Με την ανακοίνωση της κατάργησης του πλαφόν μεικτού κέρδους στα τέλη Ιουνίου 2025, πολλές απορίες και ανησυχίες γεννήθηκαν στους καταναλωτές αλλά και στον δημόσιο διάλογο.
Επρόκειτο για ένα μέτρο που, αν και έκτακτο, παρέμεινε ενεργό επί τριάμισι χρόνια, αγγίζοντας καίρια την καθημερινότητα χιλιάδων νοικοκυριών. Τι ακριβώς όμως είναι το πλαφόν μεικτού κέρδους; Πώς λειτούργησε στην πράξη; Και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η κατάργησή του;
Τι είναι το πλαφόν μεικτού κέρδους
Το πλαφόν μεικτού κέρδους είναι ένας μηχανισμός κρατικής παρέμβασης που επιβάλλει ανώτατο όριο στο κέρδος που μπορεί να αποκομίσει μια επιχείρηση από την πώληση αγαθών ή υπηρεσιών.
Πρόκειται για ένα έκτακτο, παρεμβατικό μέτρο που στοχεύει κυρίως στην αποτροπή φαινομένων αισχροκέρδειας σε περιόδους κρίσεων, είτε αυτές είναι οικονομικές, υγειονομικές ή γεωπολιτικές.
Το βασικό του χαρακτηριστικό είναι ότι δεν περιορίζει την τιμή πώλησης απευθείας, αλλά τον λόγο κόστους προς τελική τιμή. Δηλαδή, αφήνει μια ελεγχόμενη απόσταση ανάμεσα στο πόσο κοστίζει κάτι να παραχθεί ή να αποκτηθεί και πόσο επιτρέπεται να πουληθεί.
Πότε επιβάλλεται;
Η λογική πίσω από το πλαφόν είναι απλή. Σε καταστάσεις αναταραχής, όπου η αγορά δεν μπορεί να λειτουργήσει με όρους ανταγωνισμού, το κράτος αναλαμβάνει έναν προστατευτικό ρόλο ώστε να αποφευχθεί η εκμετάλλευση του καταναλωτή. Αυτό γίνεται συχνότερα σε αγαθά πρώτης ανάγκης, τρόφιμα, καύσιμα, ενέργεια ή φαρμακευτικά προϊόντα.
Η Ελλάδα εφάρμοσε πλαφόν μεικτού κέρδους για πρώτη φορά στο τέλος του 2021, σε μια περίοδο που οι πληθωριστικές πιέσεις είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές παγκοσμίως. Με βάση το άρθρο 64 του ν. 4876/2021, απαγορεύτηκε η αποκόμιση μεικτού κέρδους άνω του επιπέδου που ίσχυε στις 31 Δεκεμβρίου 2021 για μια σειρά βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Το μέτρο δεν ήταν στατικό· ανανεώθηκε και προσαρμόστηκε με διαδοχικούς νόμους, ενώ παρέμεινε σε ισχύ για σχεδόν τριάμισι χρόνια, μέχρι την 30ή Ιουνίου 2025.
Η αρχική ανάγκη εφαρμογής του συνδέθηκε άμεσα με την εκτίναξη του κόστους διαβίωσης. Μετά την πανδημία, η διεθνής εφοδιαστική αλυσίδα υπέστη ισχυρούς κλυδωνισμούς, η ενεργειακή κρίση εντάθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία, και ο πληθωρισμός ξεπέρασε για μήνες κάθε προηγούμενο στην ευρωζώνη. Σε αυτό το πλαίσιο, το πλαφόν στην Ελλάδα λειτούργησε σαν ένα φρένο απέναντι σε απότομες ανατιμήσεις σε είδη πρώτης ανάγκης.
Ποια ήταν τα αποτελέσματα αυτής της εφαρμογής;
Το ερώτημα που γεννάται είναι διπλό. Τι κατάφερε αυτό το μέτρο στην πράξη, και ποια είναι τα όριά του;
Στην πράξη, το πλαφόν είχε θετικά αποτελέσματα σε συγκεκριμένους τομείς. Σε πολλές περιπτώσεις απέτρεψε ακραίες αυξήσεις σε βασικά προϊόντα, ιδιαίτερα όταν διαπιστωνόταν ότι υπήρχε μικρός αριθμός προμηθευτών ή ολιγοπωλιακές συνθήκες στην αγορά. Οδήγησε σε προσωρινή σταθεροποίηση τιμών, παρείχε ένα “σήμα” πολιτικής βούλησης προς την αγορά, και έδωσε ένα ψυχολογικό περιθώριο στους καταναλωτές που ήδη ασφυκτιούσαν οικονομικά. Επιπλέον, έθεσε μια γραμμή άμυνας απέναντι στην κερδοσκοπία.
