Η παγκόσμια αγορά κυβερνοασφάλειας βιώνει μια περίοδο αλματώδους ανάπτυξης, αντικατοπτρίζοντας τις βαθιές αλλαγές που συντελούνται στο ψηφιακό οικοσύστημα των επιχειρήσεων, των κυβερνήσεων και της καθημερινής ζωής.
Οι τεχνολογικές υποδομές είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας, και η ανάγκη για προστασία των ψηφιακών πόρων δεν αποτελεί πλέον τεχνική επιλογή, αλλά στρατηγική επιταγή. Οι απειλές στον κυβερνοχώρο αυξάνονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη πολυπλοκότητα και αξιοποιούν τεχνολογίες αιχμής, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, ή αλλιώς generative AI, για να ξεπεράσουν τα παραδοσιακά αμυντικά συστήματα. Σε αυτό το περιβάλλον, η κυβερνοασφάλεια μετατοπίζεται από το περιθώριο της πληροφορικής, στο επίκεντρο της επιχειρησιακής συνέχειας, της εθνικής ασφάλειας και της εμπιστοσύνης των πολιτών.
Οι προβλέψεις για την εξέλιξη της αγοράς επιβεβαιώνουν τη στροφή αυτή. Σύμφωνα με την International Data Corporation (IDC), οι παγκόσμιες δαπάνες για λύσεις κυβερνοασφάλειας αναμένεται να ξεπεράσουν τα 377 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2028, ενώ μόνο για το 2025 εκτιμάται αύξηση της τάξης του 12,2% σε ετήσια βάση. Άλλες πηγές, όπως η CompTIA και η Statista, δίνουν συντηρητικότερες εκτιμήσεις, με εύρος 200 έως 274 δισεκατομμυρίων, ανάλογα με το τι περιλαμβάνεται στον υπολογισμό (λογισμικό, υπηρεσίες, φυσικές υποδομές). Οι μεγάλες επιχειρήσεις εξακολουθούν να απορροφούν σχεδόν το ήμισυ των συνολικών επενδυτικών πόρων, ωστόσο οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις εμφανίζουν τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση δαπανών, καθώς η ευαλωτότητά τους σε ψηφιακές επιθέσεις και η ανάγκη συμμόρφωσης με κανονιστικά πλαίσια τις ωθούν να επανεξετάσουν ριζικά τη στάση τους απέναντι στην ασφάλεια.
Στο επενδυτικό μίγμα, το μεγαλύτερο βάρος συνεχίζει να πέφτει στο λογισμικό, το οποίο αντιπροσωπεύει πάνω από το 50% των συνολικών δαπανών. Οι πιο δυναμικά αναπτυσσόμενοι τομείς περιλαμβάνουν πλατφόρμες προστασίας cloud εφαρμογών (Cloud-Native Application Protection Platforms – CNAPP), προηγμένα συστήματα διαχείρισης ταυτότητας και πρόσβασης (Identity and Access Management – IAM), καθώς και λύσεις για ανίχνευση και απόκριση σε κυβερνοεπιθέσεις. Οι επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα αυξάνονται με ρυθμό που φτάνει το 14,8% μόνο για το 2025. Παράλληλα, οι υπηρεσίες κυβερνοασφάλειας ενισχύονται, καθώς όλο και περισσότεροι οργανισμοί, ιδίως στον δημόσιο τομέα, αναζητούν εξειδικευμένη υποστήριξη και συνεχή επιτήρηση των συστημάτων τους. Το παγκόσμιο έλλειμμα εξειδικευμένου προσωπικού στον τομέα της ασφάλειας παραμένει έντονο, με εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για έως και 3,5 εκατομμύρια κενές θέσεις παγκοσμίως έως τα τέλη του 2025.
Η αγορά κυβερνοασφάλειας στην Ευρώπη, ειδικότερα, εισέρχεται σε φάση εκθετικής ανάπτυξης, αποτελώντας έναν από τους βασικούς άξονες της ψηφιακής στρατηγικής της Ε.Ε. Η εποχή που η ασφάλεια αφορούσε αποκλειστικά τα τμήματα πληροφορικής έχει παρέλθει οριστικά. Πλέον, αποτελεί θέμα ανώτατου διοικητικού επιπέδου για κάθε οργανισμό που επιδιώκει να παραμείνει βιώσιμος, ανθεκτικός και ανταγωνιστικός.
