12 Ιούλ 2025
READING

Το κόστος της βιωσιμότητας: Ποιος πληρώνει τη μετάβαση;

4 MIN READ

Το κόστος της βιωσιμότητας: Ποιος πληρώνει τη μετάβαση;

Το κόστος της βιωσιμότητας: Ποιος πληρώνει τη μετάβαση;

Η βιωσιμότητα έχει πάψει να αποτελεί μια αφηρημένη έννοια περιβαλλοντικής ευαισθησίας και αναδεικνύεται πλέον σε στρατηγική επιβίωσης για τις επιχειρήσεις. Οι πιέσεις από τις ρυθμιστικές αρχές, τους επενδυτές και τους ίδιους τους καταναλωτές καθιστούν αναγκαία την υιοθέτηση πρακτικών που μειώνουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, διασφαλίζουν κοινωνική ευθύνη και προωθούν υπεύθυνη εταιρική διακυβέρνηση. Όμως, πίσω από κάθε βήμα προς τη βιωσιμότητα, προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα: ποιος θα πληρώσει το κόστος αυτής της μετάβασης;

Για τις περισσότερες επιχειρήσεις, η πράσινη στροφή δεν είναι απλή υπόθεση. Απαιτεί επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, σε πιο καθαρές πρώτες ύλες, σε πιστοποιήσεις, παρακολούθηση της αλυσίδας εφοδιασμού και ενίοτε επανασχεδιασμό προϊόντων και διαδικασιών. Αυτά συνεπάγονται άμεσα αυξημένα κόστη παραγωγής και λειτουργίας, που συχνά φέρνουν τις επιχειρήσεις μπροστά στο δίλημμα: να ενσωματώσουν το κόστος στις τελικές τιμές ή να ρισκάρουν τη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους;

Η απάντηση σε αυτό το δίλημμα δεν είναι ενιαία για όλες τις επιχειρήσεις. Εξαρτάται από το μέγεθος της εταιρείας, τον κλάδο, την αγορά στην οποία δραστηριοποιείται και το επίπεδο ωριμότητας του καταναλωτικού κοινού. Μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση και διαθέτουν υποδομές μπορούν ευκολότερα να απορροφήσουν μέρος του κόστους, επενδύοντας μακροπρόθεσμα σε μια διαφοροποιημένη εικόνα και σε αυξημένη πιστότητα πελατών. Αντίθετα, μικρότερες επιχειρήσεις, ειδικά σε αγορές με έντονο ανταγωνισμό τιμής, έχουν μικρότερη ευχέρεια και συχνά μετακυλίουν τουλάχιστον ένα μέρος του κόστους στον καταναλωτή.

Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η βιωσιμότητα μπορεί να μειώσει, και όχι να αυξήσει το κόστος. Η υιοθέτηση πρακτικών κυκλικής οικονομίας, όπως η επαναχρησιμοποίηση υλικών ή η εξοικονόμηση ενέργειας μέσω αυτοματισμών, μπορεί να προσφέρει μακροπρόθεσμες οικονομίες κλίμακας. Οι επιχειρήσεις που επενδύουν σε πράσινες καινοτομίες δημιουργούν νέες αξίες: αναπτύσσουν διαφοροποιημένα προϊόντα, ενισχύουν το εμπορικό τους σήμα και αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε αγορές που δίνουν προτεραιότητα στην περιβαλλοντική υπευθυνότητα.

Ο καταναλωτής διαδραματίζει επίσης καθοριστικό ρόλο. Οι σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι ένα αυξανόμενο ποσοστό των πολιτών δηλώνει πρόθυμο να πληρώσει περισσότερο για ένα προϊόν που είναι περιβαλλοντικά υπεύθυνο ή ηθικά παραγόμενο. Όμως, αυτή η πρόθεση δεν εκδηλώνεται πάντα στην πράξη. Το χάσμα ανάμεσα στη δηλωμένη πρόθεση και στην πραγματική αγοραστική συμπεριφορά είναι ακόμη υπαρκτό, ιδιαίτερα όταν οι τιμές διαφοροποιούνται αισθητά. Γι’ αυτό και το βάρος πέφτει στις επιχειρήσεις να βρουν εκείνη την ισορροπία που τους επιτρέπει να παραμένουν συνεπείς στις αξίες της βιωσιμότητας χωρίς να αποξενώνουν την πελατειακή τους βάση.

Η κρατική και ευρωπαϊκή πολιτική έχει αρχίσει να διαμορφώνει ένα πιο υποστηρικτικό περιβάλλον για επιχειρήσεις που θέλουν να γίνουν πράσινες χωρίς να επιβαρύνουν τους πελάτες τους. Επιδοτήσεις για ενεργειακή αναβάθμιση, φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις σε πράσινο εξοπλισμό και πρόσβαση σε προγράμματα ESG χρηματοδότησης μειώνουν το ρίσκο για τις εταιρείες που αποφασίζουν να επενδύσουν στη βιωσιμότητα. Παράλληλα, η αύξηση της διαφάνειας και της υποχρέωσης για απολογισμούς βιωσιμότητας, αναγκάζει τις επιχειρήσεις να εντάξουν τη βιωσιμότητα όχι ως επικοινωνιακό αφήγημα, αλλά ως λειτουργικό πυρήνα.

Το 2025, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν δρομολογηθεί σημαντικά χρηματοδοτικά εργαλεία που ενισχύουν ακριβώς αυτή την προσπάθεια. Μέσω του προγράμματος Digital Europe, διατίθενται 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ για δράσεις ενίσχυσης των ψηφιακών δεξιοτήτων και της τεχνολογικής επάρκειας, ενώ το πρόγραμμα Horizon Europe διοχετεύει 7,3 δισεκατομμύρια ευρώ για έρευνα και καινοτομία που εστιάζει στη βιώσιμη ανάπτυξη και την πράσινη μετάβαση. Η πρωτοβουλία Union of Skills δημιουργεί ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο αναβάθμισης των δεξιοτήτων, ευθυγραμμίζοντας την εκπαίδευση με τις πραγματικές ανάγκες των αγορών. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων προγραμματίζει επενδύσεις ύψους 70 δισεκατομμυρίων ευρώ για την τριετία 2025–2027, επικεντρωμένες σε ψηφιακή και πράσινη καινοτομία, ενώ το NextGenerationEU κατευθύνει το 20% των συνολικών του κονδυλίων αποκλειστικά σε δράσεις ψηφιακής μετάβασης.

Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν μπορούν οι επιχειρήσεις να γίνουν πράσινες χωρίς να επιβαρύνουν τον καταναλωτή, αλλά σε ποιο βαθμό και υπό ποιες προϋποθέσεις. Η απάντηση προκύπτει από το αν καταφέρουν να ενσωματώσουν τη βιωσιμότητα ως εργαλείο καινοτομίας και διαφοροποίησης, και όχι ως ένα ακόμη κόστος που πρέπει να μεταφερθεί.

Οι επιχειρήσεις που επανασχεδιάζουν τις λειτουργίες τους με στόχο τη βιωσιμότητα, εντοπίζουν ευκαιρίες για εξοικονόμηση, για άνοιγμα σε νέες αγορές και για ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πελατών τους. Όχι μόνο μπορούν να γίνουν πράσινες χωρίς να επιβαρύνουν τον καταναλωτή, αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι αυτό ακριβώς που θα τις καταστήσει πιο ανταγωνιστικές και ανθεκτικές στο μέλλον.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.