Όμως, είχε και περιορισμούς. Η εφαρμογή του βασίστηκε στην ύπαρξη επαρκούς ελεγκτικού μηχανισμού, κάτι που δεν είναι πάντα αυτονόητο. Πολλοί επιχειρηματίες διαμαρτυρήθηκαν για την πολυπλοκότητα ή την ασάφεια των οδηγιών, αλλά και για το γεγονός ότι η επιβολή του ίδιου “ταβανιού” στο μεικτό κέρδος σε διαφορετικούς κλάδους δεν λάμβανε υπόψη την πολυμορφία του κόστους και των επιχειρηματικών μοντέλων. Ακόμη, δημιουργήθηκαν περιπτώσεις “παγωμένων” τιμών, που αποθάρρυναν επενδύσεις ή και διατήρηση αποθεμάτων, ειδικά όταν οι διεθνείς τιμές ανέβαιναν αλλά τα περιθώρια δεν μπορούσαν να αναπροσαρμοστούν.
Το διεθνές παράδειγμα και οι συζητήσεις που έχουν ανοίξει
Σε διεθνές επίπεδο, παρόμοια μέτρα έχουν υιοθετηθεί σε κρίσεις, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Σε χώρες της Λατινικής Αμερικής ή της Ανατολικής Ευρώπης, το πλαφόν στο μεικτό κέρδος υπήρξε εργαλείο ελέγχου του πληθωρισμού, αλλά και πηγή μαύρης αγοράς όταν εφαρμόστηκε χωρίς ευελιξία ή αξιοπιστία.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, το εργαλείο θεωρείται προσωρινό, σαν μια γέφυρα ανάμεσα σε ένα σημείο κρίσης και την αποκατάσταση συνθηκών κανονικότητας.
Η κατάργηση του πλαφόν στην Ελλάδα, που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2025, έχει πυροδοτήσει έντονη συζήτηση. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι ο ανταγωνισμός αρκεί για να συγκρατήσει τις τιμές, πολλοί αναρωτιούνται πόσο ρεαλιστική είναι αυτή η προσδοκία, ειδικά σε αγορές με περιορισμένο αριθμό παικτών.
Όπως υποστηρίζουν αρκετοί οικονομολόγοι, η αυτορρύθμιση των τιμών δεν λειτουργεί το ίδιο καλά όταν η αγορά παρουσιάζει ισχυρές συγκεντρώσεις, όπως συμβαίνει με βασικά αγαθά, την ενέργεια ή τα τρόφιμα.
Και τώρα, τι;
Η κοινωνική δυσαρέσκεια που συσσωρεύτηκε την περίοδο 2021–2025 δείχνει τα όρια της πολιτικής ανοχής απέναντι στην ακρίβεια. Και παρόλο που δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, η πλήρης άρση ενός προστατευτικού μηχανισμού χωρίς την ταυτόχρονη εισαγωγή ενός αξιόπιστου, λιγότερο παρεμβατικού πλαισίου ελέγχου και διαφάνειας, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για την επάρκεια του συστήματος προστασίας του καταναλωτή.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η λύση δεν βρίσκεται στο διαρκές πάγωμα των περιθωρίων κέρδους, αλλά σε μια νέα κουλτούρα λογοδοσίας, διαφάνειας στις τιμές και ενίσχυσης των εποπτικών μηχανισμών. Ίσως το ζητούμενο δεν είναι το αν πρέπει να υπάρχει πλαφόν, αλλά το πώς εξασφαλίζεται ότι η αγορά λειτουργεί με όρους δικαιοσύνης, χωρίς κατάχρηση θέσης ισχύος και χωρίς να χρειάζεται κάθε φορά να επέμβει το κράτος κατασταλτικά.
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με προκλήσεις
Το συμπέρασμα είναι ότι το πλαφόν μεικτού κέρδους αποτελεί εργαλείο έκτακτης ανάγκης, όχι στρατηγική μακροπρόθεσμης πολιτικής. Λειτουργεί καλύτερα όταν εφαρμόζεται στοχευμένα, για περιορισμένο χρόνο και συνοδεύεται από ισχυρό ελεγκτικό μηχανισμό.
Η πρόκληση για την Ελλάδα μετά την κατάργηση του μέτρου είναι να διατηρήσει τις τιμές σε ανεκτά επίπεδα μέσα από θεσμούς και όχι εξαιρέσεις, με γνώμονα τη διαφάνεια, τον ανταγωνισμό και την κοινωνική ισορροπία.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.