Η συζήτηση γύρω από την ανάγκη διεύρυνσης των εξαγωγικών προορισμών για τα ελληνικά προϊόντα δεν είναι καινούρια, ωστόσο η διεθνής συγκυρία την καθιστά πιο επιτακτική από ποτέ.
Η πιθανότητα επαναφοράς δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ολόκληρες κατηγορίες αγροτικών αγαθών υπενθυμίζει ότι η εξάρτηση από περιορισμένες αγορές μπορεί να αποδειχθεί επισφαλής για μια οικονομία με περιορισμένο παραγωγικό εύρος, όπως η ελληνική. Η διαφοροποίηση των εξαγωγών αποκτά έτσι στρατηγική σημασία και, στον παγκόσμιο χάρτη των ευκαιριών, η Ασία εμφανίζεται ως μια από τις πλέον υποσχόμενες περιοχές. Η Κίνα, ειδικότερα, συγκεντρώνει το ενδιαφέρον, καθώς συνδυάζει έναν πληθυσμό με τεράστιο καταναλωτικό δυναμικό και μια συνεχώς διευρυνόμενη μεσαία τάξη, η οποία στρέφεται όλο και περισσότερο σε προϊόντα που έχουν ποιότητα, αυθεντικότητα και συνδέονται με την υγιεινή διατροφή.
Σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του ελληνικού Προξενείου στη Σαγκάη, η κινεζική οικονομία εξακολουθεί να αναπτύσσεται με ρυθμούς γύρω στο 4%–5% ετησίως, γεγονός που μεταφράζεται σε σταθερή αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και ενίσχυση της καταναλωτικής δαπάνης. Σε αυτό το περιβάλλον, το ελαιόλαδο κερδίζει σταδιακά έδαφος όχι μόνο ως βασικό στοιχείο της μεσογειακής διατροφής, αλλά και ως προϊόν με πολλαπλές χρήσεις, αφού η παρουσία του διευρύνεται και στη βιομηχανία καλλυντικών και προσωπικής φροντίδας. Αναλύσεις για την αγορά της Ασίας–Ειρηνικού εκτιμούν το μέγεθος της κατανάλωσης σε σχεδόν 10 δισ. δολάρια το 2024, με προοπτική να ξεπεράσει τα 11,5 δισ. δολάρια έως το 2029, καταγράφοντας μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 4%–5%. Στην ίδια κατεύθυνση, οι προβλέψεις για την κινεζική αγορά μιλούν για περαιτέρω αύξηση της ζήτησης, με την αξία των πωλήσεων να ενισχύεται σταθερά προς το τέλος της δεκαετίας. Η πραγματικότητα αυτή συνδέεται με το γεγονός ότι η τοπική παραγωγή δεν επαρκεί να καλύψει την κατανάλωση, καθώς οι εισαγωγές εξακολουθούν να καλύπτουν πάνω από το 90% της ζήτησης, αφήνοντας περιθώρια σε χώρες που διαθέτουν ισχυρή εξαγωγική βάση και προϊόν υψηλής ποιότητας.
Για την Ελλάδα, η οποία συγκαταλέγεται στους κορυφαίους παραγωγούς παγκοσμίως με περισσότερα από 120 εκατομμύρια ελαιόδεντρα και περίπου 250.000 τόνους ετήσιας παραγωγής, εκ των οποίων πάνω από το 80% είναι εξαιρετικά παρθένο, η κινεζική αγορά παρουσιάζει δελεαστικό πεδίο διείσδυσης. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Παρά το συγκριτικό πλεονέκτημα ποιότητας, η ελληνική παρουσία στην Κίνα παραμένει μικρή, με μερίδιο που μετά βίας αγγίζει το 1% των συνολικών εισαγωγών. Σχεδόν οι μισές ποσότητες ελληνικού ελαιολάδου κατευθύνονται συνολικά σε εξαγωγές, αλλά μόλις ένα μικρό ποσοστό φέρει σαφή ελληνική ταυτότητα στη συσκευασία, με αποτέλεσμα να χάνεται η προστιθέμενη αξία και να μην αναγνωρίζεται πάντα η προέλευση από τον καταναλωτή.
Η σύγκριση με τους ανταγωνιστές είναι αποκαλυπτική. Η Ισπανία κατέχει την πρωτοκαθεδρία με πάνω από το 80% της αγοράς, έχοντας αποστείλει σχεδόν 10 εκατομμύρια κιλά ελαιολάδου το 2024, σημειώνοντας άνοδο άνω του 8% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Η Ιταλία, με 1,7 εκατομμύρια κιλά και διψήφια αύξηση, ενισχύει τη θέση της και διεκδικεί μερίδιο σε συγκεκριμένα τμήματα της αγοράς, ιδίως στα επώνυμα και premium προϊόντα. Αντιθέτως, οι ελληνικές εξαγωγές παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, περιορισμένες σε μερικές εκατοντάδες τόνους, γεγονός που μειώνει το μερίδιό μας παρά το ότι διαθέτουμε προϊόν με σαφές πλεονέκτημα ποιότητας. Η διαφορά αυτή δεν οφείλεται στην παραγωγική δυνατότητα, αλλά στη χαμηλή διείσδυση σε δίκτυα λιανικής, στην περιορισμένη αξιοποίηση των ψηφιακών πλατφορμών πωλήσεων και στην έλλειψη ισχυρών εμπορικών σημάτων που θα μπορούσαν να σταθούν με αξιώσεις απέναντι στους ανταγωνιστές.
Ωστόσο, το πεδίο δεν μπορεί να θεωρηθεί χαμένο. Αντίθετα, οι δυνατότητες είναι μεγάλες, αρκεί να υπάρξει συντονισμένη στρατηγική. Οι διεθνείς εκθέσεις, οι στοχευμένες καμπάνιες σε ψηφιακά μέσα και οι συνεργασίες με ισχυρές κινεζικές αλυσίδες λιανικής μπορούν να αποτελέσουν οχήματα διείσδυσης. Η παρουσία του ελληνικού ελαιολάδου σε δημοφιλείς πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου, όπως το T-mall, μπορεί να δώσει τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε εκατομμύρια καταναλωτές, ενώ η δημιουργία ειδικών σημείων προβολής στα σούπερ μάρκετ, που θα αναδεικνύουν την ελληνική ταυτότητα του προϊόντος, θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά την αναγνωρισιμότητά του.
Το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι να μετατρέψει ένα προϊόν διεθνώς αναγνωρισμένο για την ποιότητά του σε εργαλείο εξωστρέφειας και διπλωματίας γεύσης. Το ελαιόλαδο, ως σύμβολο της μεσογειακής διατροφής, έχει όλα τα χαρακτηριστικά για να καθιερωθεί σε μια αγορά που δείχνει ανοιχτή σε νέες καταναλωτικές συνήθειες και είναι πρόθυμη να επενδύσει σε ποιοτικά αγαθά. Καθώς οι εμπορικές ισορροπίες μεταβάλλονται και η διαφοροποίηση των εξαγωγικών προορισμών είναι αναγκαιότητα, η κινεζική αγορά δεν είναι μόνο μια ευκαιρία, αλλά ίσως και μια αναγκαστική στρατηγική επιλογή.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.