεν είναι αφηρημένη έννοια, αλλά καθημερινή πρακτική. Γιατί μόνο όταν οι γυναίκες μπορούν να εργάζονται χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύουν συνεχώς την αξία τους, η εργασία μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά ελεύθερη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.