Το χύμα κρασί αποτελεί μια σταθερά της ελληνικής κουλτούρας, με βαθιές ρίζες στην παράδοση και τη λαϊκή κατανάλωση. Ωστόσο, η αυξανόμενη παρουσία του στην αγορά, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, εγείρει σημαντικά ερωτήματα για την ποιότητα, την επίδραση στην υγεία και τις επιπτώσεις στον κλάδο του εμφιαλωμένου κρασιού.
Σε διεθνές επίπεδο, η αγορά του χύμα κρασιού παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανάπτυξη. Σύμφωνα με προβλέψεις, η παγκόσμια αγορά αναμένεται να φτάσει τα 59 δισ. δολάρια έως το 2031, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης που ξεπερνά το 3,7% από το 2024 και μετά. Οι βασικοί εξαγωγείς του χύμα κρασιού είναι χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Χιλή και η Αυστραλία, με εξαγόμενους όγκους που κυμαίνονται από 314 έως 408 εκατομμύρια λίτρα ετησίως. Παρόλο που οι εξαγωγές χύμα κρασιού αυξήθηκαν κατά 3,9% το 2024 φτάνοντας τα 34,4 εκατομμύρια εκατόλιτρα, το χύμα κρασί αντιπροσωπεύει μόλις το 7% της αξίας του παγκόσμιου εξαγόμενου οίνου, λόγω της χαμηλής του τιμής.
Στην Ελλάδα, η εικόνα είναι πιο σύνθετη και σε ορισμένες περιπτώσεις, ανησυχητική. Το 2024 σημειώθηκε μια πρωτοφανής ανατροπή στην αγορά, με τις εισαγωγές χύμα κρασιού να ξεπερνούν για πρώτη φορά τις εξαγωγές. Αυτή η αλλαγή, σε συνδυασμό με την ιστορική πτώση στην ελληνική παραγωγή κρασιού για το 2023/2024 (κατά 35,14%), καταδεικνύει μια βαθύτερη αναστάτωση στον οινικό κλάδο της χώρας. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι περίπου το 45% της ελληνικής παραγωγής κρασιού αφορά κρασιά χωρίς γεωγραφική ένδειξη, δηλαδή χύμα προϊόντα. Η κατανάλωση ενισχύει την τάση αυτή, καθώς περίπου το 50% των κρασιών που καταναλώνονται στην Ελλάδα είναι χύμα, υποδηλώνοντας μια βαθιά εδραιωμένη προτίμηση των καταναλωτών στα φθηνότερα προϊόντα.
Αν και το χύμα κρασί έχει τη θέση του στο τραπέζι του μέσου Έλληνα, εγείρονται σοβαρές ανησυχίες για τις επιπτώσεις του στην υγεία. Το βασικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην ίδια την ουσία του κρασιού, αλλά στην έλλειψη ελέγχων και πιστοποίησης. Πολλές φορές, το χύμα κρασί διακινείται χωρίς τις απαραίτητες διαδικασίες οινολογικού ελέγχου, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αλλοιώσεις, όπως η οξείδωση ή η ανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών. Επιπλέον, η ανεξέλεγκτη παραγωγή μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα αλκοόλης ή ακόμη και την παρουσία επιβλαβών ουσιών, όπως βαρέα μέταλλα ή υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που δεν εντοπίζονται χωρίς εργαστηριακό έλεγχο.
Η αποθήκευση σε ακατάλληλα δοχεία και η μεταφορά σε μη ελεγχόμενες θερμοκρασίες επιδεινώνουν τον κίνδυνο για τον καταναλωτή. Σε αντίθεση με τα εμφιαλωμένα κρασιά, τα οποία περνούν από διαδοχικούς ελέγχους ποιότητας και φέρουν τις απαραίτητες πιστοποιήσεις, το χύμα κρασί κυκλοφορεί σε ένα καθεστώς έλλειψης ελέγχων που ευνοεί την παραπλάνηση. Ο καταναλωτής δύσκολα μπορεί να γνωρίζει την προέλευση, τη χημική σύνθεση και τις συνθήκες παραγωγής και φύλαξης του προϊόντος που καταναλώνει. Ειδικά σε περιόδους αυξημένης ζήτησης, όπως η θερινή τουριστική περίοδος, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για νοθευμένα ή ακατάλληλα προϊόντα.
