Η παγκόσμια αγορά κακάο βρίσκεται σε μια από τις πιο δύσκολες και ταραχώδεις περιόδους των τελευταίων δεκαετιών. Οι τιμές του κακάο έχουν φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, προκαλώντας ντόμινο εξελίξεων στην αλυσίδα παραγωγής, εμπορίας και κατανάλωσης.
Στο επίκεντρο αυτής της αναταραχής βρίσκονται οι κύριες παραγωγικές χώρες της Δυτικής Αφρικής, κυρίως η Ακτή Ελεφαντοστού και η Γκάνα, που από κοινού καλύπτουν πάνω από το 60% της παγκόσμιας παραγωγής. Οι χώρες αυτές βρίσκονται αντιμέτωπες με τη ραγδαία αύξηση της διεθνούς τιμής και την έξαρση του λαθρεμπορίου.
Οι διεθνείς τιμές του κακάο άγγιξαν τα 13.000 δολάρια ανά τόνο στις αρχές του 2025, σχεδόν τριπλασιασμένες σε σχέση με το 2023, προτού σταθεροποιηθούν στα 9.000 δολάρια. Η αιτία αυτής της αύξησης είναι σύνθετη, με τις παρατεταμένες ξηρασίες και έντονες βροχοπτώσεις να επηρεάζουν αρνητικά τις σοδειές, ενώ η εξάπλωση φυτικών ασθενειών και οι χρόνιες υποεπενδύσεις στον τομέα επιδεινώνουν τα προβλήματα. Η χαμηλή απόδοση ανά καλλιεργούμενο στρέμμα έχει ως αποτέλεσμα μεγάλες ελλείψεις και αδυναμία κάλυψης της ζήτησης.
Το πλαίσιο τιμολόγησης στις δύο μεγαλύτερες παραγωγούς χώρες έχει εντείνει τη δυσφορία των αγροτών. Στην Ακτή Ελεφαντοστού, ο κρατικός οργανισμός Conseil du Café-Cacao (CCC) καθορίζει μια σταθερή τιμή αγοράς προς τους παραγωγούς, η οποία βρίσκεται σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από την τιμή της ελεύθερης αγοράς. Η απόκλιση μεταξύ επίσημης και διεθνούς τιμής δημιουργεί έντονο οικονομικό κίνητρο για παράνομη εξαγωγή της σοδειάς σε γειτονικές χώρες, όπως η Γουινέα, το Τόγκο και η Λιβερία, όπου η τιμολόγηση είναι ελεύθερη και πιο ανταγωνιστική.
Οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι περισσότεροι από 100.000 τόνοι κακάο εξήχθησαν λαθραία από την Ακτή Ελεφαντοστού την καλλιεργητική περίοδο 2023–24, προκαλώντας απώλειες εκατομμυρίων δολαρίων από φόρους και δασμούς. Για μια οικονομία όπου το κακάο αντιπροσωπεύει το 40% των συνολικών εξαγωγών, το πλήγμα είναι τεράστιο. Επιπλέον, η μείωση των επίσημων εξαγωγών κατά 30% δημιουργεί αλυσίδα προβλημάτων για τις μεγάλες διεθνείς εταιρείες, που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη ποσότητα κακάο και να τηρήσουν τα πρότυπα ιχνηλασιμότητας και βιωσιμότητας.
Παρόμοια είναι η εικόνα και στη Γκάνα, όπου η Cocobod, ο κρατικός αγοραστής, έχει θεσπίσει σύστημα αντίστοιχο με εκείνο της Ακτής Ελεφαντοστού. Η χώρα είδε την παραγωγή της να πέφτει στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων δέκα ετών, εν μέρει λόγω και της διοχέτευσης της σοδειάς μέσω παράνομων καναλιών. Οι αγρότες επιλέγουν να πωλούν σε μεσάζοντες που αναλαμβάνουν τη μεταφορά και διοχέτευση του προϊόντος σε τρίτες χώρες, με την υπόσχεση για υψηλότερες απολαβές.
