Η επερχόμενη καλλιεργητική περίοδος για το ελαιόλαδο στην Ευρώπη φαίνεται πως θα ξεκινήσει υπό τη σκιά των ακραίων καιρικών φαινομένων που έπληξαν τις τελευταίες εβδομάδες την Ιβηρική χερσόνησο.
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις προοπτικές των γεωργικών αγορών, οι παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες που σημειώθηκαν σε βασικές περιοχές ελαιοπαραγωγής σε Ισπανία και Πορτογαλία ενδέχεται να οδηγήσουν σε σημαντικά μειωμένες αποδόσεις για τη σεζόν 2025/2026. Η έκθεση, που αποτελεί έναν από τους βασικούς δείκτες εκτίμησης των γεωργικών εξελίξεων εντός Ε.Ε., επισημαίνει ότι οι κλιματικές συνθήκες των τελευταίων εβδομάδων έχουν επιδράσει αρνητικά στη φάση ανάπτυξης των ελαιοκάρπων, ειδικά στις περιοχές που παραδοσιακά στηρίζουν την πλειονότητα της παραγωγής ελαιολάδου στην Ευρώπη. Η νέα καλλιεργητική περίοδος, που ξεκινά τον Οκτώβριο του 2025, πιθανότατα θα ξεκινήσει με πτωτικές προοπτικές ως προς τις συνολικές ποσότητες που θα διατεθούν στην αγορά.
Ωστόσο, παρά τη δυσμενή πρόβλεψη για την επόμενη χρονιά, η κατάσταση στην τρέχουσα εμπορική περίοδο (2024/2025) δείχνει να διαμορφώνεται σε πιο ισορροπημένο πλαίσιο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής, τα τελικά αποθέματα ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπεται να διαμορφωθούν στους 450.000 τόνους, επίπεδα που χαρακτηρίζονται ως «φυσιολογικά», λαμβάνοντας υπόψη τις ισχυρές εμπορικές επιδόσεις του κλάδου κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη σταθερότητα διαδραμάτισε η έντονη ανάκαμψη των εξαγωγών. Όπως καταγράφεται στην έκθεση, οι εξαγωγές ελαιολάδου από την Ε.Ε. για την περίοδο 2024/2025 εκτιμάται ότι θα αγγίξουν τους 760.000 τόνους, καταγράφοντας αύξηση κατά 25% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η θετική αυτή πορεία οφείλεται τόσο στην ενίσχυση της ζήτησης από αγορές-κλειδιά όσο και στη γεωστρατηγική προσαρμοστικότητα του ευρωπαϊκού κλάδου, που κατάφερε να διατηρήσει τη διεθνή του θέση.
Συγκεκριμένα, η άνοδος των αποστολών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά το περιβάλλον αβεβαιότητας που δημιουργούν οι δασμολογικές πολιτικές, αποτέλεσε έναν από τους βασικούς μοχλούς της εξαγωγικής ανάκαμψης. Παράλληλα, αγορές όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Κίνα επέδειξαν αυξημένη ζήτηση, ενισχύοντας περαιτέρω τη διεθνή θέση του ευρωπαϊκού ελαιολάδου. Στην αντίπερα όχθη, οι εισαγωγές ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσίασαν επίσης ανοδική τάση. Κατά την ίδια περίοδο, καταγράφηκε αύξηση κατά 15%, με τις συνολικές ποσότητες να ανέρχονται σε 240.000 τόνους. Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται στη στρατηγική εξισορρόπησης των περιορισμένων αποθεμάτων που παρατηρήθηκαν σε συγκεκριμένα κράτη μέλη, με στόχο τη σταθεροποίηση της εσωτερικής αγοράς και την αποφυγή ελλείψεων.
Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η αύξηση των εισαγωγών από την Τυνησία, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί τον κυριότερο εξωτερικό προμηθευτή ελαιολάδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ενισχυμένες ροές από τη βορειοαφρικανική χώρα ήρθαν να καλύψουν το κενό που προκάλεσε η χαμηλή παραγωγή στην Ιταλία, χώρα με παραδοσιακά σημαντική συμβολή στην ευρωπαϊκή παραγωγή, αλλά με σοβαρές δυσκολίες φέτος λόγω αντίξοων καιρικών συνθηκών και φυτοϋγειονομικών πιέσεων.
Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα φαίνεται να ανακτά σταδιακά τη δυναμική της, ύστερα από μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για τον ελαιοκομικό τομέα. Η παραγωγή ελαιολάδου για την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο (2024/2025) εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τους 240.000 τόνους, έναντι μόλις 120.000 τόνων πέρυσι, αναδεικνύοντας την ανθεκτικότητα του κλάδου και τη βελτίωση των καιρικών συνθηκών σε κρίσιμες περιοχές της χώρας. Ενδεικτικό της δυναμικής είναι ότι η Ελλάδα επανέρχεται στη δεύτερη θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. ως προς την παραγωγή ελαιολάδου, ξεπερνώντας την Ιταλία, η οποία συνεχίζει να πλήττεται από αλλεπάλληλες δυσκολίες. Η αύξηση της ελληνικής παραγωγής συνοδεύεται και από ενισχυμένες εξαγωγικές επιδόσεις, καθώς η ελληνική αγορά επωφελείται από τη ζήτηση για ποιοτικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο στις αγορές της Βόρειας Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ασίας.
Παρότι τα σημάδια για το 2024/2025 είναι ενθαρρυντικά, οι διακυμάνσεις της παραγωγής τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι η σταθερότητα δεν είναι δεδομένη. Η κλιματική αβεβαιότητα, η εμφάνιση ακραίων φαινομένων, όπως ξηρασίες, παγετοί και ασθένειες, αλλά και οι ελλείψεις σε υποδομές άρδευσης και τεχνική στήριξη, συνεχίζουν να αποτελούν σημαντικούς κινδύνους. Οι παραγωγοί καλούνται να διαχειριστούν αυτές τις νέες προκλήσεις με λιγότερους πόρους και σε ένα μεταβαλλόμενο θεσμικό περιβάλλον.
Η νέα εικόνα της αγοράς ελαιολάδου στην Ευρώπη αποτυπώνει τις επιπτώσεις της κλιματικής μεταβλητότητας και τις προσαρμοστικές στρατηγικές του αγροδιατροφικού τομέα. Ενώ η Ιβηρική χερσόνησος αντιμετωπίζει ήδη τα πρώτα σημάδια κόπωσης από την επαναλαμβανόμενη έκθεση σε ακραία θερμικά φαινόμενα, η δυναμική των εξαγωγών, η ευελιξία των εισαγωγών και η διεθνής αναγνώριση της ποιότητας του ευρωπαϊκού ελαιολάδου εξακολουθούν να διατηρούν το ισοζύγιο ισχυρό, έστω και εύθραυστο.
Το ερώτημα που τίθεται είναι πόσες ακόμη χρονιές «απόκλισης» μπορεί να αντέξει η ευρωπαϊκή παραγωγή πριν τεθεί θέμα αναδιάρθρωσης του μοντέλου; Οι καιρικές αλλαγές παύουν να είναι εξαιρέσεις και μετατρέπονται σε μια νέα κανονικότητα. Και η ελιά, όσο ανθεκτική κι αν είναι, έχει κι αυτή τα όριά της.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.