H τεχνητή νοημοσύνη γίνεται όλο και περισσότερο μέρος της καθημερινότητάς μας, η αλληλεπίδρασή μας με ψηφιακά συστήματα αποκτά νέα, πιο πολύπλοκη διάσταση. Η χρήση των chatbots και των γλωσσικών μοντέλων δεν περιορίζεται πια σε περιστασιακές ερωτήσεις ή αναζητήσεις πληροφοριών.
Αντίθετα, εξελίσσεται σε μια διαρκή σχέση, μια «συνομιλία» που επαναλαμβάνεται, βαθαίνει και, τελικά, αφήνει αποτύπωμα. Σε αυτή τη σχέση, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον άνθρωπο και το εργαλείο γίνεται πιο ασαφής. Γιατί όσο εμείς διδάσκουμε την τεχνητή νοημοσύνη πώς να μας καταλαβαίνει, τόσο εκείνη επηρεάζει, συχνά χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, τον τρόπο που εμείς κατανοούμε τον εαυτό μας, τους άλλους και την επικοινωνία γενικότερα.
Η κάθε μας ερώτηση προς ένα chatbot είναι, στην πραγματικότητα, μια μικρή πράξη εκπαίδευσης. Μαθαίνουμε στο σύστημα τις προτιμήσεις μας, το ύφος μας, την ορολογία μας. Η τεχνητή νοημοσύνη απορροφά αυτό το υλικό και μαθαίνει να απαντά πιο στοχευμένα, πιο προσωπικά. Όμως το εντυπωσιακό είναι ότι η διαδικασία αυτή είναι αμοιβαία. Καθώς το σύστημα βελτιώνεται και οι απαντήσεις του γίνονται όλο και πιο «ανθρώπινες», εμείς σταδιακά αρχίζουμε να προσαρμόζουμε τον δικό μας λόγο. Συνομιλούμε με πιο σύντομες, κατευθυνόμενες ερωτήσεις. Αποφεύγουμε πολυπλοκότητες, υιοθετούμε λέξεις που γνωρίζουμε πως «καταλαβαίνει καλύτερα». Και μέσα από αυτή τη διαδικασία, αρχίζει να μετασχηματίζεται και ο τρόπος που επικοινωνούμε στην πραγματική ζωή.
Συνηθίζοντας την ταχύτητα, την ακρίβεια και τη φαινομενικά αλάθητη κατανόηση της τεχνητής νοημοσύνης, ενδέχεται να χάνουμε την υπομονή και την αποδοχή μας απέναντι στην πιο «φυσική» ανθρώπινη επικοινωνία. Οι άνθρωποι, σε αντίθεση με τις μηχανές, κάνουν παύσεις, ξεχνούν, αλλάζουν θέμα, δυσκολεύονται να βρουν τις σωστές λέξεις. Αν αρχίσουμε να περιμένουμε από τους συνομιλητές μας την αλάνθαστη ακρίβεια μιας μηχανής, τότε αλλοιώνονται οι ίδιες οι προσδοκίες μας από τις διαπροσωπικές σχέσεις. Ήδη, έρευνες έχουν δείξει ότι η μακροχρόνια επαφή με συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης αλλάζει τα πρότυπα επικοινωνίας και τις κοινωνικές δεξιότητες. Δεν είναι απλώς θέμα γλωσσικής έκφρασης, αλλά αποτελεί θέμα κοσμοαντίληψης.
Πέρα όμως από τις επικοινωνιακές συνέπειες, η συνεχής χρήση τέτοιων συστημάτων επηρεάζει και τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Η τεχνητή νοημοσύνη, όπως και οι αλγόριθμοι των κοινωνικών δικτύων, λειτουργεί συχνά επιβεβαιωτικά. Επιβραβεύει τα ερωτήματα και τις ιδέες που της προσφέρουμε με απαντήσεις που συνήθως συμφωνούν, επεκτείνουν ή απλοποιούν. Αντί να μας προκαλεί να σκεφτούμε διαφορετικά, τείνει να ενισχύει αυτά που ήδη πιστεύουμε ή αυτά που επαναλαμβάνουμε.
