Η εκμάθηση ξένων γλωσσών παραμένει μια από τις πιο σταθερές εκπαιδευτικές επενδύσεις των ελληνικών οικογενειών, παρά τις συνεχείς οικονομικές προκλήσεις. Είτε για λόγους επαγγελματικής αποκατάστασης, είτε για την ενίσχυση του βιογραφικού, είτε απλώς για προσωπική εξέλιξη, η γνώση ξένων γλωσσών θεωρείται απαραίτητη. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία από το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ, το 2023 οι οικογένειες στην Ελλάδα ξόδεψαν συνολικά 777 εκατομμύρια ευρώ για ξένες γλώσσες , ποσό που αυξήθηκε κατά 12,6% σε σχέση με το 2022. Κι αυτό, παρόλο που τα τελευταία χρόνια μεσολάβησαν πανδημία, ενεργειακή κρίση και πληθωριστικές πιέσεις.
Οι δαπάνες κατανέμονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: παιδιά δημοτικού, παιδιά γυμνασίου-λυκείου και ενήλικες. Η μεγαλύτερη μερίδα των χρημάτων (45%) κατευθύνεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή σε μαθητές που προετοιμάζονται για πιστοποιήσεις ή επαγγελματική χρήση ξένων γλωσσών. Στην πρωτοβάθμια, όμως, η τάση είναι πιο εντυπωσιακή, από τη στιγμή που οι γονείς επενδύουν νωρίτερα στη γλωσσική κατάρτιση των παιδιών τους και πλέον το 38% των συνολικών εξόδων πηγαίνει εκεί. Φαίνεται πως οι οικογένειες επιλέγουν να ξεκινούν την εκμάθηση από πολύ μικρή ηλικία, γεγονός που ενισχύθηκε και από την εισαγωγή των Αγγλικών στο νηπιαγωγείο.
Εντυπωσιακή είναι και η αύξηση του ενδιαφέροντος των ενηλίκων – φοιτητών, ανέργων ή εργαζομένων, που δεν ανήκουν στο τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά επιδιώκουν να βελτιώσουν τα προσόντα τους. Ειδικά μετά το 2020, πολλοί στράφηκαν σε μαθήματα εξ αποστάσεως, αξιοποιώντας την ευελιξία που προσφέρει η τεχνολογία. Οι δαπάνες αυτής της ομάδας φτάνουν πλέον τα 129 εκατομμύρια ευρώ.
Τα νούμερα, όμως, κρύβουν μεγάλες κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες. Η διαφορά μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών είναι μικρή, αλλά ανά περιφέρεια τα ποσοστά διαφοροποιούνται πολύ. Στη Δυτική Ελλάδα και την Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, για παράδειγμα, οι οικογένειες ξοδεύουν σημαντικό ποσοστό του εισοδήματός τους στις ξένες γλώσσες, ενώ σε περιοχές όπως το Βόρειο Αιγαίο και η Ήπειρος οι αντίστοιχες δαπάνες είναι αισθητά χαμηλότερες. Αυτά τα δεδομένα δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη διαθεσιμότητα υποδομών, αλλά και με τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες κάθε περιοχής.
Το οικογενειακό εισόδημα είναι, όπως αναμενόταν, καθοριστικός παράγοντας. Οι πολύ χαμηλές εισοδηματικές τάξεις έχουν μειώσει τις δαπάνες τους σχεδόν κατά 23% την τελευταία δεκαετία. Αντίθετα, τα μεσαία εισοδήματα εμφανίζουν αύξηση, κάτι που δείχνει πως για πολλές οικογένειες η ξένη γλώσσα είναι έξοδο που δύσκολα περικόπτεται, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει οικονομική πίεση σε άλλα πεδία. Η «ψαλίδα» ανάμεσα στους ευκατάστατους και σε αυτούς που δυσκολεύονται οικονομικά, μικραίνει, όχι γιατί οι πρώτοι ξοδεύουν περισσότερα, αλλά γιατί οι δεύτεροι επιμένουν να προσπαθούν να καλύψουν τις ανάγκες των παιδιών τους.
Η οικογενειακή σύνθεση παίζει, επίσης, καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που κατανέμονται οι δαπάνες. Όσο περισσότερα παιδιά υπάρχουν σε ένα νοικοκυριό, τόσο μεγαλύτερο είναι και το ποσοστό του οικογενειακού εισοδήματος που αφιερώνεται στην εκμάθηση γλωσσών. Οι μονογονεϊκές οικογένειες, για παράδειγμα, δαπανούν κατά μέσο όρο το 3,3% του προϋπολογισμού τους, ένα αρκετά υψηλό ποσοστό για τα συνήθως περιορισμένα οικονομικά τους. Την ίδια στιγμή, οι τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες έχουν αναγκαστεί να περιορίσουν σημαντικά αυτές τις δαπάνες, γεγονός που αντανακλά τις γενικότερες πιέσεις στο κόστος διαβίωσης.
Αν και η διδασκαλία ξένων γλωσσών αποτελεί κομμάτι του σχολικού προγράμματος, η διάρκειά της και η ένταση με την οποία προσφέρεται είναι συχνά ανεπαρκείς για να εξασφαλίσουν ουσιαστική γνώση ή πιστοποιήσεις. Γι’ αυτό και οι περισσότερες οικογένειες καταφεύγουν σε πρόσθετες μορφές εκπαίδευσης, κυρίως φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, τα Κέντρα Ξένων Γλωσσών (ΚΞΓ) έχουν καταφέρει να καθιερωθούν ως ο βασικός πυλώνας της εξωσχολικής γλωσσικής εκπαίδευσης, καλύπτοντας τα κενά που αφήνει πίσω της η δημόσια παιδεία.
Τα ΚΞΓ προσφέρουν οργανωμένο πρόγραμμα, σταθερότητα, υποστήριξη και κοινωνική διάδραση, ενώ το κόστος τους, αν και σημαντικό, παραμένει πιο προσιτό από τα ιδιαίτερα μαθήματα. Παράλληλα, λειτουργούν ως χώρος όπου τα παιδιά αποκτούν ρυθμό, συνέπεια και προετοιμάζονται συστηματικά για τις εξετάσεις πιστοποίησης. Από την άλλη, αρκετοί νέοι επιλέγουν ιδιαίτερα μαθήματα λόγω της ευελιξίας τους και της δυνατότητας να προσαρμόζεται η διδασκαλία στον προσωπικό τους ρυθμό και ανάγκες.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.