Η έξαρση του λαθρεμπορίου δεν επηρεάζει μόνο τις παραγωγούς χώρες, αλλά διαταράσσει ολόκληρη την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού. Οι εταιρείες σοκολάτας και οι διεθνείς μεταποιητές αντιμετωπίζουν προκλήσεις ως προς την επάρκεια, την ποιότητα και την κοινωνική ευθύνη. Οι κόκκοι που δεν ελέγχονται από επίσημους διαύλους είναι δύσκολο να ιχνηλατηθούν, κάτι που καθιστά αδύνατη τη διασφάλιση όρων, όπως η απαγόρευση της παιδικής εργασίας και η προέλευση από μη αποψιλωμένες εκτάσεις.
Την ίδια στιγμή, σημαντικές αλλαγές συντελούνται και στην παγκόσμια αγορά του καφέ. Το 2025, η αξία της αγοράς ξεπερνά τα 250 δισεκατομμύρια δολάρια και συνεχίζει να αυξάνεται. Η κατανάλωση φτάνει σε επίπεδα ρεκόρ, ενώ οι τιμές των βασικών ποικιλιών, Arabica και Robusta, έχουν αυξηθεί πάνω από 40% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αυτή η άνοδος οφείλεται κυρίως στα ακραία καιρικά φαινόμενα σε χώρες-κλειδιά, όπως η Βραζιλία και το Βιετνάμ, καθώς και στη μεγαλύτερη ζήτηση για ποιοτικό και βιολογικό καφέ. Οι καταναλωτές στρέφονται όλο και περισσότερο σε premium επιλογές, όπως καφέδες ψυχρής εκχύλισης, έτοιμα ροφήματα και βιώσιμα προϊόντα, δείχνοντας ξεκάθαρη προτίμηση στην ποιότητα αντί της ποσότητας.
Παράλληλα, καταγράφεται αυξημένη κινητικότητα στις εξαγωγές χωρών όπως η Γουινέα, η οποία δεν διαθέτει ισχυρή παραγωγική βάση. Ωστόσο, οι εξαγωγές της αυξήθηκαν κατά 15% την προηγούμενη περίοδο και διπλασιάστηκαν τους πρώτους τρεις μήνες του 2025. Ειδικοί εκτιμούν ότι η διαφορά μεταξύ παραγωγής και εξαγωγών υποδηλώνει μεγάλη έκταση εισαγωγής και επανεξαγωγής λαθραίου κακάο, ενισχύοντας το φαινόμενο arbitrage, δηλαδή την αγορά ενός προϊόντος φθηνά σε μία αγορά και την πώλησή του ακριβότερα σε άλλη.
Το πρόβλημα είναι διαρθρωτικό και απαιτεί βαθιές μεταρρυθμίσεις. Η πίεση από τις διεθνείς αγορές, η ανάγκη για διαφάνεια στην εφοδιαστική αλυσίδα και ο στόχος για σταθερό εισόδημα στους παραγωγούς καθιστούν απαραίτητο ένα νέο μοντέλο διαχείρισης της αγοράς κακάο. Η στήριξη των μικρών αγροτών, η επένδυση σε τεχνογνωσία και υποδομές και η επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών πρακτικών με σεβασμό στην τοπική οικονομία και το παγκόσμιο περιβάλλον είναι ζητήματα που τίθενται πλέον επιτακτικά.
Από τη στιγμή που η σοκολάτα και ο καφές θεωρούνται βασικές απολαύσεις της καθημερινότητάς μας, οι προκλήσεις πίσω από την παραγωγή τους αποκαλύπτουν τις πολυεπίπεδες και συχνά αθέατες πλευρές του παγκόσμιου εμπορίου. Αν δεν υπάρξουν αλλαγές, οι επιπτώσεις δεν θα αγγίξουν μόνο τους παραγωγούς, αλλά θα επηρεάσουν άμεσα και τους καταναλωτές.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.