Εν έτει 2025 το επιχειρείν είναι μία πολύ δύσκολη συνθήκη σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι προκλήσεις πολλές, η αβεβαιότητα πολύ μεγάλη και το παιχνίδι «παίζεται» στην δυνατότητα και ικανότητα των επιχειρήσεων να μπορούν να διαχειριστούν κινδύνους, να προσαρμοστούν και να καινοτομήσουν.
Βλέποντας την γενική εικόνα και παρακολουθώντας τις έρευνες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας τους τελευταίους μήνες, οι μεγάλες ανησυχίες των επιχειρήσεων εντοπίζονται σε άξονες που έχουν να κάνουν με την αβεβαιότητα (οικονομική και γεωπολιτική), με την έλλειψη ανθρώπινου «ταλαντούχου» δυναμικού, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και ο,τι αυτό σημαίνει σε τεχνολογική ανάπτυξη και ασφάλεια και στις απαιτήσεις για πράσινη ανάπτυξη και ESG συμμόρφωση.
Στο πλαίσιο της οικονομικής αβεβαιότητας, η σταθερότητα των επιχειρήσεων βρίσκεται αντιμέτωπη με τον υψηλό πληθωρισμό, τα αυξημένα επιτόκια, την μειωμένη ρευστότητα και τα κόστη ενέργειας, πρώτων υλών και μισθοδοσίας. Όσες επιχειρήσεις επιλέξουν ή αναγκαστούν να καταφύγουν στον δανεισμό, βρίσκουν μπροστά τους αυξημένο κόστος δανεισμού, αυστηρότερους όρους τραπεζικής χρηματοδότησης και μικρή ανοχή στο ρίσκο, με συνέπεια να δυσχεραίνεται η ανάπτυξη νέων επενδύσεων. Έτσι, καταφεύγουν σε ίδια κεφάλαια ή εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης, όπως ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια ή ψηφιακές πλατφόρμες χρηματοδότησης (crowdfunding). Η κατάσταση αυτή πλήττει, κυρίως, τις ΜμΕ και τις νεοφυείς επιχειρήσεις, που συχνά δεν πληρούν τα αυστηρά κριτήρια των παραδοσιακών τραπεζών και δυσκολεύουν την προσπάθειά τους για διατήρηση ανταγωνιστικών περιθωρίων κέρδους.
Καθοριστικής σημασίας είναι η πολυπλοκότητα του φορολογικού πλαισίου και η συχνή αλλαγή κανονισμών, καθώς προκαλούν αβεβαιότητα και αυξημένα κόστη συμμόρφωσης σε πολλές αγορές. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Goldman Sachs στις ΗΠΑ, το 60% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι οι υφιστάμενοι κανονισμοί δεν ενισχύουν την επιχειρηματικότητα και την σταθερότητα στην αγορά. Οι χρόνοι και οι πόροι που καταναλώνονται για την συμμόρφωση στους κανονισμούς, μειώνουν την παραγωγική τους δραστηριότητα.
Τα τελευταία χρόνια, οι γεωπολιτικές εντάσεις είναι αυξημένες και επιτείνουν το αίσθημα της ανασφάλειας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η κρίση στη Μέση Ανατολή και οι εμπορικοί ανταγωνισμοί ΗΠΑ – Κίνας διαταράσσουν τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, την απρόσκοπτη πρόσβαση σε αγορές και την ασφάλεια των επενδύσεων. Η όλη κατάσταση δημιουργεί ένα ντόμινο αρνητικών επιπτώσεων στην παγκόσμια αγορά.
Εκτός από τις οικονομικές δυσκολίες και προκλήσεις, η παγκόσμια αγορά εργασίας βιώνει ένα έντονο έλλειμμα ταλέντου. Τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις διεθνώς αναφέρουν δυσκολία στην κάλυψη θέσεων, όχι λόγω έλλειψης υποψηφίων, αλλά λόγω έλλειψης κατάλληλων δεξιοτήτων, ειδικά στους τομείς της τεχνολογίας, της μηχανικής, των logistics και της ανάλυσης δεδομένων. Η κατάσταση αυτή εντείνει τον ανταγωνισμό για εξειδικευμένους εργαζόμενους και αναγκάζει πολλές επιχειρήσεις είτε να επενδύσουν σε εσωτερική εκπαίδευση και διατήρηση προσωπικού με νέα κίνητρα είτε να δαπανήσουν μεγάλα ποσά για να προσελκύσουν εργαζόμενους με τις κατάλληλες δεξιότητες και τα ανάλογα ταλέντα.
Από τις σημαντικότερες και πιο καθοριστικές, ίσως, προκλήσεις της εποχής είναι η δυνατότητα αξιοποίησης της τεχνολογικής εξέλιξης. Μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και τα big data να προσφέρουν τεράστιες ευκαιρίες στις επιχειρήσεις, δεν σημαίνει, όμως, ότι είναι όλες σε θέση να τις εκμεταλλευτούν, ενισχύοντας την παραγωγή και λειτουργία τους.