Η κατάσταση αυτή δεν επηρεάζει μόνο την υγεία του καταναλωτή, αλλά πλήττει σοβαρά και τον κλάδο του εμφιαλωμένου κρασιού. Οι οινοποιοί, που επενδύουν σε σύγχρονες εγκαταστάσεις, ποιοτικό έλεγχο και branding, βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν αθέμιτο ανταγωνισμό. Το χύμα κρασί διατίθεται σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές, χωρίς το κόστος που συνεπάγεται η εμφιάλωση, η πιστοποίηση και η διανομή μέσω γνωστών καναλιών. Η διαφορά κόστους, όμως, οδηγεί πολλούς καταναλωτές στο χύμα κρασί, υπονομεύοντας την αγορά των επώνυμων, ποιοτικών προϊόντων.
Πέραν του άμεσου ανταγωνισμού, το χύμα κρασί επηρεάζει και την εικόνα του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό. Η εμπειρία πολλών τουριστών στην Ελλάδα συνδέεται με την κατανάλωση φθηνού χύμα κρασιού, το οποίο συχνά δεν ανταποκρίνεται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά που απαιτεί η διεθνής αγορά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαμορφώνεται μια αρνητική ή τουλάχιστον υποβαθμισμένη εικόνα για την ελληνική οινική παραγωγή στο εξωτερικό, γεγονός που επηρεάζει τις εξαγωγικές δυνατότητες των ελληνικών εμφιαλωμένων κρασιών, ακόμα και όταν αυτά είναι υψηλής ποιότητας και μοναδικής ταυτότητας.
Ένας ακόμη σημαντικός φόβος που εγείρεται από την ανεξέλεγκτη διακίνηση του χύμα κρασιού είναι οι λεγόμενες “ελληνοποιήσεις”. Δηλαδή, η πρακτική εισαγόμενων χύμα κρασιών χαμηλού κόστους, κυρίως από γειτονικές χώρες, τα οποία παρουσιάζονται στην αγορά ως ελληνικής παραγωγής. Η πρακτική αυτή όχι μόνο εξαπατά τον καταναλωτή, αλλά πλήττει βάναυσα τους Έλληνες παραγωγούς που αγωνίζονται να προσφέρουν ένα ποιοτικό, πιστοποιημένο προϊόν. Η ελληνοποίηση οδηγεί σε στρέβλωση της αγοράς, υποβαθμίζει το κύρος του ελληνικού κρασιού και ενισχύει τις αθέμιτες πρακτικές εις βάρος των νόμιμων οινοποιείων.
Η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου απαιτεί συντονισμένες δράσεις σε πολλαπλά επίπεδα. Χρειάζεται αυστηροποίηση των ελέγχων στη διακίνηση χύμα κρασιού, με πιστοποίηση και ενδείξεις προέλευσης ακόμη και για τα μη εμφιαλωμένα προϊόντα. Η ενίσχυση της καταναλωτικής συνείδησης κρίνεται, επίσης, καθοριστική. Μέσω ενημερωτικών εκστρατειών, ο καταναλωτής μπορεί να κατανοήσει τους κινδύνους που εμπεριέχει η κατανάλωση ανεξέλεγκτου χύμα κρασιού, αλλά και τα οφέλη από την υποστήριξη επώνυμων, ποιοτικών ελληνικών κρασιών. Παράλληλα, η Πολιτεία και οι επαγγελματικοί φορείς του κλάδου πρέπει να υποστηρίξουν ενεργά τους παραγωγούς που επενδύουν στην ποιότητα, προσφέροντας κίνητρα, ενισχύσεις και διευκολύνσεις για την προώθηση του εμφιαλωμένου κρασιού.
Η μετάβαση σε ένα πιο ποιοτικό, ελεγχόμενο και πιστοποιημένο μοντέλο κατανάλωσης είναι αναγκαία, τόσο για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας όσο και για τη στήριξη του ελληνικού επώνυμου κρασιού, το οποίο έχει αποδείξει ότι μπορεί να σταθεί με αξιώσεις στη διεθνή σκηνή.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.