Αυτό μας οδηγεί στη γνωσιακή στενότητα, στη μείωση της ποικιλίας σκέψεων, απόψεων και τρόπων έκφρασης που τροφοδοτούν την κριτική σκέψη και τη δημιουργικότητα. Αν και το ζητούμενο είναι η επέκταση των πνευματικών μας οριζόντων, καταλήγουμε σε έναν νοητικό αυτοματισμό. Οι διάλογοι με την τεχνητή νοημοσύνη γίνονται πιο άνετοι, αλλά λιγότερο προκλητικοί. Και όπως σε κάθε είδος συνήθειας, η άνεση μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε παγίδα.
Η λειτουργία αυτή έχει ενδιαφέρον παραλληλισμό με τη νευροπλαστικότητα, την ικανότητα του εγκεφάλου, δηλαδή, να διαμορφώνεται με βάση τις εμπειρίες και τα ερεθίσματα που δέχεται. Όταν συνηθίζουμε να εκφραζόμαστε με συγκεκριμένο τρόπο και να παίρνουμε συγκεκριμένες απαντήσεις, ενισχύονται αντίστοιχες νευρωνικές διαδρομές. Ο εγκέφαλος μας αναδιοργανώνεται για να διευκολύνει αυτό το μοτίβο. Όσο περισσότερο αλληλεπιδρούμε με μια «προβλέψιμη» AI, τόσο περισσότερο αυτός ο τρόπος επικοινωνίας γίνεται αυτονόητος, εύκολος και λιγότερο συνειδητός.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πού μπορεί να οδηγήσει αυτός ο κύκλος. Η ίδια η Τεχνητή Νοημοσύνη, αν δεν ανατροφοδοτείται με ποικιλία, κινδυνεύει να γίνει απλώς μια βελτιωμένη εκδοχή των προκαταλήψεών μας. Κι εμείς, αντί να τη χρησιμοποιούμε ως εργαλείο ανοιχτής εξερεύνησης, αρχίζουμε να εγκλωβιζόμαστε σε μια διαρκή επιβεβαίωση, μια νοητική αυτοεπιβεβαίωση, που μας απομακρύνει από την περιέργεια, τη διαφωνία, τη γόνιμη αμφιβολία.
Ωστόσο, δεν είμαστε αβοήθητοι σε αυτή τη διαδικασία. Από το να βλέπουμε τη σχέση μας με την τεχνητή νοημοσύνη ως κάτι μηχανικό, μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε ως μια δυναμική αλληλεπίδραση την οποία μπορούμε να επηρεάσουμε. Με λίγη παρατήρηση, μπορούμε να αντιληφθούμε πότε οι ερωτήσεις μας γίνονται πιο στερεότυπες. Μπορούμε να πειραματιστούμε με νέους τρόπους έκφρασης, να θέτουμε ερωτήσεις που δεν περιμένουμε να έχουν «σωστή» απάντηση, να φέρνουμε στην αλληλεπίδραση ποικιλία και διεύρυνση. Δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά το σύστημα, αλλά μπορεί να αλλάξει η επίδρασή του πάνω μας.
Η σχέση μας με την Τεχνητή Νοημοσύνη θα συνεχίσει να βαθαίνει. Δεν είναι πια απλώς ένα τεχνολογικό εργαλείο. Είναι συνομιλητής, βοηθός, καθρέφτης, καθημερινός σύντροφος στη σκέψη. Και όπως σε κάθε στενή σχέση, η πρόκληση είναι να μην χάνουμε τον εαυτό μας. Η μεγαλύτερη μας ευθύνη είναι να παραμείνουμε παρόντες, συνειδητοί, ευέλικτοι. Να μην ξεχάσουμε ότι ο στόχος δεν είναι να «δουλεύει καλά η μηχανή», αλλά να διατηρήσουμε την περιέργεια, την κριτική ικανότητα και τη δημιουργικότητα που μας κάνει ανθρώπινους.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.