Η παρουσία των αδελφών Θωμά και Ηλία Γεωργιάδη στον χώρο του ελληνικού κρασιού δεν περιορίζεται στη λογική μιας απλής επένδυσης με εξαγωγική προοπτική. Με καταγωγή από τη Λαμία αλλά μεγαλωμένοι στην Σουηδία , οι δύο επιχειρηματίες έχουν αναπτύξει τα τελευταία χρόνια ενεργό ρόλο στον εγχώριο οινικό κλάδο, με κινήσεις υψηλής ουσιαστικής αξίας. Η εξαγορά ιστορικών οινοποιείων, όπως η Μπουτάρη Οινοποιία και η Σεμέλη, συνθέτει ένα ευρύτερο σχέδιο με στόχο όχι μόνο την παραγωγή κρασιού, αλλά και τη στρατηγική αξιοποίηση του οινικού τοπίου, σε επίπεδο περιουσίας, τουρισμού και διεθνούς εμπορικής παρουσίας.
Η περίπτωση Σεμέλη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το οινοποιείο, που είχε περάσει υπό τον έλεγχο της Lyktos Holding της οικογένειας Σάλλα και βρίσκεται στην καρδιά της Νεμέας, αποκτήθηκε από την Premia Properties, η οποία ανέλαβε το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του. Η συμφωνία περιλάμβανε το οινοποιείο, δέκα πολυτελείς σουίτες φιλοξενίας και συνολικά 278 στρέμματα αμπελώνων στη Νεμέα και την Αρκαδία. Τα ακίνητα αυτά εκμισθώθηκαν με μακροχρόνιο ορίζοντα πίσω στη Σεμέλη, διασφαλίζοντας τη συνέχιση της παραγωγής στις υφιστάμενες εγκαταστάσεις, με νέο ιδιοκτησιακό πλαίσιο.
Η Σεμέλη εντάχθηκε στον όμιλο «Ελληνικά Οινοποιεία», όπου ήδη ανήκουν η Μπουτάρη Οινοποιία και η Ιόλη Πηγή. Η ενοποίηση αυτή ενισχύει την παραγωγική ικανότητα, προσφέρει συνέργειες σε δίκτυα διανομής και branding και ενισχύει τη διαπραγματευτική ισχύ του ομίλου στο εξωτερικό. Οι οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας καταγράφουν αξιοσημείωτες εξαγωγές, κυρίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, δείχνοντας ότι η διεθνής παρουσία αποτελεί βασικό πυλώνα της στρατηγικής ανάπτυξης.
Την επιχειρηματική αναδιάρθρωση συνοδεύουν και νέες επενδύσεις. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει η δημιουργία δεύτερης παραγωγικής μονάδας στη Νεστάνη Τρίπολης, που αναμένεται να αυξήσει τη δυναμικότητα του ομίλου. Παράλληλα, το Κτήμα Σεμέλη φιλοδοξεί να εξελιχθεί σε πόλο οινοτουριστικής ανάπτυξης, συνδυάζοντας την εμπειρία του κρασιού με φιλοξενία υψηλού επιπέδου και ανάδειξη της τοπικής γαστρονομίας και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ωστόσο, η οικονομική εικόνα Σεμέλη παραμένει υπό πίεση. Το 2024, ο κύκλος εργασιών της ανήλθε στα 6,5 εκατ. ευρώ, αυξημένος σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Το κόστος πωλήσεων, ωστόσο, σχεδόν διπλασιάστηκε φτάνοντας τα 4,89 εκατ. ευρώ, ενώ τα λειτουργικά έξοδα ξεπέρασαν τα 2,8 εκατ. ευρώ. Ως αποτέλεσμα, η εταιρεία κατέγραψε καθαρές ζημίες ύψους 1,535 εκατ. ευρώ, σε αντίθεση με τα οριακά κέρδη που είχε σημειώσει το 2023. Οι συσσωρευμένες ζημίες ανέρχονται πλέον σε 3,84 εκατ. ευρώ, ενώ το μετοχικό κεφάλαιο παραμένει στα 6,82 εκατ. ευρώ, με ονομαστικές, μη εισηγμένες μετοχές. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με την διοίκηση, οι προγραμματισμένες επενδύσεις και η στρατηγική αναδιάρθρωσης θα συμβάλουν στην ανάπτυξη και την ενίσχυση της θέσης της στην αγορά.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η αγορά κρασιού στην Ελλάδα διαμορφώνεται σε ένα πεδίο αντιφάσεων, αλλά και σημαντικών ευκαιριών. Αν και η εγχώρια κατανάλωση δείχνει σημάδια ωρίμανσης και σταθερής ήπιας κάμψης, η εξαγωγική δυναμική του κλάδου ενισχύεται. Το 2023, η συνολική αξία της ελληνικής αγοράς κρασιού ανήλθε σε 398 εκατ. ευρώ και το 2024 ξεπέρασε τα 416 εκατ., με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 0,5% που αναμένεται να διατηρηθεί έως το 2028. Την ίδια στιγμή, ο όγκος κατανάλωσης υποχωρεί οριακά, από 187.000 σε 184.000 τόνους, με τάση μετακίνησης προς προϊόντα υψηλότερης ποιότητας.
