Οι έξι ελληνικές πόλεις που έχουν ενταχθεί στον ευρωπαϊκό σχεδιασμό για την κλιματική ουδετερότητα – Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Τρίκαλα, Ιωάννινα και Καλαμάτα- συνθέτουν ένα αντιπροσωπευτικό μωσαϊκό των αστικών προκλήσεων της χώρας. Από τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα που δοκιμάζονται από κυκλοφοριακή πίεση, περιβαλλοντική επιβάρυνση και γήρανση των υποδομών, έως τις πόλεις μεσαίου μεγέθους που καλούνται να αντιμετωπίσουν ζητήματα ενεργειακής μετάβασης, ψηφιακής αναβάθμισης και προσαρμογής στην κλιματική κρίση, η εικόνα είναι σύνθετη αλλά κοινή στον πυρήνα της. Όλες βρίσκονται μπροστά στην ανάγκη ενός νέου αστικού προτύπου που δεν περιορίζεται σε επιμέρους έργα, αλλά επιδιώκει μια συνολική ανασύνθεση της λειτουργίας τους, με επίκεντρο τη βιωσιμότητα, την ανθεκτικότητα και μια πιο αποτελεσματική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων.
Σε αυτή τη βάση, η συμφωνία που υπεγράφη το καλοκαίρι μεταξύ των έξι δήμων και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων λειτουργεί ως καταλύτης για την επόμενη φάση αυτής της μετάβασης. Η συμφωνία δεν χρηματοδοτεί έργα, αλλά παρέχει στις πόλεις εξειδικευμένη τεχνική υποστήριξη και καθοδήγηση, ώστε να διαμορφώσουν ώριμες και ρεαλιστικές επενδυτικές προτάσεις στους τομείς που καθορίζουν το μέλλον των σύγχρονων πόλεων. Η βιώσιμη κινητικότητα, η ενεργειακή απόδοση, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι πράσινες λύσεις και οι ψηφιακές υποδομές αποτελούν τους βασικούς άξονες αυτής της συνεργασίας. Στόχος είναι να αποκτήσουν οι δήμοι τα εργαλεία και τις μεθόδους που χρειάζονται, ώστε να μετατρέψουν τις στρατηγικές τους σε εφαρμόσιμα σχέδια και να εξασφαλίσουν τη χρηματοδότηση που απαιτείται για έργα με πραγματικό αντίκτυπο στις τοπικές κοινωνίες.
Το πρώτο μεγάλο πεδίο αλλαγών σχετίζεται με τη βιώσιμη κινητικότητα. Οι ελληνικές πόλεις, ιδιαίτερα οι μεγάλες, χαρακτηρίζονται από υψηλή εξάρτηση από το ιδιωτικό αυτοκίνητο και από υποδομές που σε πολλές περιπτώσεις έχουν ξεπεράσει τα όριά τους. Την επόμενη περίοδο προβλέπεται μια σειρά επεμβάσεων που θα στοχεύουν στη μείωση της κυκλοφοριακής έντασης, στην ενίσχυση των δημόσιων μεταφορών και στην προώθηση ήπιων μορφών μετακίνησης. Στην Αθήνα, η ανάγκη για δίκτυα συνεχόμενων ποδηλατοδρόμων και για επανασχεδιασμό του δημόσιου χώρου είναι πλέον επιτακτική, ενώ στη Θεσσαλονίκη η λειτουργία του μετρό θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για μια συνολικότερη αναδιάταξη της αστικής κινητικότητας. Στην Καλαμάτα ή στα Ιωάννινα, οι παρεμβάσεις θα κινηθούν προς μικρότερης κλίμακας αλλά κρίσιμα έργα που θα διευκολύνουν την καθημερινή μετακίνηση και θα μειώνουν την πίεση στο οδικό δίκτυο.
Το επόμενο μεγάλο μέτωπο αφορά την ενεργειακή απόδοση και την προσαρμογή στην κλιματική κρίση. Οι ελληνικές πόλεις αντιμετωπίζουν ολοένα συχνότερες περιόδους υπερβολικής ζέστης και αυξημένης ενεργειακής κατανάλωσης, ειδικά σε παλαιά κτίρια και περιοχές με περιορισμένο πράσινο. Οι επερχόμενες παρεμβάσεις θα αφορούν την αναβάθμιση δημόσιων κτιρίων, την ανάπτυξη δικτύων τηλεθέρμανσης όπου αυτό είναι εφικτό και τη διεύρυνση των μικρών μονάδων ανανεώσιμης ενέργειας που θα καλύπτουν μέρος των τοπικών αναγκών. Η Κοζάνη, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της απολιγνιτοποίησης, λειτουργεί ως παράδειγμα πόλης που καλείται να αναπροσαρμόσει πλήρως το ενεργειακό της αποτύπωμα με στόχο ένα νέο βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας.
