Σε παγκόσμιο επίπεδο εξελίσσεται μια βαθιά αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες, η οποία επηρεάζει άμεσα την αγορά τροφίμων και τις στρατηγικές των μεγάλων ομίλων. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της αλλαγής είναι το παράδοξο που καταγράφεται διεθνώς: οι άνθρωποι τρώνε πια περισσότερο στο σπίτι, όμως διαθέτουν λιγότερο χρόνο από ποτέ για καθημερινό μαγείρεμα.
Η σύγχρονη καθημερινότητα, με την πίεση της εργασίας, τις μετακινήσεις και τον μειωμένο ελεύθερο χρόνο, έχει περιορίσει την παραδοσιακή μαγειρική ρουτίνα. Οι καταναλωτές —ιδίως οι νεότερες ηλικίες— δεν προλαβαίνουν να μαγειρεύουν καθημερινά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θέλουν να μαγειρεύουν. Αντίθετα, το μαγείρεμα μετατρέπεται από “καθημερινή υποχρέωση” σε μια ιδιαίτερη, σχεδόν τελετουργική δραστηριότητα: κάτι που επιθυμούν να κάνουν όταν υπάρχει χρόνος, διάθεση και κοινωνικό πλαίσιο — όχι κάθε μέρα. Η ανάγκη για εύκολα, αξιόπιστα, ποιοτικά γεύματα χωρίς χρόνο προετοιμασίας είναι αυτή που ωθεί την αγορά των έτοιμων γευμάτων σε εντυπωσιακή ανάπτυξη. Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες η παγκόσμια αγορά ετοίμων γευμάτων το 2025 εκτιμάται περίπου στα 190 δισ. δολάρια ΗΠΑ, με προοπτική να φτάσει τα 350 δισ. δολάρια έως το 2034.
Είναι μια αγορά που αντικατοπτρίζει μια νέα σχέση με την τροφή: το μαγείρεμα δεν “εξαφανίζεται”, αλλά αλλάζει σκοπό — και τη θέση του καταλαμβάνει το ποιοτικό, άμεσα διαθέσιμο έτοιμο γεύμα.
Η πιο ουσιαστική μεταβολή που παρατηρείται παγκοσμίως δεν αφορά μόνο το πόσο μαγειρεύουν οι άνθρωποι, αλλά πώς αντιλαμβάνονται πλέον τη μαγειρική. Για δεκαετίες, το μαγείρεμα αποτελούσε μια σταθερή, αναπόφευκτη καθημερινή ρουτίνα. Σήμερα όμως, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, έχει μετατραπεί σε μια δραστηριότητα που οι περισσότεροι θέλουν να απολαμβάνουν όταν εκείνοι το επιλέγουν, όχι όταν «πρέπει».
Η αλλαγή αυτή οφείλεται σε πολλούς παράγοντες:
1. Η σύγχρονη καθημερινότητα δεν αφήνει “κενά”
Η εργασία είναι συχνά πιο απαιτητική, η μετακίνηση μεγαλύτερη, ενώ ο ελεύθερος χρόνος συμπιέζεται. Η καθημερινή προετοιμασία φαγητού —από την αγορά υλικών μέχρι το καθάρισμα— απαιτεί χρόνο που πολλοί δεν διαθέτουν.
Ακόμη και όσοι αγαπούν το μαγείρεμα, το αντιμετωπίζουν ως «πολυτέλεια χρόνου», όχι ως ρουτίνα.
2. Το μαγείρεμα γίνεται δραστηριότητα εμπειρίας, όχι υποχρέωσης
Η γενιά των Millennials και ακόμη περισσότερο η Gen Z έχει αναπτύξει μια νέα σχέση με τη μαγειρική:
-
θέλουν να προσπαθήσουν νέα υλικά,
-
να μαγειρέψουν για φίλους ή σε ειδικές περιστάσεις,
-
να ζήσουν μια «στιγμή δημιουργίας».
Όμως δεν θέλουν να μαγειρέψουν ένα Τρίτη απόγευμα στις 20:30 μετά από μια κουραστική μέρα. Το μαγείρεμα γίνεται μια προαιρετική, δημιουργική δραστηριότητα, όχι υποχρεωτικό καθημερινό καθήκον.
