Το άκουσμα ότι το Χρηματιστήριο Αθηνών μπορεί να εξαγοραστεί από τον ευρωπαϊκό κολοσσό Euronext εκτός από ένα κλίμα ευφορίας, προκάλεσε ερωτήματα και απορίες.
Πώς γίνεται ένας φορέας που διαχειρίζεται μια εθνική χρηματιστηριακή αγορά να αποτελεί στόχο εξαγοράς;
Για να κατανοήσουμε το γιατί συμβαίνει αυτό, πρέπει πρώτα να αποσαφηνίσουμε ένα βασικό δεδομένο. Τα χρηματιστήρια δεν είναι δημόσιοι οργανισμοί αλλά επιχειρήσεις.
Συχνά, είναι εισηγμένες εταιρείες, με μετόχους, διοικήσεις, οικονομικά αποτελέσματα και στρατηγικές. Και όπως κάθε επιχείρηση, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξαγοράς ή συγχώνευσης.
Τα χρηματιστήρια δεν είναι δημόσιες υπηρεσίες
Αναλυτικότερα, παρά τη θεσμική βαρύτητα που φέρουν, τα περισσότερα χρηματιστήρια στον κόσμο λειτουργούν ως ανώνυμες εταιρείες.
Το Χρηματιστήριο Αθηνών, μέσω της εισηγμένης ΕΧΑΕ, ανήκει σε πολυμετοχική δομή χωρίς βασικό μέτοχο, καθώς κανείς δε διαθέτει πάνω από 5%, με την πλειοψηφία να είναι στα χέρια θεσμικών επενδυτών, funds και τραπεζών.
Σε αυτό το περιβάλλον, η εξαγορά είναι όχι απλώς δυνατή, αλλά και θεσμικά κατοχυρωμένη διαδικασία.
Το Euronext, ο ευρωπαϊκός γίγαντας των κεφαλαιαγορών, ο οποίος έχει ήδη ενοποιήσει χρηματιστήρια σε Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Νορβηγία και Βέλγιο κατέθεσε μη δεσμευτική πρόταση εξαγοράς.
Συγκεκριμένα, προσφέρει 6,90 ευρώ ανά μετοχή της ΕΧΑΕ, με ανταλλαγή μετοχών που αποτιμά το σύνολο της ΕΧΑΕ στα 399 εκατ. ευρώ, έναντι τρέχουσας αποτίμησης 364 εκατ. ευρώ. Η προσφορά δεν είναι δεσμευτική, αλλά έχει ανοίξει τον κύκλο των διαπραγματεύσεων.
Τα κίνητρα πίσω από την πρόταση
Γιατί λοιπόν μπορεί να πραγματοποιηθεί μια εξαγορά χρηματιστηρίου; Ποια είναι τα κίνητρα για μια ανάλογη κίνηση;
Το πρώτο είναι η στρατηγική επέκταση. Η Euronext δεν κάνει αυτή την κίνηση τυχαία. Εντάσσεται σε μια στρατηγική δημιουργίας ενός πανευρωπαϊκού υπερ-χρηματιστηρίου, που περιλαμβάνει ήδη επτά χώρες. Η Ελλάδα είναι ο επόμενος κρίκος.
Άλλο ένα κίνητρο είναι οι συνέργειες και ενοποίηση. Ενοποιημένα συστήματα διαπραγμάτευσης, κοινό βιβλίο εντολών, ενιαία εκκαθάριση, τεχνολογική υποδομή. Όλα αυτά μειώνουν το κόστος, αυξάνουν την αποδοτικότητα και δημιουργούν ένα ελκυστικότερο επενδυτικό περιβάλλον.
Επίσης, με τον τρόπο αυτό υπάρχει πρόσβαση σε νέες αγορές και ρευστότητα. Για παράδειγμα, το ελληνικό χρηματιστήριο έχει ακόμα σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης καθώς η κεφαλαιοποίησή του αντιστοιχεί μόλις στο 35% του ΑΕΠ, έναντι 75% στις αγορές του Euronext. Η Ελλάδα προσφέρει ένα ώριμο αλλά αναπτυσσόμενο περιβάλλον με χαμηλή βάση, ιδανικό για επενδυτική μόχλευση.