Ένας τρίτος άξονας αφορά την ενίσχυση των πράσινων και φυσικών λύσεων. Σε πόλεις όπως η Αθήνα, όπου η θερμική νησίδα επηρεάζει την καθημερινότητα σε μεγάλο μέρος του έτους, η προσθήκη χώρων πρασίνου, η δημιουργία διαδρομών φυσικής δροσιάς και η διαχείριση ομβρίων υδάτων θα αποτελέσουν βασικά εργαλεία για την προσαρμογή στην κλιματική πραγματικότητα. Στα Ιωάννινα, όπου το φυσικό τοπίο παίζει σημαντικό ρόλο στη δομή της πόλης, η αξιοποίηση λύσεων που βασίζονται στη φύση θα μπορούσε να συμβάλει στην προστασία της λίμνης και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της περιοχής. Τα Τρίκαλα, με τη σημαντική τεχνογνωσία που έχουν αναπτύξει στην ψηφιακή διακυβέρνηση, μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα συνδυασμού πράσινων και ψηφιακών εφαρμογών μέσα στον αστικό ιστό.
Η τέταρτη μεγάλη αλλαγή αφορά τις υποδομές της έξυπνης πόλης. Τα επόμενα χρόνια θα δούμε μια σταδιακή εισαγωγή συστημάτων διαχείρισης ενέργειας, κυκλοφορίας, φωτισμού και υδάτων που θα λειτουργούν με βάση πραγματικά δεδομένα και προγνωστικά μοντέλα. Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη ήδη αναζητούν τρόπους να ενισχύσουν τον ψηφιακό τους εξοπλισμό, ενώ πόλεις όπως τα Τρίκαλα και η Κοζάνη έχουν αναπτύξει ώριμες ψηφιακές υποδομές που μπορούν να επεκταθούν σε πεδία όπως η διαχείριση στόλων, η παρακολούθηση κρίσεων και η πρόβλεψη κυκλοφοριακών πιέσεων. Το επόμενο βήμα θα είναι η χρήση ψηφιακών διδύμων, δηλαδή τρισδιάστατων μοντέλων που αναπαριστούν την πόλη και επιτρέπουν στις αρχές να δοκιμάζουν σενάρια πριν λάβουν αποφάσεις που επηρεάζουν χιλιάδες ανθρώπους.
Τέλος, κρίσιμο στοιχείο της επόμενης ημέρας αποτελεί η διακυβέρνηση των πόλεων. Η ικανότητα κατάρτισης ολοκληρωμένων σχεδίων, η διαχείριση πολύπλοκων επενδύσεων και η αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων θα καθορίσουν το κατά πόσο η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα και στην έξυπνη λειτουργία θα υλοποιηθεί με συνέπεια. Η Ελλάδα έχει συχνά πληρώσει το κόστος της ασυνέχειας και της έλλειψης ωριμότητας στα αστικά έργα. Οι πόλεις που θα καταφέρουν να ξεπεράσουν αυτά τα εμπόδια θα είναι και εκείνες που θα μπορέσουν να δημιουργήσουν πραγματικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής.
Το κοινό χαρακτηριστικό που διατρέχει όλες αυτές τις πόλεις είναι ότι βρίσκονται μπροστά σε μια ευκαιρία να αναμορφώσουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν. Άλλες θα αξιοποιήσουν περισσότερο την τεχνολογία, άλλες θα στηριχθούν στο φυσικό τους περιβάλλον και άλλες θα επιχειρήσουν έναν συνδυασμό των δύο. Όλες όμως θα χρειαστεί να επανεξετάσουν την έννοια της αστικής ανάπτυξης με βάση τις προκλήσεις της επόμενης εποχής. Η μετάβαση δεν θα γίνει θεαματικά, αλλά μέσα από σταθερά βήματα που θα αλλάξουν την καθημερινή λειτουργία της πόλης και θα καθορίσουν το πώς θα ζουν οι κάτοικοί της τις επόμενες δεκαετίες.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.