Η παραγωγή οίνου, αν και παραδοσιακά ισχυρή, έχει δεχθεί πιέσεις λόγω της κλιματικής αστάθειας. Την περίοδο 2024/2025, η συνολική παραγωγή εκτιμάται σε 1.430.666 εκατόλιτρα, αυξημένη κατά 3,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αλλά 33% κάτω από τον μέσο όρο της πενταετίας. Οι ακραίες καιρικές συνθήκες και η αυξανόμενη μεταβλητότητα στις καλλιέργειες επαναφέρουν στο προσκήνιο την ανάγκη για ανθεκτικότερες ποικιλίες και τεχνολογική καινοτομία στον πρωτογενή τομέα.
Παράλληλα, η δομή του κλάδου παραμένει έντονα πολυκερματισμένη. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης εσόδων διαμορφώνεται μόλις στο 1,5%, εξαιτίας του υψηλού κόστους παραγωγής και της περιορισμένης διανομής.
Αντίθετα, το εξαγωγικό μέτωπο εμφανίζει πολύ θετικό πρόσημο. Η ελληνική οινοποιία κατακτά νέες αγορές με αιχμή του δόρατος τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία. Στην αμερικανική αγορά, οι ελληνικοί οίνοι έχουν αυξήσει την παρουσία τους κατά 72% την τελευταία δεκαετία, ενώ καμπάνιες όπως ο «Greek Wine Month» στο Ηνωμένο Βασίλειο οδήγησαν σε αύξηση πωλήσεων άνω του 250%. Το συγκριτικό πλεονέκτημα έγκειται στις γηγενείς ποικιλίες – Αγιωργίτικο, Ξινόμαυρο, Μαλαγουζιά, Μοσχοφίλερο – και στην ικανότητα των παραγωγών να συνδυάζουν την τοπική ταυτότητα με σύγχρονη οινοποιητική τεχνογνωσία.
Στην εσωτερική αγορά, οι καταναλωτές στρέφονται όλο και περισσότερο σε οίνους ΠΟΠ και ΠΓΕ, φυσικά και βιολογικά κρασιά, καθώς και αφρώδη. Το φαινόμενο του “premiumisation” αποκτά έδαφος, με την κατανάλωση να μετατοπίζεται σε λιγότερες αλλά καλύτερες επιλογές, ιδιαίτερα στον χώρο της εστίασης και του τουρισμού.
Η σύνδεση του κρασιού με την εμπειρία, τον πολιτισμό και τον τουρισμό προσφέρει πρόσθετα πλεονεκτήματα. Οινοτουριστικές διαδρομές σε Σαντορίνη, Νεμέα, Δράμα και Κρήτη ενισχύουν τη συνολική εικόνα του ελληνικού κρασιού και συνδέουν την παραγωγή με την εμπειρία του επισκέπτη. Με τις κατάλληλες επενδύσεις και στρατηγική προώθηση, η Ελλάδα μπορεί να χτίσει ένα ισχυρό μοντέλο που να ενώνει την πρωτογενή παραγωγή με τον τουρισμό και τις εξαγωγές.
Συνολικά, ο εγχώριος οινικός κλάδος βρίσκεται σε τροχιά ωρίμανσης, με σαφή στροφή προς τη διαφοροποίηση, την εξωστρέφεια και τη σταδιακή συγκρότηση ισχυρών παικτών. Μέσα σε αυτό το τοπίο, η στρατηγική των αδελφών Γεωργιάδη φαίνεται να αξιοποιεί όχι μόνο την ποιότητα του ελληνικού κρασιού, αλλά και την πολυδιάστατη αξία του: ως προϊόν, ως επένδυση και ως στοιχείο πολιτισμού.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.