3. Η στροφή στο “φαγητό στο σπίτι” δεν συνοδεύεται από επιστροφή στη μαγειρική
Μετά την πανδημία, η συνήθεια του να τρώμε περισσότερα γεύματα στο σπίτι διατηρήθηκε. Όμως η μαγειρική δεν διατηρήθηκε στον ίδιο βαθμό.
Οι καταναλωτές θέλουν την άνεση και την οικονομία του «φαγητού στο σπίτι», αλλά όχι το βάρος της προετοιμασίας. Έτσι εμφανίζεται το μεγάλο παράδοξο της εποχής:
Θέλουμε να τρώμε σπίτι – αλλά δεν θέλουμε να μαγειρεύουμε κάθε μέρα.
4. Η συναισθηματική αλλαγή στη σχέση με το φαγητό
Σε πολλές έρευνες, οι καταναλωτές δηλώνουν ότι αισθάνονται:
-
«ενοχή» που δεν έχουν χρόνο να μαγειρέψουν,
-
«κούραση» από την καθημερινή πίεση της προετοιμασίας,
-
αλλά και «χαρά» όταν μαγειρεύουν σε ειδικές στιγμές.
Το μοτίβο είναι ξεκάθαρο: Το μαγείρεμα από καθήκον γίνεται εμπειρία. Και ανάμεσα σε αυτές τις εμπειρίες, οι καταναλωτές χρειάζονται αξιόπιστες λύσεις έτοιμου φαγητού.
5. Η αναζήτηση ποιότητας χωρίς συμβιβασμούς
Ο σύγχρονος καταναλωτής δεν αποδέχεται πλέον το έτοιμο φαγητό ως «δεύτερη επιλογή». Θέλει:
-
ποιότητα,
-
γεύση,
-
καθαρή προέλευση,
-
διατροφική ισορροπία.
Γι’ αυτό και η αγορά των έτοιμων γευμάτων δεν μεγαλώνει απλώς. Αλλάζει εκθετικά.
Σε αυτό το περιβάλλον με μια μεγάλη αλλαγή να συντελείται όμιλος Σκλαβενίτη υλοποιεί το μεγαλύτερο αναπτυξιακό του πρόγραμμα μέχρι σήμερα, μια σειρά από έργα και στρατηγικές επιλογές δείχνουν ότι η εταιρεία διαμορφώνει ένα πολυεπίπεδο μοντέλο δραστηριότητας με επίκεντρο το τρόφιμο. Στο πλαίσιο αυτό, η δραστηριότητα των έτοιμων γευμάτων αποκτά ξεχωριστή σημασία και εξελίσσεται σε έναν από τους βασικούς πυλώνες της επιχειρηματικής επέκτασης. Ο σχεδιασμός στηρίζεται σε τρεις τομείς με διακριτό ρόλο ο καθένας.
Ο πρώτος αφορά την ενίσχυση της παρουσίας μαγειρεμένων φαγητών μέσα στα καταστήματα της αλυσίδας. Προβλέπεται εμπλουτισμός των διαθέσιμων κωδικών και διερεύνηση μιας πιο ξεκάθαρης εμπορικής ταυτότητας που θα συνοδεύει αυτή την κατηγορία. Το εγχείρημα βρίσκεται σε στάδιο διαμόρφωσης, ωστόσο η κατεύθυνση είναι δεδομένη, καθώς η Σκλαβενίτης θέλει να αναπτύξει μια ισχυρή γραμμή έτοιμων γευμάτων που θα ανταποκρίνεται στις νέες ανάγκες των καταναλωτών.
Ο δεύτερος τομέας αφορά τη δημιουργία προϊόντων που θα διατίθενται πέρα από το βασικό δίκτυο των καταστημάτων Σκλαβενίτης, με στόχο τη διεύρυνση του κοινού στο οποίο απευθύνεται η νέα κατηγορία έτοιμων γευμάτων. Το νέο εργοστάσιο στη Μαγούλα αποτελεί το κεντρικό εργαλείο για αυτή τη μετάβαση, καθώς η υπερσύγχρονη μονάδα, επένδυση που προσεγγίζει τα 100 εκατ. ευρώ, θα έχει τη δυνατότητα παραγωγής έως και 250.000 μερίδων την ημέρα. Η λειτουργία της προβλέπεται για το δεύτερο εξάμηνο του 2026 και η στελέχωσή της θα φτάσει περίπου τα 300 άτομα, υπό τη «στέγη» της Αύρα Παραγωγή Γευμάτων ΜΑΕ, εταιρείας του ομίλου Γλάρος. Με αυτόν τον τρόπο, ο όμιλος επιχειρεί να διαμορφώσει μια ευρεία παρουσία στον χώρο του έτοιμου φαγητού, εστιάζοντας στην ποιότητα, τη σταθερότητα της παραγωγής και τη δυνατότητα ανάπτυξης νέων προϊόντων.