Σύμφωνα με την IDC, οι ευρωπαϊκές δαπάνες σε κυβερνοασφάλεια εκτιμάται ότι θα φτάσουν τα 97 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2028, με ετήσια αύξηση 11,8% μόνο για το 2025. Ο ρυθμός είναι ελαφρώς χαμηλότερος σε ώριμες αγορές, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, αλλά σημαντικά υψηλότερος σε χώρες με επιταχυνόμενο ψηφιακό μετασχηματισμό, όπως η Τσεχία (15,4%), η Ουγγαρία (14,1%) και η Ιρλανδία (13,3%).
Η ώθηση αυτή οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων, που αφορούν την εντεινόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα, την επιθετική εξέλιξη των τεχνικών κυβερνοεγκλήματος, τις τεχνολογικές ανισότητες και τις αυστηρότερες νομοθετικές απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία κρίσιμων υποδομών. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η κυβερνοασφάλεια παύει να είναι προαιρετική και μετατρέπεται σε αναγκαία προϋπόθεση επιχειρησιακής συνέχειας και διατήρησης της φήμης. Οι οργανισμοί δεν καλούνται απλώς να αντιδρούν, αλλά να προλαβαίνουν και να ενσωματώνουν την ασφάλεια στον ψηφιακό σχεδιασμό τους.
Στον χάρτη της ψηφιακής ασφάλειας ξεχωρίζουν στρατηγικοί τομείς υψηλής ευαισθησίας, όπως η αεροδιαστημική και η άμυνα, ο χρηματοπιστωτικός τομέας, οι τηλεπικοινωνίες και οι υποδομές ενέργειας. Μόνο για το 2025, οι επενδύσεις στους δύο πρώτους τομείς εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 13,5% και 13,3% αντίστοιχα. Το φάσμα των απειλών έχει διευρυνθεί και περιλαμβάνει επιθέσεις σε δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, σταθμούς μεταφοράς, ελέγχους εναέριας κυκλοφορίας και κρίσιμες βάσεις δεδομένων στρατιωτικών ή κυβερνητικών φορέων. Η ταχύτητα με την οποία εξελίσσονται οι επιθέσεις, συχνά υποβοηθούμενες από τεχνητή νοημοσύνη, δημιουργεί ένα τοπίο μόνιμης απειλής. Τα εγκληματικά δίκτυα είναι σε θέση να διεξάγουν αυτόνομες καμπάνιες phishing, να παρακάμπτουν παραδοσιακά firewalls και να εκμεταλλεύονται ελάχιστα γνωστά τρωτά σημεία σε μηχανικά συστήματα.
Σε αυτό το περιβάλλον, η επένδυση στην κυβερνοασφάλεια δεν αφορά μόνο την τεχνολογία. Αφορά την εμπιστοσύνη, την αξιοπιστία και τη διατήρηση της ακεραιότητας. Οι επιχειρήσεις καλούνται να χτίσουν οικοσυστήματα προστασίας, όχι μόνο για να αμυνθούν, αλλά για να διασφαλίσουν τη μακροχρόνια φήμη τους, την εμπιστοσύνη των πελατών τους και τη δυνατότητά τους να λειτουργούν απρόσκοπτα, ακόμα και σε περιβάλλοντα αστάθειας.
Η κυβερνοασφάλεια, με άλλα λόγια, δεν αντιμετωπίζεται πια ως τεχνικό εργαλείο. Είναι ένα νέο μέτρο αξιοπιστίας και ένας θεμελιώδης πυλώνας για την ανάπτυξη, την καινοτομία και την ανθεκτικότητα. Η επόμενη δεκαετία θα καθοριστεί από την ικανότητα των οργανισμών να επενδύσουν έγκαιρα, να ενσωματώσουν την ασφάλεια στον στρατηγικό τους σχεδιασμό και να χτίσουν μια ψηφιακή πραγματικότητα, όπου η προστασία δεν θα είναι προνόμιο, αλλά αυτονόητη βάση της προόδου.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.