Η ελληνική επιχειρηματικότητα εξακολουθεί να αποτελεί ένα πεδίο με υψηλή κινητικότητα αλλά περιορισμένη οργάνωση, συνδυάζοντας μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων με μικρό βαθμό κλίμακας, κεφαλαιακής αντοχής και παραγωγικότητας. Παρά τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί την τελευταία δεκαετία, η χώρα διατηρεί μια από τις πιο κατακερματισμένες επιχειρηματικές δομές στην Ευρώπη, γεγονός που επηρεάζει τόσο την ποιότητα της ανάπτυξης όσο και τη δυνατότητα της οικονομίας να αποκτήσει σταθερή βάση σε κλάδους υψηλής αξίας.
Στην Ελλάδα λειτουργούν σήμερα 991.149 επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Από αυτές, σχεδόν τα δύο τρίτα, ποσοστό που φτάνει το 64,76%, είναι ατομικές επιχειρήσεις. Πρόκειται για μια συνθήκη που διατρέχει διαχρονικά την ελληνική οικονομία και υποδηλώνει πως η επιχειρηματικότητα στη χώρα έχει χτιστεί κυρίως πάνω στην αυτοαπασχόληση. Οι περισσότερες από αυτές τις επιχειρήσεις δημιουργούνται με χαμηλό αρχικό κεφάλαιο, περιορισμένη οργάνωση και συχνά χωρίς επιχειρησιακό πλάνο που να προβλέπει ανάπτυξη, επενδύσεις ή προσλήψεις. Αντιθέτως, ανταποκρίνονται περισσότερο σε ανάγκες άμεσης απασχόλησης ή ευκαιριακής δραστηριότητας, παρά σε μια μακροχρόνια στρατηγική επιδίωξη.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν επίσης ότι σχεδόν έξι στις δέκα επιχειρήσεις στη χώρα δεν απασχολούν κανέναν μισθωτό, κάτι που υπογραμμίζει την επικράτηση του μοντέλου του μικρού, προσωπικού ή οικογενειακού επιχειρηματικού εγχειρήματος. Πρόκειται για μια δομή που περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα δημιουργίας οικονομιών κλίμακας, καινοτομίας και παραγωγικότητας, ιδίως σε ένα περιβάλλον όπου η διεθνής ανταγωνιστικότητα απαιτεί μεγαλύτερες, οργανωμένες και τεχνολογικά εξελιγμένες επιχειρήσεις.
Η κλαδική διάρθρωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας επιβεβαιώνει τον έντονα κατακερματισμένο χαρακτήρα της. Το εμπόριο συγκεντρώνει το 26,14% των ενεργών επιχειρήσεων και παραμένει ο μεγαλύτερος κλάδος σε αριθμό μονάδων, αντικατοπτρίζοντας τη μακρά παράδοση μικρών εμπορικών δραστηριοτήτων στη χώρα. Ακολουθεί ο κλάδος των καταλυμάτων και της εστίασης, που καλύπτει το 16,34% του συνόλου και εξακολουθεί να προσελκύει μεγάλο αριθμό νέων εγχειρημάτων, κυρίως λόγω των χαμηλών αρχικών απαιτήσεων και της σύνδεσης με τον τουρισμό. Ωστόσο, αυτή η υπερσυγκέντρωση δημιουργεί περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού και περιορισμένης αντοχής, με την εστίαση να εμφανίζει σταθερά από τα υψηλότερα ποσοστά διακοπής λειτουργίας στην οικονομία.
Χαρακτηριστικό της ελληνικής εστίασης είναι ότι μεγάλο μέρος των νέων επιχειρήσεων δυσκολεύεται να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου. Ένα σημαντικό ποσοστό δεν ξεπερνά τα πρώτα δύο χρόνια λειτουργίας, ενώ αρκετές δεν φτάνουν την πρώτη δεκαετία, με τα ποσοστά αυτά να κινούνται υψηλότερα από τον μέσο όρο της συνολικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Παρά αυτά τα δεδομένα, οι εγγραφές νέων επιχειρήσεων εστίασης παραμένουν αυξημένες. Το 2024 δημιουργήθηκαν σχεδόν 7.000 νέες επιχειρήσεις και μέσα στους πρώτους μήνες του 2025 οι εγγραφές ξεπέρασαν τις 6.300, φανερώνοντας μια σταθερή τάση προς μοντέλα χαμηλού ρίσκου, αλλά και χαμηλής απόδοσης.
Αντίστροφα, η μεταποίηση, η οποία αποτελεί τον βασικό κλάδο για τη στήριξη της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας σε όλες τις σύγχρονες οικονομίες, παραμένει μικρός σε κλίμακα κλάδος. Μόλις το 6,28% των επιχειρήσεων της χώρας δραστηριοποιείται στη μεταποίηση, περίπου 64.600 επιχειρήσεις. Ακόμη και σε αυτόν τον κρίσιμο κλάδο, το μοντέλο της μικρής ατομικής επιχείρησης κυριαρχεί. Το 61,22% των μεταποιητικών επιχειρήσεων είναι επίσης ατομικές, στοιχείο που υπογραμμίζει την απουσία επιχειρηματικών σχημάτων μεγαλύτερης κλίμακας, ικανών να επενδύσουν συστηματικά σε εξοπλισμό, τεχνολογία και ανθρώπινο δυναμικό.
Η κινητικότητα του κλάδου είναι μεν σταθερή, αλλά δεν φαίνεται να οδηγεί σε αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης. Το 2025 καταγράφηκαν 2.650 ενάρξεις μεταποιητικών επιχειρήσεων και 1.039 διαγραφές, οι οποίες αν και δείχνουν μια συνεχή ροή νέων εγχειρημάτων, δεν αντανακλούν μια προσέλκυση επενδύσεων κλίμακας ούτε μετασχηματισμό προς μεγαλύτερα εταιρικά σχήματα με δυνατότητες εξαγωγών.
Το συνολικό αποτέλεσμα είναι μια οικονομία με πολλούς επιχειρηματίες, αλλά λίγους εργοδότες. Με μεγάλο αριθμό επιχειρηματικών ΑΦΜ, αλλά χαμηλό αριθμό οργανωμένων παραγωγικών μονάδων. Με συνεχή εγγραφή νέων επιχειρήσεων, αλλά με περιορισμένη διάρκεια ζωής και μικρή πιθανότητα εξέλιξης σε επιχειρήσεις που μπορούν να δημιουργήσουν αξία, θέσεις εργασίας ή εξαγώγιμο προϊόν.
Σε αυτό το περιβάλλον, η πρόκληση για την ελληνική οικονομία δεν είναι να αυξηθεί ο αριθμός των επιχειρήσεων, αλλά να αλλάξει η ποιότητά τους. Χρειάζονται λιγότερα εγχειρήματα ευκαιριακού χαρακτήρα και περισσότερες επιχειρήσεις με επιχειρηματικό σχέδιο, κεφάλαιο, προοπτική ανάπτυξης και συμμετοχή σε κλάδους που μπορούν να στηρίξουν ένα βιώσιμο και ανταγωνιστικό παραγωγικό μοντέλο. Η αναδιοργάνωση της επιχειρηματικότητας απαιτεί ενίσχυση της μεταποίησης, στήριξη της τεχνολογικής αναβάθμισης, κίνητρα για συγχωνεύσεις και συνεργασίες και μετάβαση από την ατομική επιχειρηματικότητα προς πιο δομημένα εταιρικά σχήματα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.