Πέρα από τις ευκαιρίες, η τεχνολογική εξέλιξη κρύβει κινδύνους, μετατρέποντάς τη σε πηγή ρίσκου. Με τις κυβερνοεπιθέσεις να αυξάνονται, ειδικά σε κρίσιμες υποδομές και πελατειακά δεδομένα, οι απαιτήσεις συμμόρφωσης γίνονται αυστηρότερες και εγείρουν σημαντικές επενδύσεις στην κυβερνοασφάλεια.
Οι απαιτήσεις για πράσινη ανάπτυξη, μείωση εκπομπών και κοινωνικά υπεύθυνες πρακτικές έχουν εισχωρήσει σε όλες τις μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι μεγάλες πολυεθνικές απαιτούν από τους προμηθευτές τους σαφή ESG στρατηγική, ενώ οι επενδυτές αποφεύγουν επιχειρήσεις που δεν εναρμονίζονται με τα κριτήρια βιωσιμότητας. Παρότι πολλοί επιχειρηματίες αναγνωρίζουν τη σημασία αυτής της μετάβασης, συχνά δηλώνουν ότι λείπουν τα εργαλεία, η καθοδήγηση ή ακόμη και τα κονδύλια για την ουσιαστική υλοποίησή της.
Η κατάσταση δεν μπορούσε να είναι διαφορετική στην ελληνική πραγματικότητα, καθώς οι προκλήσεις, οι αβεβαιότητες και οι δυσκολίες – σε διαφορετικό, βέβαια, βαθμό – είναι κοινές με αυτές της παγκόσμιας αγοράς.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της EY Ελλάδος για την επιχειρηματικότητα το 2025, οι Έλληνες επιχειρηματίες καλούνται να αντιμετωπίσουν, επίσης, ένα δύσκολο περιβάλλον, με αυξανόμενο κόστος και αβεβαιότητα. Παρά τις προκλήσεις αυτές, παραμένουν αισιόδοξοι και προσανατολισμένοι στις επενδύσεις και την καινοτομία.
Από τα σημαντικότερα ζητήματα που τους προβληματίζουν είναι το υψηλό λειτουργικό και εργατικό κόστος για το επόμενο έτος, ενώ η γραφειοκρατία και η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού θεωρούνται βασικά εμπόδια για την επιχειρηματική τους ανάπτυξη.
Δεν λείπει, όμως, η διάθεση και η πρόθεση για επενδύσεις, καθώς πολλοί προσανατολίζονται στην αναβάθμιση του τεχνολογικού τους εξοπλισμού και των υποδομών, με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας και την προσαρμογή στις απαιτήσεις της αγοράς. Ωστόσο, προβληματίζονται από την οικονομική και γεωπολιτική αστάθεια, ενώ προτιμούν να χρηματοδοτούν τα σχέδιά τους με ίδια κεφάλαια, παρά με τραπεζικό δανεισμό.
Η καινοτομία αποτελεί κεντρικό πυλώνα της στρατηγικής τους, με έμφαση στην ανάπτυξη νέων προϊόντων και στη βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών. Παρότι οι επιχειρηματίες αναγνωρίζουν τα οφέλη της τεχνητής νοημοσύνης, λίγοι έχουν επενδύσει ουσιαστικά σε αυτή μέχρι σήμερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η γενική εικόνα δεν παρουσιάζει ενθαρρυντικά στοιχεία.
Παράλληλα, η πλειονότητα σχεδιάζει νέες προσλήψεις, κυρίως για θέσεις πλήρους απασχόλησης. Αντιμετωπίζουν, επίσης, σημαντικές δυσκολίες στην εύρεση ανθρώπινου δυναμικού με τις κατάλληλες δεξιότητες και την ανάλογη εμπειρία, γεγονός που αποδεικνύει την ευρύτερη ανισορροπία στην αγορά εργασίας.
Σε ό,τι αφορά το ιδιοκτησιακό μέλλον των επιχειρήσεών τους, οι περισσότεροι Έλληνες επιχειρηματίες δεν σκοπεύουν να προχωρήσουν σε πώληση, ενώ εξετάζουν, κυρίως, την πιθανότητα μεταβίβασης σε επενδυτές ή σε άλλα μέλη της οικογένειας. Ειδικά για τις οικογενειακές επιχειρήσεις, βασικές προκλήσεις παραμένουν η ισορροπία ανάμεσα σε οικογενειακά και επιχειρηματικά συμφέροντα και ο σωστός σχεδιασμός της διαδοχής, που συχνά γίνεται ανεπίσημα.
Η EY Ελλάδος, αξιοποιώντας τα ευρήματα της έρευνας, προτείνει στις επιχειρήσεις να δώσουν έμφαση στη βιωσιμότητα, την τεχνολογία και το ανθρώπινο δυναμικό, και να ενισχύσουν τη συνεργασία και την εξωστρέφειά τους, ώστε να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις μελλοντικές προκλήσεις.
Συμπερασματικά, γίνεται αντιληπτό ότι οι επενδύσεις στην τεχνολογία, το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό και την βιωσιμότητα είναι από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων σε παγκόσμια κλίμακα, ενισχύοντας την δυνατότητα προσαρμοστικότητας στο διαρκώς μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.