Επίσης, στο ελληνικό παράδειγμα, κίνητρο αποτελεί και η αναβάθμιση της φήμης και της θεσμικής αξιοπιστίας. Η είσοδος του Χ.Α. στο Euronext ενισχύει τη φήμη της ελληνικής αγοράς. Οι επενδυτές βλέπουν το Euronext ως brand εγγύησης και κάπως έτσι, αυτόματα το ελληνικό ταμπλό αποκτά μεγαλύτερη προβολή και αξιοπιστία.
Τέλος, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Η χρονική συγκυρία δεν είναι τυχαία. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας και η πολιτική σταθερότητα λειτουργούν ως θεμέλια για ένα μεγάλο διεθνές deal.
Η περίπτωση της Αθήνας και τι φέρνει η εξαγορά
Η πρόταση του Euronext, εφόσον ευοδωθεί, θα εντάξει το Χρηματιστήριο Αθηνών σε ένα δίκτυο με περισσότερες από 1.800 εισηγμένες εταιρείες, συνολική κεφαλαιοποίηση πάνω από 6 τρισ. ευρώ και ημερήσιο όγκο συναλλαγών 12,4 δισ. ευρώ. Η ελληνική αγορά θα αποκτήσει πρόσβαση σε νέα κεφάλαια, νέα εργαλεία και νέους επενδυτές.
Μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούν να εισάγονται μέσω πιο ευέλικτων πλατφορμών όπως το Euronext Growth. Παράλληλα, οι επενδυτές θα λειτουργούν σε περιβάλλον μεγαλύτερης διαφάνειας, ενιαίων ευρωπαϊκών κανόνων και προηγμένης τεχνολογίας, με σημαντική μείωση κόστους συναλλαγών και αύξηση ρευστότητας.
Οι προηγούμενες εξαγορές δείχνουν τον δρόμο
Αναφορικά με το τι μπορεί να περιμένει η ελληνική αγορά από μια τέτοια κίνηση, το παράδειγμα της Πορτογαλίας είναι χαρακτηριστικό. Όταν το χρηματιστήριο της Λισαβόνας εντάχθηκε στον Euronext το 2002, σημειώθηκε άνοδος στη ρευστότητα, στη διαφάνεια και στην προσβασιμότητα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι επενδυτές απέκτησαν πρόσβαση σε νέα εργαλεία, ενώ η αγορά αναβαθμίστηκε.
Ανάλογα αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και στην Ιταλία μετά την εξαγορά της Borsa Italiana το 2021. Η ενοποίηση έφερε νέες δυνατότητες διασυνοριακής διαπραγμάτευσης, κοινή τεχνολογική υποδομή και σημαντικές βελτιώσεις στο post-trade σύστημα.
Ακόμα, στη Νορβηγία, το χρηματιστήριο του Όσλο απέκτησε νέα δυναμική στον ενεργειακό και ναυτιλιακό τομέα μετά την ένταξή του το 2020.
Τι κερδίζει η Ελλάδα
Το Χρηματιστήριο Αθηνών δεν θα χαθεί, θα παραμείνει κόμβος για τις ελληνικές εισηγμένες. Όμως θα λειτουργεί μέσα σε ένα πανευρωπαϊκό πλαίσιο, με ενιαία τεχνολογία, κανόνες και υποδομές.
Η ελληνική πλευρά θα έχει συμμετοχή στη διοίκηση του Euronext, ενώ το Χ.Α. θα αποκτήσει ρόλο στην περιοχή των Βαλκανίων.
Η Ελλάδα έχει μπροστά της μια μεγάλη ευκαιρία
Κυρίως, όμως, θα λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στην εγχώρια αγορά και στη μεγαλύτερη δεξαμενή ρευστότητας της Ευρώπης.
Αν η πρόταση του Euronext προχωρήσει, δεν θα έχουμε να κάνουμε απλώς με μια εταιρική πράξη αλλά ένα άλμα σε θεσμικό, τεχνολογικό και οικονομικό επίπεδο. Και για μια σπάνια ευκαιρία η Ελλάδα να γίνει μέρος του πυρήνα των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.