Τρίτος πυλώνας της στρατηγικής αφορά την ανάπτυξη ενός αυτόνομου δικτύου εστίασης. Η εξαγορά της αλυσίδας «Σπιτική Κουζίνα» το καλοκαίρι αποτέλεσε το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Τα 25 υφιστάμενα καταστήματα έκλεισαν στα τέλη Οκτωβρίου προκειμένου να επανασχεδιαστεί πλήρως το concept και να προετοιμαστεί η επανεκκίνησή τους με νέο μοντέλο λειτουργίας. Οι 75 εργαζόμενοι έχουν ήδη ενταχθεί στον όμιλο, ενώ για τις αρχές του 2026 προγραμματίζεται περίοδος δοκιμαστικής λειτουργίας μέσω πιλοτικών σημείων. Στόχος είναι η δημιουργία ενός brand εστίασης που θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς τα σούπερ μάρκετ, διευρύνοντας την παρουσία της εταιρείας στον χώρο του έτοιμου φαγητού. Η νέα εμπορική ονομασία δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί.
Σε παράλληλη πορεία με τα υπόλοιπα επενδυτικά βήματα της εταιρείας βρίσκεται το μεγάλο έργο στον Ρέντη, ένα project που εκτιμάται ότι θα αναδιαμορφώσει τα δεδομένα στο εγχώριο retail και τη γαστρονομική εμπειρία. Στις αρχές του 2027 προγραμματίζεται να παραδοθεί το μεγαλύτερο Food Hall της χώρας, συγκρότημα έκτασης άνω των 50.000 τ.μ., το οποίο αναπτύσσεται στις εγκαταστάσεις του ιστορικού εργοστασίου της Πίτσος. Με προϋπολογισμό που υπερβαίνει τα 150 εκατ. ευρώ, το έργο στοχεύει στη δημιουργία ενός πολυδιάστατου χώρου εμπορίου, ψυχαγωγίας και γαστρονομίας, σχεδιασμένου να λειτουργεί ως καθημερινός προορισμός για χιλιάδες επισκέπτες.
Στο κέντρο του συγκροτήματος θα βρίσκεται μια υπεραγορά 16.000 τ.μ., με έμφαση στα τρόφιμα και στις σύγχρονες τάσεις κατανάλωσης. Ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει η Αγορά Μικρών Παραγωγών, ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος που θα φιλοξενεί εναλλασσόμενους παραγωγούς από όλη την Ελλάδα. Τα περίπτερα θα παραχωρούνται χωρίς κόστος, δίνοντας τη δυνατότητα σε μικρούς παραγωγούς να παρουσιάζουν νέα προϊόντα απευθείας στο κοινό. Οι προβλέψεις για το έργο κάνουν λόγο για καθημερινή προσέλευση σημαντικού αριθμού επισκεπτών και για τη δημιουργία περισσότερων από 1.200 θέσεων εργασίας.
Με κύκλο εργασιών που ξεπέρασε τα 5,56 δισ. ευρώ το 2024 και με επενδύσεις που εκτιμάται ότι θα προσεγγίσουν τα 350 εκατ. ευρώ την περίοδο 2026–2027, ο όμιλος διαμορφώνει πλέον μια δομή που καλύπτει σχεδόν ολόκληρη την αλυσίδα αξίας των τροφίμων. Η στρατηγική του επεκτείνεται από την παραγωγή και την επεξεργασία έτοιμων γευμάτων έως τη λιανική, την εστίαση και τις μελλοντικές δυνατότητες ανάπτυξης σε διεθνές επίπεδο.

ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.